Η διαστημική αποικία της Γης που θα προετοίμαζε την ανθρωπότητα για μόνιμη κατοίκηση του αφιλόξενου πλανήτη
Μια ολόκληρη δεκαετία πριν ο οραματιστής Elon Musk ιδρύσει τη διαστημική του εταιρία SpaceX και αποκαλύψει τα σχέδιά του για τον αποικισμό του Κόκκινου Πλανήτη, ένας άλλος δισεκατομμυριούχος μαγνήτιζε τα βλέμματα κοινού και επιστήμης με το δικό του όραμα.
Ο κροίσος της πετρελαϊκής Ed Bass ξόδεψε περισσότερα από 250 εκατ. δολάρια για να φτιάξει και να λειτουργήσει το περιβόητο Biosphere 2, μια δομή που θα προσομοίωνε εδώ στη Γη τις συνθήκες ζωής στον Άρη, προετοιμάζοντας την ανθρωπότητα για τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει αν αποφασίσει να φτιάξει μόνιμη αποικία εκεί πάνω. Κάτι για το οποίο μας λένε σήμερα οι κορυφαίοι επιστήμονες πως δεν είναι απλώς πιθανό, αλλά και πιθανότατα αναπόφευκτο.
Τέσσερις άντρες και τέσσερις γυναίκες κλείστηκαν μέσα στον αεροστεγή θόλο του Biosphere 2 τον Σεπτέμβριο του 1991 και δεν βγήκαν παρά δύο χρόνια αργότερα. Και είκοσι λεπτά, για να είμαστε ακριβείς! Η πειραματική αυτή εγκατάσταση μετατράπηκε σε μια θεαματική, πλην αμφιλεγόμενη, ιστορία περί ανθρώπινων ορίων και αντοχής, ένα βήμα προς το πουθενά ή προς τα πάντα, ανάλογα πώς θες να το δεις.
Αυτή είναι η ιστορία της…
Χτισμένο σε μια πλαγιά της ερήμου της Αριζόνα, στους πρόποδες της οροσειράς Santa Catalina, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το συγκρότημα των εγκαταστάσεων παραμένει ένα λειτουργικότατο θαύμα της μηχανικής. Θα στέγαζε εξάλλου τους πρώτους αποίκους του Άρη, έστω και σε συνθήκες προσομοίωσης, όλα έπρεπε να είναι λοιπόν μεγάλα, επιβλητικά και αποδοτικά.
Αυτό το κομμάτι της ερήμου Σονόρα δεν επιλέχθηκε τυχαία. Οι συνθήκες που επικρατούν εκεί, η καταραμένη ξηρασία και το ολότελα αφιλόξενο του τόπου, θεωρήθηκαν ιδανικές για ένα πείραμα που είχε τον Άρη κατά νου. Σύντομα μια γυάλινη πυραμίδα 24 μέτρων δέσποζε στο τοπίο και περιβαλλόταν από αρκετά ακόμα φουτουριστικά κτίρια σε μια έκταση 40 στρεμμάτων.
Ο αρχιτέκτονας Peter Pearce, που δημιούργησε το Biosphere 2, φρόντισε να το κάνει αεροστεγές, προσαρμόζοντας 6.600 παράθυρα στον χαλύβδινο σκελετό των 77.000 στηριγμάτων. Η κατασκευή μπορούσε να αντέξει ακόμα και σε αυτό το χαλάζι σε μέγεθος πορτοκαλιού που πλήττει την Αριζόνα μια φορά ανά εκατό χρόνια…
Το πρώτο πλήρωμα (υπήρξαν δύο τελικά) μπήκε στη δομή από μια τροποποιημένη θύρα υποβρυχίου στις 26 Σεπτεμβρίου 1991 και σφράγισε πίσω του την μπουκαπόρτα. Κανείς δεν θα έβγαινε από κει για τα επόμενα δύο χρόνια, αυτό ακριβώς είχαν υπογράψει. Αυτή η πόρτα είναι απ’ όπου ξεκινάει σήμερα η επίσκεψη στον χώρο, καθώς παραμένει ανοιχτός ως μουσείο και εργαστήρια, αλλά και ως ορόσημο μιας άλλης εποχής, όχι και τόσο παλιάς.
Ο John Adams, αναπληρωτής διευθυντής της εγκατάστασης, λειτουργεί συχνά ως ξεναγός της, καθώς δουλεύει εκεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ξέρει τα περίπλοκα συστήματα, την επιστήμη και την ιστορία τους καλύτερα από τον καθένα. Παρά το γεγονός ότι το Biosphere 2 ήταν κάποτε ένα ιδιωτικό πείραμα, το 2011 το αγόρασε το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, που το μετέτρεψε σε ερευνητικό εργαστήριο, μουσείο και σωστή τουριστική ατραξιόν.
«Μας έδειξε πόσο λίγα καταλαβαίνουμε πραγματικά από τα γήινα συστήματα και πόσο απείρως περίπλοκα είναι», λέει χαρακτηριστικά για τα αποτελέσματα του ανθρώπινου πειράματος, «υπήρχαν πολλοί που έλεγαν ‘‘τους βάζετε μέσα, το σφραγίζετε και θα μετατραπεί σε μια μεγάλη μπάλα γλίτσας’’. Δεν συνέβη. Και τα οχτώ μέλη του πληρώματος αναδύθηκαν ζωντανά, αν και χρειάστηκαν τελικά λίγη εξωτερική βοήθεια».
Όταν οι 8 αυτοί πιονέροι, οι Biospherians, όπως τους έλεγαν χαρακτηριστικά, εγκαταστάθηκαν στο συγκρότημα, υπήρχαν μερικές δεκάδες χιλιάδες κυβικά μέτρα αέρα μέσα στον θόλο. Επαρκές οξυγόνο δηλαδή για να παραμείνει αεροστεγώς σφραγισμένο για 2 χρόνια.
Μέσα στον θόλο, υπήρχαν εξάλλου 5 ζώνες γήινων οικοσυστημάτων (τροπικό δάσος, ωκεανός, σαβάνα, έλος και έρημος), με τη βλάστηση να απορροφά το διοξείδιο του άνθρακα και να ανανεώνει το οξυγόνο. Το πλήρωμα ζούσε σε μια σειρά από συνδεδεμένα ενδιαιτήματα και καλλιεργούσε το δικό του μποστάνι στη ζώνη καλλιέργειας. Οι Biospherians τρέφονταν αποκλειστικά με ό,τι μπορούσαν να καλλιεργήσουν, κυρίως γλυκοπατάτες και φασόλια.
Χρειάστηκαν τέσσερις ολόκληρους μήνες για να μαζέψουν αρκετά υλικά για την πρώτη τους πίτσα. Να μεγαλώσουν τα ζώα και να τα σφάξουν δηλαδή, περιμένοντας και τις σπορές να αποδώσουν καρπούς. Όσο για τον καφέ, αυτός ήταν μια πολυτέλεια που γεύονταν μια φορά το δίμηνο.
Την ίδια ώρα, κρατούσαν λεπτομερείς εγγραφές και μητρώα για τις καλλιέργειες, τον κύκλο ζωής των φυτών, τα τρόφιμα και τα ζώα. Περίπου το 20% των ζώων που είχαν εξαφανίστηκαν στο πρώτο πείραμα των δύο ετών. Ακόμα και σήμερα όμως ένα μικρό ποσοστό από τα πρώτα αυτά είδη έχει επιβιώσει, έντομα κυρίως.
Καλλιέργειες δεν λαμβάνουν σήμερα χώρα στον θόλο, καθώς το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα μετέτρεψε τη δομή σε ένα πολυδάπανο πείραμα που ερευνά πώς τα μικρόβια μετατρέπουν αφιλόξενα περιβάλλοντα σε πλαίσια όπου μπορεί να αναπτυχθεί ζωή. Ένα πείραμα που πατάει πάνω στα προηγούμενα και μπορεί να αποδειχθεί ιδιαιτέρως χρήσιμο για τους μελλοντικούς αγρότες του Άρη.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα του Biosphere 2 ήταν το οικοσύστημα του ωκεανού, όπου φιλοξενούνταν 2.500 τόνοι θαλασσινού νερού που κυμάτιζαν κιόλας με τη βοήθεια σχετικού εξοπλισμού. Ο ωκεανός ήταν πράγματι η μεγαλύτερη ερευνητική εγκατάσταση για θαλασσινό νερό του κόσμου εκείνη την εποχή, κομίζοντας πολύτιμες γνώσεις ακόμα και για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Παραμένει ανοιχτή και λειτουργική ως σήμερα, με πολλά πειράματα να συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα εδώ.
Δίπλα στον ωκεανό ήταν το οικοσύστημα του τροπικού δάσους, μια σωστή ζούγκλα με πανύψηλα δέντρα και πυκνή βλάστηση που παρείχε στους πρώτους ενοίκους μπανάνες. Το εξωτικ΄φρούτο ήταν τόσο πολύτιμο για την επιβίωσή τους που το αποθήκευαν σε αεροστεγές δωμάτιο, πειραματιζόμενοι με τις συνθήκες συντήρησής του.
Τα οικοσυστήματα συνδέονταν όλα με τη σαβάνα, όπου φιλοξενούσε όλων των λογιών τα φυτά, αλλά και τους τέσσερις γαλάγους (μικρά νυκτόβια πρωτεύοντα της Αφρικής) που έκαναν παρέα στους ανθρώπους. Όλα αυτά περιβάλλονταν από τον μεταλλικό σκελετό, που λειτουργούσε ταυτοχρόνως και ως τρόπος να σκαρφαλώσεις στους τοίχους για καθαριότητες και επισκευές. Ή και γι’ αυτό που έκαναν οι Biospherians αναζητώντας λίγη διασκέδαση: σκαρφάλωναν στην κορυφή και βουτούσαν στον ωκεανό!
Μια δεύτερη αποστολή ακολούθησε την πρώτη, οικονομικοί και νομικοί λόγοι την ανάγκασαν ωστόσο να διαρκέσει μόλις εφτά μήνες του 1994. Τα προσωπικά δωμάτια των μελών της δεύτερης αυτής αποστολής φιλοξενούν ακόμα και σήμερα τα προσωπικά αντικείμενά τους, εν είδει μουσείου. Στον ελεύθερο χρόνο τους άλλωστε οι άποικοι ασχολούνταν με την τέχνη, κι έτσι είναι σαν γκαλερί… διαστημικής ζωγραφικής.
Το μόνο πραγματικό καταφύγιο για τους Biospherians ήταν η βιβλιοθήκη, ο μόνος χώρος που δεν είχε κάμερες και δεν τους ενοχλούσε ο Τύπος και οι τουρίστες. Όσο για την καρδιά της δομής, βρισκόταν στα έγκατά της: η Technosphere ήταν ένας σωστός λαβύρινθος από σωλήνες, αεραγωγούς, κυκλώματα, αντλίες, ψεκαστήρες μετατροπείς και άλλο βασικό εξοπλισμό που κρατούσε απρόσκοπτη τη ροή αέρα, νερού και ηλεκτρισμού στο Biosphere 2.
Και ήταν εκεί που ενέσκηψε το μεγαλύτερο πρόβλημα, το βασικό κατασκευαστικό ψεγάδι που κανείς δεν μπορούσε βεβαίως να προβλέψει πριν τη λειτουργία της εγκατάστασης. Όπως ανακάλυψαν με τρόμο οι ένοικοι, το τσιμέντο που είχε χρησιμοποιηθεί στο πάτωμα απορροφούσε διοξείδιο του άνθρακα. Τα μικρόβια του χώματος μετέτρεπαν επίσης το οξυγόνο σε διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο εγκλωβιζόταν κι αυτό στο τσιμέντο. Πολύ μακριά από τα φυτά που θα το μεταμόρφωναν ξανά σε οξυγόνο.
Αυτό οδήγησε το οξυγόνο να πέσει σε επικίνδυνα επίπεδα, λες και ήσουν σε κορυφή βουνού στα 4.500 μέτρα. Για να λύσει το πρόβλημα, το πλήρωμα προσπάθησε να μαζέψει κάθε είδους οργανική ύλη και να τη μεταφέρει στην Technosphere, μπας και αποτρέψει τη φθορά της.
Το κατασκευαστικό ψεγάδι αποδείχθηκε ωστόσο δυσανάλογα μεγάλο για τις δυνατότητές τους. Οι υπεύθυνοι του πειράματος αναγκάστηκαν τελικά να εισάγουν 14 τόνους υγρού οξυγόνου για να αντισταθμίσουν τις μεγάλες απώλειες. Όλα έγιναν από αυτούς του δύο «πνεύμονες» της εγκατάστασης, που ρύθμιζαν την πίεση του αέρα και απέτρεπαν τις διαρροές. Άλλον έναν πραγματικά αξιοθαύμαστο άθλο της μηχανικής…
H Jane Poynter, ένα από τα μέλη της πρώτης αποστολής που παντρεύτηκε τελικά έναν συνάδελφό της Biospherian (Taber MacCallum), έγραψε ένα σχετικό βιβλίο για τις περιπέτειές της στον θόλο, που παραμένει η καλύτερη και πιο λεπτομερής περιγραφή της γέννησης, της κατασκευής, των σκοπών και των προβλημάτων του Biosphere 2.
Είναι όμως και μια κραυγή διαμαρτυρίας για την πληθώρα των ανθρώπινων λαθών και των επιστημονικών αμφισβητήσεων και αντιπαραθέσεων που στοίχειωσαν τη φήμη του Biosphere 2. Μια φήμη που περιλαμβάνει σαμποτάζ, ομοσπονδιακούς πράκτορες (μιας και ήταν ιδιωτικό εργαστήριο), ακόμα και τον Steve Bannon, υπεύθυνο στρατηγικού σχεδιασμού του Λευκού Οίκου της εποχής!
Τι έμεινε όμως από όλα αυτά; Εξαιρουμένων λίγων κατασκευαστικών και σχεδιαστικών λαθών, μας λέει η Poynter, το Biosphere 2 απέδειξε περίτρανα πως ο άνθρωπος θα μπορούσε να επιβιώσει για χρόνια χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια, όσο αφιλόξενο κι αν είναι το περιβάλλον του.
Όπως επιμένει όμως ο Adams, οφείλουμε να κατανοήσουμε πρώτα τα γήινα συστήματα και οικοσυστήματα. Κάτι «που δεν έχουμε ακόμα καταλάβει». Και το Biosphere 2 ήταν η πιο φιλόδοξη και ολοκληρωμένη ίσως προσπάθεια που κάναμε ποτέ. Ή καλύτερα, που έκανε ένας ιδιώτης με όραμα…