Το διακύβευμα έγκειται στο αν η χώρα θα δυνηθεί να αξιοποιήσει τα ειδικά της πλεονεκτήματα για να παράγει αυτό το πλεόνασμα και να το «επενδύσει» στην Παιδεία, την Υγεία, τη Δικαιοσύνη, την Τοπική Αυτοδιοίκηση

Του ΔΗΜΗΤΡΗ Π. ΚΥΡΙΑΚΑΡΑΚΟΥ*

Ο Αύγουστος πλησιάζει και η αμφισβήτηση της «καθαρής» εξόδου από θεσμικούς και εξωθεσμικούς «καλοθελητές» εντείνεται. Η κοινωνία, ως άλλος εξαντλημένος δρομέας, πλησιάζει στο «κόψιμο της κορδέλας» του τρίτου αγωνιστικού γύρου που υιοθέτησε την εθιμική επωνυμία «τρίτο Μνημόνιο». Εν τω μεταξύ όμως χρήζει μια απόπειρα ιστορικής αναδρομής, για να μην ξεχνούμε από πού, ως ακόμα δοκιμαζόμενη κοινωνία, ξεκινήσαμε.

Η διακυβέρνηση του κ. Καραμανλή πίστευε αφελώς πως η ύφεση του έτους 2008 αφορούσε χώρες βαριάς βιομηχανίας και συνεπαγόμενα μεγάλες οικονομίες, όπως είναι οι ΗΠΑ, όπου και εγένετο. Η διακυβέρνηση αυτή έθεσε «προληπτικά» τη χώρα για πρώτη φορά στη «διόπτρα» των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. με αφορμή το να διακριβωθεί εάν η λογιστική μεθοδολογία για την ένταξή της τελευταίας στον πυρήνα του ενιαίου νομίσματος ήταν «δημιουργική» ή «αξιοκρατική» και με αιτιολογία την αποφυγή ενδεχόμενης κρίσης από τυχόν ελλείμματα εκπορευόμενα από την (όποια) «δημιουργική» λογιστική. Τα θεμέλια της «επιτήρησης» δηλαδή τέθηκαν επί της ουσίας το έτος 2004. Η απομείωση του brand name «Ελληνική Δημοκρατία» άρχισε τότε ακριβώς και η Ολυμπιάδα προφανώς δεν στάθηκε επαρκής για να το «φωτίσει» με τη φαντασμαγορία της.

Η διακυβέρνηση του κ. Παπανδρέου πίστευε αφελώς πως διά της εμπλοκής – ορόσημο του ΔΝΤ στη Χώρα μας, δηλαδή για πρώτη φορά σε έδαφος της Ε.Ε., η εθνική μας οικονομία θα υιοθετούσε ισχυρά διεθνή κανονιστικά πλαίσια δημοσιονομικής πολιτικής, ικανά να διαμορφώσουν περιβάλλον υγιούς ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας. Η προσδοκία ήταν πως το ΔΝΤ θα επενεργούσε ως ο εθνικός μας «μέντορας» στην προσπάθεια αυτή. Η αφέλεια όμως είχε και συνέχεια. Η διακυβέρνηση αυτή θεωρούσε πως διά της «κοσμοπολίτικης» και εμμονικά «φιλο-μεταρρυθμιστικής» πολιτικής συμπεριφοράς θα καθιστούσε τη διαπραγμάτευση «περίπατο». Εν τέλει, η συνομολόγηση από τους ίδιους τους κυβερνώντες του εκτενούς τοπίου διαφθοράς στη χώρα, κατά τη συνδιαλλαγή τους με τους «μέντορες», προαπέδειξε το επίσης εκτενές κακοτράχαλο σκέλος του «περιπάτου» αυτού.

Η διακυβέρνηση των κ. Σαμαρά – Βενιζέλου πίστευε αφελώς πως τηρώντας στάση «κατευνασμού» έναντι της τρόικας θα έφερνε την Ελλάδα πιο κοντά στην ευρωπαϊκή οικογένεια και σε επίπεδο αξιοπιστίας και σε επίπεδο προοπτικής μεταρρυθμίσεων. Η θεωρία της «κακής και της χείριστης» επιλογής σύστησε την κρατούσα πολιτική άποψη και επιλογή. Μετά την Ευρωζώνη θα ήταν το χάος. Ποια ανθρωπιστική κρίση; Αυτά ήταν «λαϊκίστικα» fake news της εποχής. Το δεύτερο Μνημόνιο, πιο θεσμικά βίαιο από το πρώτο, μόνο «σοσιαλιστικό» δεν χαρακτηρίστηκε.

Η διακυβέρνηση του κ. Τσίπρα με τη δική της αφέλεια και καλοπιστία φρονούσε πως εν έτει 2015 θα συναντούσε μια Ε.Ε. πιο ώριμη, πιο ανήσυχη απέναντι στο ζήτημα «πολιτική λιτότητας», πόσο μάλλον όταν εκτός από την Ελλάδα και άλλες μικρές οικονομίες είχαν δοκιμαστεί από τα Μνημόνια σε οριακές κοινωνικές καταστάσεις (βλ. Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος). Το impass της διαπραγμάτευσης του θέρους του 2015 έδωσε το έναυσμα για το ισχυρό και πολλαπλά σημειολογικό ΟΧΙ (στην αέναη πολιτική λιτότητας) του ελληνικού λαού, το οποίο με τη σειρά του, έχοντας αναδείξει το επιχείρημα της ανθρωπιστικής κρίσης, διαμόρφωσε νέο διαπραγματευτικό περιβάλλον. Αυτό που βιώνουμε σήμερα.

Η εν γένει αφέλεια της ιστορικά φιλοευρωπαϊκής Πολιτείας μας, που κλήθηκε να διαχειριστεί τη μεγαλύτερη κοινωνική δοκιμασία από τη Μεταπολίτευση, έγκειται στο ότι δεν έγινε εγκαίρως καταληπτό πως οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί είχαν αποκτήσει πιο έντονα «διακυβερνητικά» χαρακτηριστικά από άλλοτε. Η άτυπη Ευρωζώνη, μία Ε.Ε. μέσα στην Ε.Ε., και το ΔΝΤ με επικεφαλής τέως κυβερνητικούς αξιωματούχους κρατών – μελών τους λειτουργούσαν και λειτουργούν με την κεκτημένη ταχύτητα, αν όχι υπό την επήρεια θεσμικής κουλτούρας, των μεγάλων οικονομιών προέλευσης των αξιωματούχων αυτών. Ως και η Βραζιλία, θυμίζω, ήταν απέναντί μας επί δευτέρου Μνημονίου, ώς και σλαβογερμανικές χώρες τού πρώην ανατολικού μπλοκ, που με την αλληλέγγυα στάση μας εντάχθηκαν στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, υιοθέτησαν σκληρή στάση απέναντι στην Ελλάδα. Η ύφεση μας βρήκε άπαντες «αρχάριους»: ΗΠΑ, Ε.Ε., ΔΝΤ, ΟΑΣΑ, Ελλάδα, προοδευτικούς και συντηρητικούς. Μία δυσεξήγητη, προδήλως τραπεζογενής ύφεση βρήκε τον λεγόμενο «πολιτισμένο κόσμο» εν καιρώ ειρήνης. Η παγκοσμιοποίηση προφανώς δεν έχει μέχρι στιγμής καταφέρει να προάξει τον «κοινωνικό ωφελιμισμό» που οραματίστηκε ο Ντέιβιντ Χιουμ ή τον «πλούτο των εθνών» που οραματίστηκε ο μαθητεύσας σε αυτόν Άνταμ Σμιθ, διότι αξιώνει τη βιαία εξομοίωση του ανεπτυσσόμενου με τον ανεπτυγμένο κόσμο παραβλέποντας τα ειδικά λαογραφικά χαρακτηριστικά κάθε κοινωνίας.

Πού θα βρεθούμε άραγε μετά την «έξοδο»; Στον αναπτυξιακό «παράδεισο»; Σίγουρα όχι, τουλάχιστον όχι άμεσα. Η χώρα μας θα εξακολουθεί να είναι μία χρεωμένη χώρα, όπως όλες, αλλά στο πλαίσιο της διεθνούς κανονικότητας, αντί μία χρεωμένη χώρα σε έκτακτη ανάγκη και αποκεκομμένη από τον παγκόσμιο δικαιοπρακτικό χώρο. Θα δανείζεται φερέγγυα, πολύ πιθανόν από πλείονες πηγές του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος και με δυνατότητα ελιγμών στη διαμόρφωση του ενδογενούς οικονομικού περιβάλλοντος, που σήμερα δε διαθέτει, χωρίς όμως να παρεκκλίνει από τα προϋπεσχημένα στο πλαίσιο του δημοσίου διεθνούς δικαίου.

Στη μετά Μνημονίων εποχή ουδείς θα εμποδίζει την εθνική (αριστερή) κυβέρνηση να διανέμει τα έσοδα πιο δίκαια, πιο σύμμετρα και δια του παραχθέντος οικονομικού πλεονάσματος να ιδρύει κοινωνικές δομές απαραίτητες για την προαγωγή της συνοχής. Το διακύβευμα δεν έγκειται στο αν η χώρα θα δυνηθεί να υποδεχτεί επενδύσεις μαμούθ στα πρότυπα του Ντουμπάι, αλλά στο αν θα δυνηθεί να αξιοποιήσει τα ειδικά της πλεονεκτήματα για να παράγει αυτό το πλεόνασμα και να το «επενδύει» στην Παιδεία, την Υγεία, τη Δικαιοσύνη, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Τότε και μόνο τότε θα έχουμε επιτύχει το ασφαλές exodus στην βιώσιμη ανάπτυξη και θα έχουμε καταστήσει τη δεκαετή κρίση παρελθόν εθνικής διδαχής.

* Ο Δημήτρης Π. Κυριακαράκος είναι δικηγόρος LLM Διεθνούς και Συγκριτικού Δικαίου Οικονομίας και Εμπορίου του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου Λονδίνου

Πηγή