Τα Ελληνικά Ναυπηγεία Σκαραμαγκά ( ΕΝΣ), τα Ελληνικά Πετρέλαια ΕΛΠΕ)) και η ΔΕΗ, συναποτελούν τον μεγαλύτερο πλουτοπαραγωγικό βιομηχανικό δυναμικό της χώρας μας και βρίσκονται σήμερα δυστυχώς σε διαδικασία εκποίησης ύστερα από απαίτηση των δυναστών-δανειστών. Ειδικότερα η επαναλειτουργία των ναυπηγείων Σκαραμαγκά, θα μπορούσε να δημιουργήσει πολλαπλασιαστικά 15.000 θέσεις εργασίας στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Αττικής και να συμβάλει με τουλάχιστον 3,5 δις ευρώ στην οικονομία της χώρας.
Ακούγεται απίστευτο αλλά τα σημερινά σχετικά δεδομένα είναι καταλυτικά. Η μεγάλη αύξηση του μεγέθους των πετρελαιοφόρων και άλλων πλοίων τα τελευταία χρόνια, έχει καταστήσει μοναδική στη Μεσόγειο Θάλασσα τη δεξαμενή των 500.000 τόνων των ΕΝΣ αλλά και τη δεύτερη, αυτή των 250 χιλ. τόνων . Οι δύο δεξαμενές, μαζί με τον τεχνικό εξοπλισμό τους, είναι βέβαιο ότι θα προσέλκυαν πολλά από τα περίπου 400 πλοία μεγάλου μεγέθους που διαπλέουν ετησίως τη Μεσόγειο και χρειάζονται ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες από τα πολλά περισσότερα που διέρχονται την ίδια θάλασσα.
Λόγω της απαγόρευσης της λειτουργίας των ΕΝΣ από την Ευρωπαίκή Ένωση, τα μεγάλα πλοία, οι πολλοί εν δυνάμει πελάτες τους, μεταβαίνουν για ναυπηγοεπισκευές σε απομακρυσμένα μεγάλα ναυπηγεία εκτός της Μεσογείου, κυρίως στην ‘Άπω Ανατολή ή στα μικρότερου μεγέθους της Ρουμανίας και της Τουρκίας. Τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά διαθέτουν επιπλέον και τρεις μικρότερες πλωτές δεξαμενές (72 χιλιάδες, 60 χιλιάδες και 36 χιλιάδες τόνοι), κεκλιμένη ναυπηγική κλίνη για την καθέλκυση πλοίων ή τμημάτων τους, καθώς και συμπληρωματικά σχετικά μηχανήματα, υποδομές και σημαντική τεχνογνωσία.
Τα Ελληνικά Ναυπηγεία Σκαραμαγκά (ΕΝΣ), τα μεγαλύτερα της Μεσογείου με την επαναλειτουργία του επιλεγόμενου «εμπορικού τμήματος», όπως εξηγείται πιο κάτω, με δεδομένη την υψηλή ζήτηση που υπάρχει για τις μεγάλες δεξαμενές τους, μπορούν κατά την τρέχουσα περίοδο, να απασχολήσουν πάνω από 5.000 εργαζόμενους, περίπου 1.000 ως μισθωτούς και περίπου 4.000 με υπεργολαβίες στις εγκαταστάσεις τους. Και επί πλέον περισσότερους από 15.000 απασχολούμενους σε μηχανολογικές, ηλεκτρολογικές, ηλεκτρονικές, εμπορικές επιχειρήσεις, βιοτεχνίες και υπηρεσίες τροφοδοσίας πλοίων, στον Πειραιά, το Πέραμα, το Σκαραμαγκά,το Κερατσίνι, τη ΒΙΠΕ Σχιστού και την ευρύτερη περιοχή της Αττικής. Από την ευρύτερη αυτή δραστηριότητα εκτιμάται ότι το δημόσιο θα έχει οφέλη της τάξης των 3 δις ευρώ ετησίως.
Ποιο κάτω παρουσιάζουμε μέρος της απόρρητης και αδημοσίευτης έκθεσης που στηρίζεται σε ενδελεχή μελέτη του όλου σχετικού θέματος,αναδεικνύοντας την «κρυφή» αξία των συγκεκριμένων ναυπηγείων που οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη της μοναδικής στη Μεσόγειο δεξαμενής μεγέθους 500.000 τόνων
Η παρούσα έκθεση – μελέτη έχει αρχικά συνταχθεί πριν από περίπου δυόμισυ χρόνια και παραδόθηκε σε αρμόδιους Υπουργούς και κυβερνητικούς παράγοντες. Με την τρέχουσα επικαιροποίηση του θέματος των ναυπηγείων, έγινε αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός της έκθεσης και δόθηκε και πάλι πριν από περίπου έξι μήνες σε υψηλά ιστάμενους κυβερνητικούς παράγοντες, με την ελπίδα ότι, θα αξιοποιηθεί κατάλληλα για το συμφέρον της χώρας.
Με δεδομένη την ανακίνηση του όλου θέματος, με πιθανή την προοπτική του ξεπουλήματός των ναυπηγείων έναντι πινακίου φακής και επειδή μέχρι σήμερα δεν έχουμε καμιά σχετική ενημέρωση, θεωρούμε υποχρέωσή μας να κοινοποιήσουμε σύνοψη αυτής της έκθεσης-μελέτης για το πολύ σημαντικό αυτό ζήτημα.
Σύντομο ιστορικό
Τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά ιδρύθηκαν το 1958 από τον εφοπλιστή Σταύρο Νιάρχο και στη δεκαετία του 1960 αναπτύχθηκαν δυναμικά με τη ναυπήγηση πολιτικών και στρατιωτικών σκαφών. Αυτή η περίοδος ακμής θα συνεχιστεί μέχρι τα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οπότε πλήττονται από την παγκόσμια ύφεση της εποχής εκείνης αλλά και εσωτερικά προβλήματα κακής διαχείρισης.
Το 1985 εθνικοποιούνται και με τη υφέρπουσα κρίση στην ελληνική βαριά βιομηχανία, επιχειρείται η διάσωσή τους με τη συνεργασία της γερμανικής Blohm+Voss για την παραγωγή των νέων φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού ΜΕΚΟ 200-κλάση Ύδρα. Τρία από τα τέσσερα πλοία που κατασκευάστηκαν εκεί , παραδόθηκαν τα έτη 1992-1994. Η συνεργασία με την Blohm+Voss συνεχίστηκε με την κατασκευή των νέων υποβρυχίων τύπου 214 και την αναβάθμιση των παλαιότερων 209 (πρόγραμμα Neptune).
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η ιδιοκτησία των ναυπηγείων περνά σε συνεταιρισμό εργαζομένων κατά 50%, και κατά 50% στην αγγλική Brown & Root, η οποία τα μεταπωλεί στη γερμανική HDW που αγοράζεται από τον όμιλο χάλυβα Thyssen στις 2/1/2005. Την ίδια περίοδο η ευρωπαϊκή ναυπηγική βιομηχανία υφίστανται μεγάλο ανταγωνισμό από τις χαμηλές τιμές των ναυπηγείων στην Άπω Ανατολή. Από το 2006 συζητείται η πιθανότητα πώλησης των ΕΝΣ σε ασιατικό όμιλο βαριάς βιομηχανίας που δεν καταλήγουν. Στις 13/10/ 2009 αποχωρεί από τα ναυπηγεία η ThyssenKrupp.
Τα ναυπηγεία έλαβαν κρατικές επιδοτήσεις συνολικού ύψους 230 εκ. ευρώ, γεγονός που θεωρείται αθέμιτος ανταγωνισμός από την ΕΕ. Για το λόγο αυτό, η ΕΕ τον Ιούνιο του 2008 επέβαλλε πρόστιμο που με τους τόκους έφτασε τα 539 εκ. και αυτό ήταν ανέφικτο να πληρωθεί. Το 2010, η τότε ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με την Ευρωπαϊκή Ένωση τα ΕΝΣ να πουλήσουν ή να αχρηστεύσουν τον εξοπλισμό που χρησιμοποιούν για εργασίες σε εμπορικά πλοία και για 15 χρόνια να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πολεμικά πλοία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Να χρηματοδοτούνται δηλ. μόνο από τον καταρρέοντα Κρατικό Προϋπολογισμό.
Η παράλογη αυτή συμφωνία, ουσιαστικά καθήλωσε σε μαρασμό και κλείσιμο μέχρι το 2025 τη μεγαλύτερη ναυπηγική μονάδα της Μεσογείου, που μπορεί να παράσχει πολλαπλασιαστικά εργασία σε περίπου 20.000 άτομα και τεράστια έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό και τα ασφαλιστικά ταμεία. Από το 2010 και μετά, τα ναυπηγεία χωρίστηκαν στο λεγόμενο «εμπορικό τμήμα» που βρίσκεται σε αδράνεια και όπου ανήκουν οι δύο μεγάλες και πολύτιμες δεξαμενές, ο αιγιαλός και η παραλία και στο επιλεγόμενο «πολεμικό τμήμα» που ανέλαβε παραγγελίες του πολεμικού ναυτικού όπως αναλύεται και πιο κάτω.
Η σημερινή πραγματικότητα
Τα ΕΝΣ βρίσκονται στην περιοχή Σκαραμαγκά στα δυτικά του νομού Αττικής, στον όρμο του Σκαραμαγκά και είναι τα μεγαλύτερα της Μεσογείου. Εκτείνονται σε χώρο 832.000m², από τα οποία τα 65.000m² είναι στεγασμένα. Διαθέτουν δύο μόνιμες δεξαμενές 500 και 250 χιλιάδων τόνων και τρεις μικρότερες πλωτές δεξαμενές (72 χιλιάδες, 60 χιλιάδες και 36 χιλιάδες τόνοι), καθώς και κεκλιμένη ναυπηγική κλίνη για την καθέλκυση πλοίων ή τμημάτων τους. Τα ναυπηγεία είναι εξοπλισμένα με μηχανήματα σύγχρονης τεχνολογίας CNC (Telerex) και οπτικής εργασίας (φωτοκύτταρο). Ειδικότερα η δεξαμενή των 500χιλ. τόνων είναι η μεγαλύτερη της Μεσογείου.
Τα ΕΝΣ, εκτός από ναυπήγηση και ναυπηγοεπισκευή πλοίων, έχουν εκτελέσει πολλαπλού τύπου μηχανολογικές εργασίες όπως η κατασκευή και μετασκευή βαγονιών του ΟΣΕ και του Μετρό, μεγάλα γιότ, κλπ. Μπορεί να κατασκευάσουν ή να επισκευάσουν κάθε είδους μεταλλικές και μηχανολογικές κατασκευές, από αυτοκίνητα, λεωφορεία, αποθήκες, κτιριακές εγκαταστάσεις, μέχρι και αεροπλάνα. Στη σημερινή εποχή, μόνο η ναυπηγοεπισκευή δεξαμενοπλοίων, ή μεγάλων πλοίων ξηρού φορτίου, θα ήταν αρκετή για να προσφέρει σημαντική έως πλήρη απασχόληση για την τεράστια δυναμικότητά τους.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, από το 2010 και μετά, τα ναυπηγεία χωρίστηκαν στο λεγόμενο «εμπορικό τμήμα» που βρίσκεται σε αδράνεια και όπου ανήκουν οι δύο μεγάλες και σήμερα ιδιαίτερα αξιοποιήσιμες για τη Μεσόγειο δεξαμενές και στο λεγόμενο «πολεμικό» τμήμα. Το τελευταίο ανέλαβε την κατασκευή δύο υποβρυχίων υπό την ιδιοκτησία της Abu Dhabi Mar του γνωστού επιχειρηματία Σάφα με ποσοστό 75,1% σε συνεργασία με τη γερμανική ThyssenKrupp με 24,9%.Στη συμφωνία αυτή αναγνωρίστηκε οφειλή περί τα 1,3 δισ. ευρώ του ελληνικού δημοσίου προς τα ναυπηγεία.
Για ένα μεγάλο διάστημα μέχρι πρόσφατα, τα ναυπηγεία απασχολούσαν όχι περισσότεροι από 200 εργαζόμενοι αλλά πληρώνονταν μερικώς 870 από το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό για να τελειώσουν οι εργασίες του υποβρυχίου Κατσώνη. Οι περισσότεροι παλαιοί τεχνίτες έχουν συνταξιοδοτηθεί, ενώ αρκετοί έχουν μεταβεί σε ναυπηγεία στην Κορέα, στην Τουρκία και αλλού, ή εντάχθηκαν σε προγράμματα μετεκπαίδευσης. Η Abu Dhabi Mar και ο υπερδραστήριος και αμφιλεγόμενος Σάφα, οφείλουν μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές, βρίσκονται σε πολυετή αντιδικία με το ελληνικό δημόσιο, και εκπροσωπούνται από τον δικηγόρο κ.Νίκο Καρδαρά. Πρόσφατα ειδικό διεθνές δικαστήριο φαίνεται ότι δικαίωσε μερικώς τον κ. Σάφα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχει κλείσει η σχετική αντιδικία. Άλλωστε, αυτή αφορά το επιλεγόμενο «πολεμικό τμήμα» των ναυπηγείων, ενώ εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το επιλεγόμενο «εμπορικό τμήμα».
Το λεγόμενο «εμπορικό τμήμα» όπου ανήκουν οι μεγάλης αξίας τεράστιες δεξαμενές, ο αιγιαλός και η παραλία, έχει υπαχθεί στην ΚΕΔ ( Κρατική Εταιρεία του Δημοσίου), η οποία, υπάγεται ή θα υπαχθεί στο ΤΑΙΠΕΔ και κατ΄ επέκταση στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας, το γνωστό «Υπερταμείο Αποκρατικοποιήσεων». Ειδικότερα για τη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσε πιθανώς να αξιοποιηθεί ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση που είχε γίνει για την Ολυμπιακή Αεροπορία με το διορισμό ειδικού διαχειριστή ξεχωριστού από αυτόν που ασχολείται με το επιλεγόμενο πολεμικό των ναυπηγείων.
Ο αρμόδιος Αν. Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στέργιος Πιτσιόρλας, καλός γνώστης των σχετικών θεμάτων, έχει ορίσει διαχειριστή για εκκαθάριση των ναυπηγείων, αλλά δεν είναι γνωστό αν έχει αξιοποήσει για τον ίδιο σκοπό την σχετική διάταξη για “Ειδική εκκαθάριση δημόσιων επιχειρήσεων” ( άρθρο 14Α, κεφ Α, Ν3429/2005,ΦΕΚ Α’ 314).
Το ζητούμενο είναι να υπάρξει αποκάλυψη και σωστή διαχείριση της «κρυφής» τεράστιας περιουσίας που αντιπροσωπεύει το εμπορικό τμήμα των ΕΝΣ και να γίνει η κατάλληλη αξιοποίησή του προς όφελος του ελληνικού δημοσίου. Εκτός από την ανάγκη ορθολογικής, αποτελεσματικής και χρηστής διοίκησης, βασική προϋπόθεση είναι να υπάρξει άμεση πολιτική βούληση και συγκεκριμένο σχέδιο, για το οποίο υπάρχουν εφικτές λύσεις και προτάσεις, χωρίς να προσφύγουμε στο ξεπούλημά τους σε ξένους Γύπες που περιμένουν το χρυσοφόρο θήραμα στη γωνία.
Πολύ σύντομη αναφορά στην Ελληνική ναυπηγική βιομηχανία
Η ναυπηγική και ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, αποτελεί παραδοσιακά το δυναμικότερο βιομηχανικό κλάδο της θαλασσινής Ελλάδας. Η δυνατότητα ανάληψης εργασιών ή επισκευών για πλοία διαφόρων μεγεθών, εξαρτάται από το μέγεθος των δεξαμενών τους. Με το κριτήριο αυτό, τα ναυπηγεία διακρίνονται σε μεγάλα, μεσαία και μικρά. Για τις μεγάλες μονάδες απαιτούνται τεράστια κεφάλαια για υποδομές ενώ και ο αριθμός των εργαζομένων είναι επίσης πολύ μεγάλος.Ο κλάδος έχει ιστορικά μεγάλη συμβολή στην απασχολησιμότητα, στην εισροή συναλλάγματος και την αποφυγή διαρροής του σε ναυπηγεία άλλων χωρών.
Στην Ελλάδα λειτουργούν τρεις μεγάλες ναυπηγικές μονάδες, τα Ελληνικά Ναυπηγεία Σκαραμαγκά που ιδρύθηκαν το 1957 και απασχολούσαν περί τους 4-5.000 εργαζόμενους, τα Ναυπηγεία Ελευσίνας που ιδρύθηκαν το 1969 και τα παλαιότερα όλων ναυπηγεία Νεώριου Σύρου, που λειτουργούν υπό νέα μορφή από το 1970. Μεσαίες μονάδες είναι τα ναυπηγεία Χαλκίδας, Πύλου, Καλαμάτας, όπως και πλήθος άλλων μεσαίων ναυπηγείων κυρίως στο Πέραμα από τις οποίες ξεχωρίζουν, τα Ενωμένα Ναυπηγεία Περάματος – Ιτέας, το Ναυπηγείο Αργώ, τα Ναυπηγεία Σαλαμίνος Α.Ε., η Επισκευαστική Βάσις Κυνοσούρας Α.Ν.Β.Ε., Τα Ναυπηγεία ΝΑΥΣ των Αφων Φιλίππου, το Ναυπηγείο Γενικών Επιχειρήσεων Περάματος (συγκρότημα της τ.Εμπορικής Τράπεζας), τα Ναυπηγεία Αναστασιάδη – Τσορτανίδη, τα Ναυπηγεία Γκούμα Σαλαμίνας, τα Ναυπηγεία Κορωναίου, τα Ναυπηγεία Ψαρού, κλπ.