«Κανάγιες! Το ψωμί της εξορίας με τρέφει», έλεγε στα τελευταία του γραφτά, από την Πρέβεζα, ο μονίμως οργισμένος, ο αιωνίως ασυμβίβαστος Κ.Γ. Καρυωτάκης. Εισάγοντας έτσι στην κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα μια ασκητική της αξιοπρέπειας, μπρος στην μικροπολιτική, μπρος στην χαμέρπεια και τα ταπεινά πεπραγμένα των ανθρώπων του καιρού του και όλων των καιρών. Εγκαινιάζοντας, με το πικρό περιφρονητικό του χαμόγελο, με τα θλιμμένα ουρλιαχτά των στίχων του, τον επαναστατικό αναχωρητισμό που ακόμα αντέχει και βρίσκει νόημα διαμέσου των ψυχρών δαιδάλων της πραγματικότητας.

Ακόμα και σήμερα. Τι άλλο από περιφρόνηση και οργισμένη αποστροφή αξίζει σε όλο το κοσμικό σύμπλεγμα που διαφεντεύει, τι άλλο από σκοτεινή κατακεραύνωση αξίζει στο πλεόνασμα της υποκρισίας, της αδικίας και της ανισότητας που σκοντάφτουμε καθημερινά;
Είναι λάθος να πέφτουμε μαζί με το πλήθος, μέσα στο βαλτόνερο της «λογικής της επικαιρότητας», πάει να πει, της λογικής του εφήμερου και του σηπόμενου. Ο σύγχρονος εθνικισμός είναι σύγχρονος- αντάξιος των καιρών και πεντακάθαρος στην ακεραιότητα των μηνυμάτων και των στόχων του- κατά το μέτρο που μένει συνειδητά «εκτός», στο βαθμό που ορίζει ως αυτοεξόριστος από την πραγματικότητα την μοίρα του, στο μέτρο που το πλάτεμα της δυναμικής του δεν έχει να κάνει και δεν εξαρτάται από την πολιτική του συρμού, από την καθεστηκυία νοοτροπία. Αλλά αντίθετα, ασκείται στην ακόπαστη μαθητεία της πολιτικής ως αναζήτησης του αληθούς, εφευρίσκοντας έτσι σήμερα, τους δικούς του μεταπολιτικούς δρόμους. Οικοδομώντας το δικό του έθνος μέσα στο έθνος, την δική του κοινωνία μέσα στην κοινωνία, κερδίζοντας την αυτάρκεια δίχως έξωθεν ή άνωθεν προστασία και χειραγώγηση.

Γι’ αυτό και αυτά τα πρώτα βήματα, είναι πικρά και επώδυνα. Όμως είναι άλλο τόσο και δημιουργικά και υγιή. Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα είναι γνωστή, με όλη της τη διαλεκτική της φθοράς που κουβαλάει. Ο συγχρωτισμός και ο συναγελασμός με το παλιό μόνο πτωτική αφομοίωση επιφέρει. Αντ’ αυτού, πέρα από αντικειμενικούς πολιτικούς σκοπούς, το να επενδύει κανείς στην αμόλυντη πορεία του αντικομφορμισμού, το να οικοδομεί τις δικές του δομές, να εκφέρει την δική του φωνή, δίχως τις φθοροποιές επιδράσεις, καταλαμβάνει το νόημα μιας αυτάρκειας, μιας αυτοτροφοδότησης που εν τέλει δεν έχει παρά να διαχυθεί και προς τα έξω με την μορφή του καινούριου και του υγιούς. Της προσπάθειας που αξίζει κανείς να ακολουθήσει απλά και μόνο για την χαρά που δίνει η αξιοπρέπεια μέσα σε ένα σάπιο περιβάλλον. «Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.», μας υπομιμνήσκει το δρόμο της υποταγής ο Κ.Γ. Καρυωτάκης στο πεζό «Κάθαρσις». Έναν δρόμο που πολλοί σήμερα πασχίζουν να ακολουθήσουν. Ας μην είμαστε από αυτούς.

Η ασκητική της ακεραιότητας, όπως κάθε ασκητική, έχει το τίμημά της, προϋποθέτει μόχθο και απώλειες. Ωστόσο, «τι κι αν κερδίσεις τον κόσμο ολόκληρο αλλά χάσεις την ψυχή σου;», έρχεται ο απόηχος των λόγων του Ευαγγελίου, κάθε φορά που σε κάποιον τίθεται το δίλημμα να επιλέξει «ανάμεσα στο μεγάλο ναι και στο μεγάλο όχι». Ξένος για τον κόσμο, εξόριστος, χθόνιος, υπαινικτικός και υποβολιμαίος, αδρός και επαναστατικός, ο σύγχρονος εθνικισμός πορεύεται τον σημερινό του δρόμο και αυτή η πορεία χαρίζει την μόνη ελπίδα που θα μπορούσε από κάπου να αναφανεί.

Άγγελος Δημητρίου

ΠΗΓΗ