Ο Ξέρξης έστειλε άνδρες από την προσωπική του φρουρά με τη διαταγή, αν οι τρεις κατάσκοποι ήταν ακόμα ζωντανοί, να τους φέρουν αμέσως μπροστά του.
Έτσι κι έγινε, αφού η ποινή δεν είχε εκτελεστεί ακόμα ο βασιλιάς, αφού πληροφορήθηκε τον λόγο που βρίσκονταν στις Σάρδεις, έδωσε διαταγή στους άντρες του «να τους ξεναγήσουν και να τους δείξουν ολόκληρο το στράτευμα, ιππικό και πεζικό έπειτα, αφού θα είχαν δει τα πάντα, θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν σώοι για όποια χώρα ήθελαν».
Ηρόδοτος, «Ιστορία 7, Πολύμνια» κ. 146, Αθήνα: 1992, εκδόσεις Κάκτος σ. 187
Παράξενη, εκ πρώτης όψεως, η συμπεριφορά του Ξέρξη. Λίγο πριν από τη μεγάλη αναμέτρηση, συλλαμβάνει κατασκόπους που έχουν στείλει οι Έλληνες για να καταγράψουν τις δυνάμεις με τις οποίες εκστράτευε εναντίον τους. Και αντί να συμφωνήσει με την απόφαση των στρατηγών του να εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες, εκείνος όχι μόνο τους διευκολύνει στο έργο τους να καταγράψουν το σύνολο των στρατευμάτων του, αλλά στο τέλος τους αφήνει ελεύθερους για να πάνε οπουδήποτε θελήσουν!
Την ερμηνεία στην «παράλογη» στάση του Πέρση βασιλιά απέναντι στους Έλληνες κατασκόπους δίνει ο ίδιος ο Ηρόδοτος στο αμέσως επόμενο χωρίο του κειμένου: «Αφού έδωσε αυτή τη διαταγή, εξήγησε ότι, αν οι κατάσκοποι είχαν εκτελεστεί, οι Έλληνες δεν θα είχαν πληροφορηθεί έγκαιρα το τεράστιο μέγεθος του περσικού στρατού εξάλλου, ο θάνατος τριών αντρών δεν θα έκανε και μεγάλη ζημιά στον εχθρό. Αν, όμως, οι κατάσκοποι επέστρεφαν στην πατρίδα τους, ήταν σίγουρος ότι η αναφορά τους για το μέγεθος της περσικής δυνάμεως θα έπεισε τους Έλληνες να απαρνηθούν την ελευθερία τους πριν αρχίσει η εισβολή, οπότε δεν θα γινόταν πόλεμος».
Οι ψυχολογικές επιχειρήσεις βρίσκονταν σε εφαρμογή πολύ πριν «ανακαλυφθούν» τα σχετικά επαγγέλματα και οι ειδικότητες με τα φανταχτερά ονόματα και τη σχεδόν ακατανόητη αργκό που τις χαρακτηρίζει. Αυτά τα επικοινωνιακά και ψυχολογικά τεχνάσματα κάμψεως της βούλησης του αντιπάλου να πολεμήσει είναι γνωστά στην ανθρωπότητα από την πρώτη στιγμή που οι στρατοί συνειδητοποίησαν ότι είναι προτιμότερο και πιο άκοπο να παραδοθεί ο αντίπαλος πριν καν αποφασίσει να πολεμήσει.
Η διάδοση της ιδέας περί της υπερβάλλουσας ισχύος του εχθρού, του μάταιου της αντίστασης και της αδυναμίας να προβληθεί είναι η εμπροσθοφυλακή κάθε δυνάμεως που θέλει να υποδουλώσει το έθνος μας ή να αφαιρέσει κομμάτια από την ελληνική επικράτεια. Πριν ακουστούν τα βήματα των εχθρικών στρατευμάτων έχουν ηχήσει τα προπαγανδιστικά βομβαρδιστικά τους, που επιδιώκουν να συντρίψουν τον ελληνικό λαό πριν προλάβει να απογειώσει τη σκέψη του προς τους αιθέρες του αληθούς, του ορθού, του ωραίου και του δέοντος. Θέλουν να μας συντρίψουν επί του εδάφους σαν καθηλωμένες σακαράκες που έχουν πιστέψει ότι ο εχθρός είναι σημαντικότερος από την πρόθεσή μας να νικηθεί και από τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε για αυτόν τον σκοπό.
Επίσης, οι ψυχολογικές επιχειρήσεις που διεξάγονται εντός της ελληνικής νοόσφαιρας και ρυπαίνουν τον δημόσιο λόγο έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό τους και την απόπειρα ηθικού αφοπλισμού του λαού. Δηλαδή, ο εχθρός έχει δίκιο. Μικρό ή μεγάλο, έχει δίκιο και εμείς οφείλουμε να του το αναγνωρίζουμε. Αν τμήμα της εσωτερικής νομιμοποίησης αποσπασθεί από την Ελλάδα και προσαρτηθεί στον εχθρό, είναι θέμα χρόνου να χαθούν και εδάφη.
Τέλος, στο πλαίσιο της ψυχολογικής επιχείρησης συναισθηματικού, ηθικού αλλά και κυριολεκτικού αφοπλισμού των Ελλήνων είναι η διάχυση του ίδιου του δικαιώματός τους στη χώρα σε τρίτους, αναρίθμητους… τρίτους. Οι Ελληνες απολαμβάνουν τα δικαιώματα και τις υλικές και ηθικές παροχές που απομένουν έπειτα από τη διανομή τους σε οποιονδήποτε απλά περάσει τα σύνορα. Εάν ομάδα πληθυσμού αμφισβητήσει το δίκαιο και το λογικό αυτού του σχήματος, τότε επιστρατεύεται μια λέξη-κλειδί, η οποία χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες για να αμβλύνει το ένστικτο επιβίωσης του πληθυσμού – μέχρι την οριστική εξουδετέρωσή του: η λέξη «ρατσισμός».
Ουσιαστικά, είναι μια λέξη που οι μηχανισμοί παραγωγής κυρίαρχης ιδεολογίας έχουν φορτίσει τόσο αρνητικά, ώστε να μην επιθυμεί κάποιος να ηχήσει για εκείνον, σε καμία περίπτωση. Ο λαός έχει «εκπαιδευτεί» να προτιμά να οδηγείται στον αφανισμό παρά να ετεροπροσδιοριστεί από πρόσωπο ή ομάδα προσώπων ως «ρατσιστής».
Αυτό το λεκτικό εργαλείο έχει προξενήσει μεγαλύτερη βλάβη στην Ελλάδα από τα στίφη του Ξέρξη.