Μεταξύ των ενεργειών του Πάπα Παύλου Β̓ ήταν και το συνοικέσιο της κόρης του Θωμά Παλαιολόγου Ζωής με τον ηγεμόνα της Μόσχας Ιβάν Γ̓

Από τον Νίκο Παπουτσόπουλο

Ο μαγευτικός ερειπιώνας του Μυστρά, του Μικρού Βυζαντίου, στο βάθος της χλοερής κοιλάδας του Ευρώτα, αφηγείται την ιστορία του μέσα από τα Κάστρα και τους Προμαχώνες, τις Πύλες και τα καμαροσκέπαστα Διαβατικά, τα Ανάκτορα και τα Αρχοντικά, αλλά κυρίως μέσα από τους περίτεχνους ναούς που υψώνονται επιβλητικοί, μαρτυρούν την αίγλη και το κλέος των τελευταίων αιώνων της «Θεοσώστου Αυτοκρατορίας της Ανατολής», «της ακροπόλεως της οικουμένης» -όπως τη χαρακτηρίζει ο αυτοκράτορας και ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων Μιχαήλ Η΄- και κοσμούν «το τρίτον κι ομορφότερον, του Μυζηθρά το κάστρον».
«Οταν είδα στην Αθήνα την Ακρόπολη, είπα ότι είναι αδύνατον να ιδώ στη ζωή μου κάτι άλλο που θα μπορούσε να τη συναγωνισθεί» γράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. «Οταν αντίκρισα τον Μυστρά, είπα ότι είχα άδικο. Είναι, ως σύνολο, ένα σύμπλεγμα κτισμάτων που σε κάνει να αισθάνεσαι θαυμασμό, που δεν μπορώ να πω πως είναι κατώτερος από το θαυμασμό που εμπνέει η Ακρόπολη. Οι εκκλησιές του Μυστρά σε καλούν να μπεις μέσα, ενώ ο Παρθενών σού επιβάλλει να σταθείς απέξω. Ο,τι ένιωσε η ψυχή μέσ’ στους μικρούς ναούς του Μυστρά δεν το ‘νιωσε μέσ’ στους μεγάλους και θαυμαστούς».
Ο Μυστράς άνθησε όταν η Βασιλεύουσα καταλεηλατήθηκε από τους Λατίνους της Τετάρτης Σταυροφορίας και στα αμέσως επόμενα έτη, όταν η κυριαρχία των Φράγκων είχε εξασθενήσει και οι κατακτητές εκχώρησαν την περιοχή στους Ελληνες του Βυζαντίου.

«Τον καιρό που δούλευα στον Μυστρά», σημειώνει ο Φώτης Κόντογλου, «τύχαινε πολλές φορές ν’ απομείνω μοναχός στην Περίβλεπτο. Τ’ απόγευμα η εκκλησία σκοτείνιαζε κι αγρίευε. Από πάνου από τη σκαλωσιά άκουγα πατήματα. ‟“Κανένα φάντασμα θα περπατά” συλλογιζόμουνα και γύριζα το κεφάλι μου πάντα κατά το μέρος που στεκόντανε ζουγραφισμένοι οι στρατιώτες κι οι πολεμάρχοι. Στεκόντανε στη σειρά ένα γύρο, λίγο ψηλότερα από το χώμα, οι περισσότεροι με βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στο στήθος, πολλοί απ’ αυτούς κομματιασμένοι από τις σπαθιές. Σε πολλά κεφάλια είχε απομείνει γερό ένα μάτι μοναχά, μα κείνο το μάτι έβλεπε σα δέκα ζωντανά. Μνήσθητί μου, Κύριε! Χρόνια πέρασα μέσα σε κείνη την εκκλησιά, και μ’ όλα ταύτα ανατρίχιαζα, σύγκρυο με διαπερνούσε. Κείνοι οι χορταριασμένοι τοίχοι ήταν ζωντανοί, καρδιές χτυπούσανε, νεύρα τανυζόντανε, σπαθιά, σαγίτες, ταρκάσια, σκουτάρια τρίζανε απάνου στα κορμιά. Ετούτοι είναι οι τελευταίοι στρατιώτες του Παλαιολόγου, τότες που ήρτανε και πιάσανε για μετερίζι της απελπισίας το φημισμένο βουνό του Ταϋγέτου, σιμά στην αρχαία Σπάρτη. Ανεμοδαρμένοι απάνου στο βράχο, μαραζωμένοι, τα μάτια τους μελανιασμένα και λαμπερά από τη θέρμη, από την αγρύπνια και την αγωνία. Δεν είναι στρατιώτες βαρειοί, με κορμιά δυνατά. Τα χέρια και τα ποδάρια τους είναι κοκκαλιασμένα, τα κορμιά λιγνά, περπατάνε αλαφριά, πολεμιστές ενός βασιλείου που δεν είναι τούτου του κόσμου. Σαν τον αφέντη τους τον Κωνσταντίνο, ξέρουνε το κακό το ριζικό τους».

Ο Δημήτριος Παλαιολόγος διαδέχθηκε στη διοίκηση του Δεσποτάτου τον αδελφό του Κωνσταντίνο στα 1449, όταν εκείνος, αυτοκράτορας πλέον, αναχώρησε για το τελευταίο του ταξίδι στη Βασιλεύουσα. Μετά την Αλωση, επειδή η Δύση ευνοούσε και, με κάθε μέσον, ενίσχυε την αναρχία και τις ταραχές στην Πελοπόννησο, ο Μωάμεθ Β΄ συγκέντρωσε μεγάλο στρατό και στις 29 Μαΐου 1460 στρατοπεύδευσε έξω από τα τείχη της πόλης του Μυστρά. Ο δεσπότης Δημήτριος Παλαιολόγος χωρίς αντίσταση παρέδωσε την πόλη και προσκολλήθηκε στην Αυλή του σουλτάνου, ενώ ο αδελφός του Θωμάς, ο νεότερος από τα έξι τέκνα του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ και της Ελένης Δραγάτση, ο οποίος, αφού ματαίως ανέμενε βοήθεια από φιλικές δυνάμεις της Δύσης, κατέφυγε στην Ιταλία. Τη μικρότερη θυγατέρα του Θωμά, Ζωή, η οποία σύμφωνα με παράδοση είχε βαπτισθεί στον Μυστρά, ανέλαβε μετά τον πρόωρο θάνατο των γονέων της ο καρδινάλιος Βησσαρίων (ο Ελλην, 1403-1472), από τις κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής, που δώρισε στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη σπάνια χειρόγραφα και πολύτιμους κώδικες με την προϋπόθεση να αποδοθούν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό. Ο Βησσαρίων, στενός συνεργάτης των Παπών, μερίμνησε ώστε τα τέκνα του Θωμά να ασπασθούν τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προκειμένου να διατηρούν προνόμια και απολαβές εκ μέρους της παπικής αυλής.

Μεταξύ των ενεργειών του Πάπα Παύλου Β΄, προκειμένου να προσεταιρισθεί τους ορθόδοξους Ρώσους στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ήταν και το συνοικέσιο της κόρης του Θωμά Παλαιολόγου Ζωής με τον ηγεμόνα της Μόσχας Ιβάν Γ΄.
Η Ζωή αναχώρησε για το μακρύ ταξίδι και, μόλις έφθασε στη Ρωσία, διακήρυξε ότι επανέρχεται στην ορθόδοξη πίστη, έλαβε το όνομα Σοφία, με το οποίο ετέλεσε τους γάμους της με τον Ρώσο πρίγκιπα τον Νοέμβριο του 1472. Ο Ιβάν, αμέσως μετά τους γάμους, δήλωσε επίσημα ότι είναι ο νόμιμος κληρονόμος των δικαιωμάτων επί του βυζαντινού θρόνου, τα οποία ήταν περιζήτητα στην Ευρώπη μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, υιοθέτησε τον δικέφαλο αετό, θυρεό των Παλαιολόγων και έμβλημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και ανακήρυξε τη Μόσχα σε Τρίτη Ρώμη, αφού οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει τη Δεύτερη, την Κωνσταντινούπολη. Διακήρυξε επίσης ότι τα πρωτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα πρέπει να περιέλθουν στην Αρχιεπισκοπή της Μόσχας έως ότου απελευθερωθούν η Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το καθεστώς της ομηρίας και υποτέλειας. Με την προτροπή της Σοφίας υιοθέτησε τον τίτλο του καίσαρα («τσαρ» στη ρωσική), όπως ακριβώς συνήθιζαν να ανακηρύσσουν τα άρρενα τέκνα των αυτοκρατόρων στο Βυζάντιο.

Τη Ζωή-Σοφία Παλαιολογίνα ακολούθησαν στη Ρωσία αρκετοί άρχοντες και αξιωματούχοι της άλλοτε κραταιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, οι οποίοι ανέλαβαν υψηλά αξιώματα στη διοίκηση του ρωσικού κράτους, εισήγαγαν στη ρωσική αυλή το πλούσιο και επιβλητικό βυζαντινό τυπικό, πολλές καίριες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, στη διοίκηση, στη νομοθεσία, και δημιούργησαν μια πρότυπη μυστική υπηρεσία, όμοια με εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Παρακίνησαν τον Ιβάν να αποτινάξει τον ταταρικό ζυγό από τη χώρα, να περιορίσει τις εξουσίες των Βογιάρων και να συνενώσει όλες τις περιοχές, τα δουκάτα και τα κρατίδια κάτω από το σκήπτρο του. Με αυτές τις πρωτοβουλίες και τις ενέργειες ο Ιβάν ήταν ο πρώτος στον οποίο απένειμαν τον τίτλο του τσάρου Πασών των Ρωσιών.

Το 1441 ο Ιωάννης Β΄, βασιλεύς του φραγκικού βασιλείου της Κύπρου, τέλεσε τους γάμους του με την Ελένη, τη θυγατέρα του δεσπότου του Μορέως Θεοδώρου Β΄ Παλαιολόγου και της Κλεόπα Μαλατέστα (τη «μόνη πριγκίπισσα που είχε γεννηθεί στον Μυστρά», όπως αναφέρει ο Steven Runciman). Στην περίοδο της δεσποτείας του πατέρα της, ο Μυστράς γνώρισε μεγάλη πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη, καθώς φαίνεται πως ο Θεόδωρος Β΄ είχε προσελκύσει και ενισχύσει ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, και τότε εγκαθίσταται στον Μυστρά, «σε μία πόλη που ήταν κοντά σε ένα από τα κύρια ιστορικά κέντρα της αρχαίας Ελλάδας», ο Γεώργιος Γεμιστός: «Ζούσε την εποχή εκείνη στο Μοριά», γράφει ο Χρήστος Ζαλοκώστας, «ο Γεώργιος Γεμιστός, ο λεγόμενος Πλήθων, γιος πρωτονοτάριου των Πατριαρχείων, πλατωνικός θεοσοφιστής, που ίδρυσε την τελευταία Φιλοσοφική Σχολή στην Ελλάδα. Δίδασκε σε μια σπηλιά έξω από τον Μυστρά, που την είχε στολίσει με αρχαία αγάλματα και βωμούς. Οι χωριάτες τόνε θεωρούσαν μάγο. Η φήμη του είχε ξεπεράσει την Πελοπόννησο, έρχονταν κοντά του ακροατές απ’ όλο τον κόσμο, να ακούσουν αυτή τη δόξα του Μυστρά να εξηγεί τον λησμονημένο Πλάτωνα και τον σωστό Αριστοτέλη. Οι σχολαστικοί της Δύσης είχαν παραμορφώσει τα λόγια του Αριστοτέλη, για να τον προσαρμόσουν στα καλούπια της Καθολικής Εκκλησίας, να τον κάνουν να βεβαιώνει, τάχα, πως είναι το ίδιο πράμα Θεολογία και Φιλοσοφία, πως είναι το ίδιο Γνώση και Πίστη».

Μεταξύ των επιφανών μαθητών του Πλήθωνος στον Μυστρά αναφέρονται ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, που έζησε στην αυλή του δεσπότου του Μυστρά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και ο οποίος μετά την Αλωση κατέφυγε στην Ιταλία, ο Ισίδωρος (από τη Μονεμβασία,1385-1463), επίσης μητροπολίτης Μονεμβασίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κιέβου, που αγωνίσθηκε να πείσει τον Πάπα Κάλλιστο Γ΄ (1455/1458) να επιτρέψει την ίδρυση ναού για τις ανάγκες των Ελλήνων της Βενετίας, ο Βησσαρίων (ή Βασίλειος, ο Τραπεζούντιος, 1402-1472), μητροπολίτης Νικαίας και μετέπειτα καρδινάλιος της Εκκλησίας της Ρώμης. Ο Βησσαρίων μυήθηκε από τον Πλήθωνα στην πλατωνική φιλοσοφία και ανήκει στη χορεία των πλέον σημαντικών εκπροσώπων του ουμανισμού, κατά την περίοδο μετάβασης της Δύσης από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση.

Ηδη από την περίοδο της παραμονής του στον Μυστρά είχε έγκαιρα αντιληφθεί την κρισιμότητα της θέσης του ελεύθερου ελληνικού κόσμου, που είχε περιορισθεί σε μια πολύ μικρή επικράτεια, και είχε εκφράσει την αναγκαιότητα προσέγγισης με τη Δύση.
Είχε συνδεθεί με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον «κράτιστον Δέσποτα», όπως τον αποκαλούσε στο «Υπόμνημα» που είχε στείλει από τη Ρώμη, στο οποίο είναι κατάδηλη η αφοσίωση του Ελληνα λογίου στους αγώνες και στις προσπάθειες για τη σωτηρία του Γένους («ω μόνος των θηρίων άνθρωπος διαφέρει και των βαρβάρων Ελληνες διακρίνονται») και του Μικρού Βυζαντίου, του τελευταίου προπυργίου της Ανατολικής Αυτοκρατορίας («και γαρ άνευ μεν φυλάκων ουδέν αν ποτέ δυνηθείες μόνα τα τείχη, φύλακες δε άνευ παρακειμένης πόλεώς τε και πολιτείας ούτ’ αν ικανοί, ούτ’ αν μόνιμοί τε και βέβαιοι είεν»).

«Το 1465, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλήθωνα, ένας βενετικός στρατός υπό τις διαταγές του καλλιεργημένου κοντοτιέρου, του Σιγισμούνδου Πανδόλφου Μαλατέστα του Ρίμινι, εισέβαλε στο Μυστρά. Και όταν ο Μαλατέστα αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, πήρε μαζί του το σώμα του περίφημου λογίου από τον απλό τάφο όπου βρισκόταν και το τοποθέτησε σε έναν μεγαλοπρεπή τάφο στο Ρίμινι. Εκεί, μια επιγραφή αποδίδει τιμή ‟“στον μεγαλύτερο φιλόσοφο του καιρού του”. Το λαμπρό φως του Μυστρά, όπου αυτός είχε λάμψει κατά τρόπο εξαίσιο, από εκείνη τη στιγμή έσβησε. Ηταν σωστό τα οστά του να αναπαύονται στην Ιταλία, τη χώρα την οποία είχε βοηθήσει να φέρει την Αναγέννηση» αναφέρει ο Steven Runciman.

 

Πηγή: http://www.dimokratianews.gr