Γράφει ο Λαοκράτης Βάσσης

Όπως κι αν αναγνωστεί, η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι πολιτικά ουδέτερο και αθώο μέγεθος. Αυτό καθίσταται απολύτως φανερό στις διαφορετικές πολιτιστικές στρατηγικές που εκπορεύονται απ’ τις διαφορετικές θεωρήσεις της. Για τους εθνικιστές είναι ένοχη νόθευσης της δεδομένης κατ’ αυτούς εθνικής-πολιτιστικής καθαρότητας, ανύπαρκτης προφανώς, που αναπέμπει και στην επίσης ανύπαρκτη εθνοφυλετική καθαρότητα. Συνακόλουθες είναι οι πολιτικές πολιτιστικής περιχαράκωσης και ισοπεδωτικής εθνικής-πολιτιστικής ομογενοποίησης.

Για τους υπέρμαχους της νεοταξικής παγκοσμιοποίησης, με «διεθνιστική» ενίοτε συνηγορία, είναι μια φετιχοποιημένη αυταξία. Αυταξία που προδιαγράφει και επιβάλλει, προοδευτικοφανώς πάντοτε, τη διάχυση των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων και κατά προέκταση, τη ρευστοποίηση των εθνικών-πολιτιστικών ταυτοτήτων στην κατεύθυνση του σταδιακού τους «αποχρωματισμού» μέσα από «διαπολιτισμικές» λογικές ελάχιστου κοινού πολιτιστικού παρονομαστή.

Πρέπει να κινηθούμε πέραν της ενοχοποίησης και της φετιχοποίησης. Πρέπει να θεωρήσουμε την πολυπολιτισμικότητα ως αρμονική συνύπαρξη των πολιτιστικών διαφορετικοτήτων στο πλαίσιο των δεδομένων εθνικών επικρατειών. Επίσης, να την θεωρήσουμε ως αρμονική συνύπαρξη των εθνικών-πολιτιστικών ταυτοτήτων στο πλαίσιο υπερεθνικών ολοκληρώσεων και στην προοπτική του πολιτιστικά πολύχρωμου οικουμενικού μέλλοντος.

Η Τρίτη αυτή κατεύθυνση, με τον οραματικό της ρεαλισμό, δεν μπορεί παρά να είναι και κατεύθυνση της σύγχρονης Αριστεράς. Που όμως, ως πολιτική δύναμη οραματικού ρεαλισμού η ίδια, προφανώς και πρέπει να ξεπεράσει τις όποιες κληρονομημένες «διεθνιστικές» συγχύσεις και τα όποια κληρονομημένα «διεθνιστικά» συμπλέγματά της. Όπως επίσης και τις κληρονομημένες «ανανεωτικές-εκσυγχρονιστικές» συγχύσεις του αγοραίου αντιεθνικισμού και της αποεθνοποίησης.

Οι σύγχρονοι δάσκαλοι…

Η Αριστερά οφείλει να συνειδητοποιήσει πως ο μετανεωτερικός διεθνισμός και ο μετανεωτερικός κοσμοπολιτισμός είναι όψεις του ίδιου νεοταξικού νομίσματος. Έτσι θα μπορέσει να επικαθορίσει με ανοιχτή σκέψη τη σχέση της με τον «τόπο» της και τον κόσμο, με την εθνική-πολιτιστική ταυτότητα και την οικουμενικότητα, στη στέρεη βάση του ότι το τοπικό/διαφορετικό είναι ομορφιά του εθνικού και το εθνικό είναι ομορφιά του υπερεθνικού και του οικουμενικού.

Μας το λέει ο καλός δάσκαλος Εντγκάρ Μορέν. Υπάρχουν, όμως, και καλοί δικοί μας δάσκαλοι στο ιδεολογικά αμφίθυμο επ’ αυτού παρελθόν της ελληνικής Αριστεράς. Θα επικαλεστώ, ενδεικτικά, το Νίκο Σβορώνο, που ανήκει στις μορφές της ιστοριογραφίας μας και της ανανεωτικής αριστερής μας διανόησης, επιλέγοντας δυο χαρακτηριστικά για τις απόψεις του αποσπάσματα απ’ το έργο του.

Το πρώτο είναι απ’ το μεταθανατίως (2004) εκδοθέν βιβλίο του: Το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού, εκδ. ΠΟΛΙΣ, που στεναχώρησε σφόδρα τους αναμηρυκάζοντες τα ανιστόρητα της νεωτερικής ιστοριογραφίας περί «μύθου της συνέχειας 3.000 χρόνων ελληνικού έθνους» (Χομπσμπάουμ), καθώς δεν μπορούσαν να ενοχοποιήσουν και του Σβαρώνου τις απόψεις σαν εθνικιστικές:

«Η συνέχεια του Ελληνισμού ως λαού φαίνεται με τη μεγαλύτερη ενάργεια στη ζωντανή ελληνική γλώσσα, που δεν εμφανίζει στη συνεχή της εξέλιξη καμία εξωτερική επίδραση στην οργανική της δομή… Οι λαογραφικές έρευνες και γενικότερα η μελέτη του βίου των Βυζαντινών και των Νεοελλήνων δείχνουν ολοένα και περισσότερο ότι πολλά στοιχεία λαϊκής λατρείας, τέχνης και γενικά κοινωνικής ζωής έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική αρχαιότητα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι εδώ δεν υπάρχουν και τα ίχνη των επιδράσεων των διαφόρων λαών, με τους οποίους ο Ελληνισμός ήρθε σε επαφή και των οποίων αφομοίωσε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα» (σελ. 48-49).

Το δεύτερο απόσπασμα είναι από συνέντευξή του στον Στέφανο Πεσμαζόγλου (Σύγχρονα Θέματα), όπου επαναλαμβάνει με σαφήνεια την περιώνυμη άποψή του για τον αντιστασιακό χαρακτήρα που διέπει την ελληνική ιστορία, την οποία είχε αρχικά διατυπώσει στην «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας», εκδ. Θεμέλιο:

«Το πρόβλημα είναι να μένεις αυτό που είσαι. Κι αυτό βέβαια συνδυάζεται με την πολιτισμική συνέχεια του Ελληνισμού. Με το γεγονός ότι, όταν κατακτήθηκε ο ελληνικός λαός, απ’ τους Ρωμαίους αρχικά είτε αργότερα απ’ τους Τούρκους, είχε εθνική ενότητα και συνείδηση της ενότητας αυτής. Υπήρχε μια λαϊκή ενότητα με τη γλώσσα, με τα ήθη και τα έθιμα, και είχε συνείδηση της ταυτότητάς του αυτής, η οποία του επέτρεψε να αντισταθεί. Να αντισταθεί στην απορρόφηση από άλλους λαούς, οι οποίοι ήταν κατακτητές του. Πάντως, η αντίσταση αυτή γίνεται ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας, γιατί ο Ελληνισμός είχε αυτή την πορεία για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα» (Κ.Θ. Δημαράς – Νίκος Σβορώνος, Η μέθοδος της Ιστορίας, Συντεντεύξεις με τους Στέφ. Πεζμαζόγλου και Νίκο Αλιβιζάτο, εκδ. Άγρα, σελ. 161).

…και οι κλασικοί

Οι κλασικοί, σε κάθε περίπτωση, δικοί μας δάσκαλοι είναι οι μεγάλοι πνευματικοί μας δημιουργοί, οι πνευματικοί μας ταγοί, απ’ τον Ρήγα Φεραίο, τον Σολωμό και τον Κάλβο ως τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, με μεγάλους ενδιάμεσους τον Μακρυγιάννη, τον Παλαμά, τον Καζαντζάκη, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, για να αναφερθούμε ενδεικτικά σ’ αυτούς, μεταξύ πολλών άλλων.

Όλοι μαζί θεμελιώνουν θεωρία Ελληνισμού, διαμέσου της οποίας μπορούμε να ιδούμε σωστά το δικό μας παρελθόν, όλο τον άλλο κόσμο και το μέλλον μας στην Ευρώπη και στο παγκοσμιοποιούμενο διεθνές περιβάλλον. Να το ιδούμε, χωρίς προφανώς αφελείς ελληνοκεντρισμούς. Χωρίς, όμως, και την επιστημονικοφανή, προοδευτικοφανή, ενίοτε και αριστεροφανή ταυτοτική ανασφάλεια και αμηχανία που καλλιεργεί θορυβωδώς ο ιστορικός-πολιτιστικός αναθεωρητισμός των καιρών μας.

πηγή

ΠΗΓΗ