του Ιωάννου Παπαφλωράτου 

για τον Κοινό Παρονομαστή

Η Ήπειρος ήταν ιστορικά, εθνολογικά και γεωγραφικά ενιαία και αδιαίρετη, από τα πανάρχαια χρόνια. Ο διαχωρισμός της σε «βόρειο» και «νότιο» είναι καθαρά τεχνικό κατασκεύασμα της ξένης διπλωματίας, που έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης την ονομάζει «Η Ελλάς η αρχαία». Σήμερα, ως «βόρειος Ήπειρος» λογίζεται η περιοχή της νοτίου Αλβανίας, που παραμένει έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους παρά την αδιαμφισβήτητη ελληνικότητα της και τους μακροχρόνιους ηρωϊκούς αγώνες των κατοίκων της. Εθνολογικά, η περιοχή της βορ. Ηπείρου ορίζεται μεταξύ του Γενούσου ποταμού και της σημερινής οροθετικής γραμμής Ελλάδος – Αλβανίας, περιλαμβάνοντας την χερσόνησο των Ακροκεραυνίων, την Αυλώνα, καθώς και τις περιφέρειες Αργυροκάστρου και Κορυτσάς.

Στον χώρο αυτό και στα νοτιότερά του, στους νομούς Αργυροκάστρου και Κορυτσάς, βρίσκεται ο κύριος όγκος του αλύτρωτου Ελληνισμού, που σήμερα αριθμεί περίπου 300.000 κατοίκους. Η βόρειος Ήπειρος, ως τμήμα της μιας ενιαίας και αδιαίρετης Ηπείρου, ιστορικά ακολουθεί σε γενικές γραμμές την μοίρα του Ελληνισμού, που της προσδίδει την εθνική της καταγωγή, και την πολιτιστική της φυσιογνωμία. Ιδιαίτερα ο χώρος της βορείου Ηπείρου γνώρισε κατά καιρούς και περισσότερο από 4 χρόνια, όχι μόνο ελεύθερη Ελληνική Διοίκηση, αλλά και την δική της αυτοδιοίκηση, το 1914 (Αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος). 

«Ήπειρος» σημαίνει στεριά και είναι πιθανώς η ονομασία που έδωσαν στην περιοχή οι αρχαίοι κάτοικοι των Ιόνιων νησιών. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (Γ΄, 20) την αποκαλεί «Αρχέγονον Ελλάδα», ενώ σύμφωνα με το αρχαίο ρητό «Ωρικίην υπέρ αίαν ερείδεται Ελλάδος αρχή», δηλαδή «Η Ελλάδα αρχίζει από τη γη του Ωρικού» (όπου Ωρικός είναι αρχαία ευβοϊκή αποικία στον κόλπο της Αυλώνας). Εντούτοις, ορισμένοι αρχαίοι και Βυζαντινοί συγγραφείς τοποθετούν τα όρια της Ηπείρου ακόμη βορειότερα, π.χ. ο Θουκυδίδης στην Επίδαμνο (σημερινό Δυρράχιο), ο Στράβων στον Γενούσο (Σκούμπι) ποταμό,[1] ενώ και ο Προκόπιος λέει πως μέχρι την Επίδαμνο «Έλληνες εισίν, Ηπειρώται καλούμενοι». Η Ήπειρος κατοικήθηκε πολύ νωρίς από πρωτοελληνικά φύλα – Κασσωπαίους, Θεσπρωτούς, βορειότερα Μολοσσούς, Άβαντες κ.ά. Σημειωτέον ότι η μητέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου Ολυμπιάδα ήταν Μολοσσή πριγκίπισσα.

Οι πιο ακμαίες αρχαιοελληνικές πόλεις της βορείου Ηπείρου ήταν η Επίδαμνος, η Φοινίκη και ο Βουθρωτός, η Απολλωνία (Πογιάνι-Φίερι), η Αμαντία (Αυλώνα), ο Ωρικός κ.ά.

 
το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο

Οι Έλληνες της βορ. Ηπείρου, όπως και οι υπόλοιποι Ηπειρώτες, είχαν ως θρησκευτικό κέντρο το Μαντείο της Δωδώνης. Σημειωτέον ότι αγάλματα του Δωδωναίου Δία έχουν βρεθεί σε όλη την βόρ. Ήπειρο. Πλήθος αρχαιολογικών και ιστορικών μαρτυριών καταδεικνύουν ότι συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες, λάτρευαν το ελληνικό Δωδεκάθεο, είχαν την ίδια δημόσια ζωή με άλλους Έλληνες ―γυμναστήρια, στάδια, θέατρα, αγορές― και, φυσικά, μιλούσαν την ελληνική γλώσσα.
Επίσης, οι Ηπειρώτες συμμετείχαν με 7 τριήρεις στην ναυμαχία της Σαλαμίνος. Η ενιαία Ήπειρος έφθασε στο απώτατο όριο της ακμής της επί εποχής του Βασιλέως Πύρρου, τον 3ο αιώνα π.Χ.. Αυτός συνένωσε όλα τα Ηπειρωτικά φύλα και υπέταξε κάποια ιλλυρικά, έβγαλε την Ήπειρο από την γεωγραφική απομόνωσή της και αύξησε την επιρροή της στην Ελλάδα. Επέκτεινε την επικράτειά του προς βορράν μέχρι της Εγνατίας οδού, η οποία ξεκινούσε από την παραλιακή περιοχή μεταξύ της Απολλωνίας και του Δυρραχίου.
Επίσης, εστράφη εναντίον των Ρωμαίων, έκτισε πόλεις, γέφυρες, ναούς και θέατρα. Την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, οι Ηπειρώτες ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Έως τον 2ο αι. μ.Χ., η Ήπειρος είχε προσθέσει στο χριστιανικό αγιολόγιο τους δικούς της μάρτυρες, ανάμεσά τους και Βορειοηπειρώτες, όπως είναι ο Άγ. Αστείος (επίσκοπος Δυρραχίου), ο Άγ. Δονάτος (επίσκοπος Φοινίκης), ο Άγ. Ελευθέριος (επίσκοπος Αυλώνος),[2] ο Άγ. Ερμίας κ.ά.

Όταν η περιοχή περιήλθε υπό την κυριαρχία των Βυζαντινών, η πληθυσμιακή  σύνθεσή της μετεβλήθη. Τον 8ο αιώνα, εγκατεστάθησαν στην βόρεια Αλβανία ορισμένα αλβανικά φύλα. Τον 14ο αιώνα, οι Γκέγκηδες εμφανίστηκαν στην Ήπειρο. Αυτοί ήταν άγριοι πολεμιστές και διέφεραν ριζικά από τους πεδινούς Τόσκηδες, οι οποίοι συμβίωναν αρμονικά με τους Έλληνες. Στην περιοχή, άνθισε η θρησκευτική τέχνη, με σαφείς βυζαντινές επιδράσεις στη ναοδομία και στην εικονογραφία, όπου οι επιγραφές είναι πάντα ελληνικές.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους (το 1204), δημιουργήθηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό το δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο απετέλεσε τον φύλακα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τα δυτικά. Το δεσποτάτο επεκτάθηκε σε μία μεγάλη γεωγραφική περιοχή, ξεκινώντας από την Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο (σε αρχική φάση) και φθάνοντας να κατέχει τα Επτάνησα και σημαντικά τμήματα της σημερινής Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, κατά την περίοδο της ακμής του.
Κατά τα μέσα του 15ου αι., η Ήπειρος υποδουλώθηκε στους Τούρκους.

Την ιδία περίοδο, οι Οθωμανοί επεχείρησαν να καταλάβουν και την σημερινή βόρεια Αλβανία αλλά προσέκρουσαν στην ισχυρή αντίσταση των κατοίκων. Επικεφαλής τους ήταν ο Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης, ο οποίος θεωρείται εθνικός ήρωας των Αλβανών.[3] Εντούτοις, η καταγωγή του είναι ελληνική, σύμφωνα με αρκετές πηγές. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι ο βιογράφος του Αλή Πασά, Αχμέτ Μουφίτ, γράφει πως «το 1443 δραπέτευσε από το οθωμανικό στρατόπεδο του Μοράβα ο Έλληνας ηγεμόνας Καστριώτης».
Επίσης, ο Μαρίνι Μπαρλέτι, πρώτος βιογράφος του ήρωα, τον αποκαλεί «Ηπειρώτη πρίγκιπα» και «Ηγεμόνα των Ηπειρωτών». Ο ίδιος ο Καστριώτης είπε κάποτε: «Οι προπάτορες ημών ήσαν Ηπειρώτες, εκ των οποίων ηγέρθη εκείνος ο Πύρρος του οποίου την ορμήν οι Ρωμαίοι μόλις ηδυνήθησαν να αντικρούσουν». Σημειωτέον ότι σε ουδεμία εκ των προαναφερθεισών μαρτυριών  υπάρχει υπαινιγμός για αλβανική καταγωγή.

Σημείωση Κοινού Παρονομαστή:

Το ανωτέρω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του Νομικού Διεθνολόγου Δρ. Ιωάννου Παπαφλωράτου υπό τον τίτλο: Ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου μέσα από άγνωστα ντοκουμέντα των εκδόσεων ΠΕΛΑΣΓΟΣ

[1] Ο Στράβων έγραψε (VII, 323): «Ταύτην δη την οδόν εκ των περί την Επίδαμνον και Απολλωνίαν τόπον ιούσιν εν δεξιά μεν εστι τα Ηπειρωτικά έθνη κλυζόμενα τω Σικελικώ πελάγει του Αμβρακικού κόλπου, εν αριστερά δε τα όρη τα των Ιλλυριών α προδιήλθομεν, και τα έθνη τα παροικούντα μέχρι Μακεδονίας και παιόνων». Αχ. Λαζάρου, Αλβανοί, Αρβανίτες – Βορειοηπειρώτες. (ανάτυπο) Αθήνα : Παρνασσός, 1992, σελ. 12 (υπος. 50).

[2] Μητρ. Σεβαστιανός, Η εσταυρωμένη Βορ. Ήπειρος. Αθήνα: χ.ε., 1989, σελ. 15.

[3]    Σχετικά με τον Σκεντέρμπεη, βλέπε ενδεικτικώς Νικ. Δραγούμη, Ιστορία Γεωργίου Καστριώτου του επιλεγομένου Σκεντέρμπεη. Αθήναι: τυπ. Κ. Αντωνιάδη, 1860.

 

ΠΗΓΗ