Την περασμένη εβδομάδα επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ ανακοίνωσαν ότι οι γυναίκες που εργάζονται νύχτα ή σε κυλιόμενες βάρδιες έχουν αυξημένη πιθανότητα να εκδηλώσουν προβλήματα υπογονιμότητας.
Η έρευνά τους, που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα σε όλο τον κόσμο, έδειξε ότι οι γυναίκες με ακανόνιστο ωράριο εργασίας παράγουν λιγότερα ώριμα ωάρια συγκριτικά με όσες εργάζονται με σταθερό ωράριο την ημέρα, με τη διαφορά να είναι κατά μέσο όρο δύο ωάρια σε κάθε κύκλο ωορρηξίας με τη βοήθεια φαρμάκων.
Η διαφορά αυτή αποδόθηκε από τους ερευνητές στη διαταραχή των κιρκάδιων ρυθμών (βιολογικό ρολόι) λόγω της εργασίας σε ακατάλληλες ώρες.
Τα ευρήματα αυτά «δεν σημαίνουν ότι η δουλειά τη νύχτα είναι αιτία της υπογονιμότητας, αλλά ότι ίσως αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωσή της» ξεκαθαρίζει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος δρ Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), ένα στα επτά ζευγάρια αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας, αλλά στο 10% των περιπτώσεων οι διαγνωστικές εξετάσεις έχουν φυσιολογικά αποτελέσματα ενώ σε πολύ περισσότερα αποκαλύπτουν μικρές μόνο εκτροπές από το φυσιολογικό που δεν επαρκούν για να θεωρηθούν αιτία του προβλήματος.
Έτσι, περισσότερα από ένα στα πέντε ζευγάρια θεωρείται ότι αντιμετωπίζουν ανεξήγητη υπογονιμότητα που μπορεί να συνδέεται με διάφορους παράγοντες κινδύνου, τους οποίους προσπαθούν να εντοπίσουν οι επιστήμονες πραγματοποιώντας ασταμάτητα έρευνες.
Ποιοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί οι παράγοντες; Τα έως τώρα στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί να είναι πολλοί και διαφορετικοί, και μερικές φορές εξαιρετικά ασυνήθιστοι. Ο δρ Βασιλόπουλος παρουσιάζει μερικούς από τους πιο χαρακτηριστικούς και τι έχει δείξει η ιατρική έρευνα γι’ αυτούς:
1. Άρση μεγάλου βάρους. Η ίδια έρευνα του Χάρβαρντ έδειξε ότι και οι γυναίκες οι οποίες σηκώνουν βάρος στη διάρκεια της εργασίας τους, όπως συμβαίνει με τις νοσηλεύτριες, παράγουν κατά 14% μειωμένο αριθμό ωαρίων.
Αντίστοιχα, το 2015 μία άλλη μελέτη είχε δείξει ότι οι νοσηλεύτριες που σήκωναν βάρος πάνω από 15 φορές την ημέρα είχαν 34% μεγαλύτερη συχνότητα ακανόνιστων έμμηνων κύκλων και χρειάζονταν κατά μέσο όρο 43% περισσότερο χρόνο για να μείνουν έγκυες, συγκριτικά με όσες δεν σήκωναν ποτέ βάρος στη δουλειά τους.
Ως φαίνεται η άρση βάρους ασκεί μεγάλες πιέσεις στο σώμα, οι οποίες με κάποιο τρόπο διαταράσσουν την ορμονική ισορροπία του οργανισμού και έτσι την έμμηνο ρύση και την αναπαραγωγική ικανότητα.
2. Έντονο στρες. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Λούισβιλ, στο Κεντάκι, δημοσίευσαν πέρυσι στο περιοδικό Annals of Epidemiology μελέτη σε 400 σεξουαλικά ενεργές γυναίκες ηλικίας κάτω των 40 ετών, που έδειξε ότι όσες είχαν έντονο στρες κατά τις μέρες της ωορρηξίας είχαν 40% λιγότερες πιθανότητες να συλλάβουν, συγκριτικά με τις πιο ήρεμες συνομήλικές τους.
Στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει προγενέστερη μελέτη (του 2014) που είχε δείξει ότι τα αυξημένα επίπεδα στρες διπλασιάζουν τις πιθανότητες που έχει μία γυναίκα να είναι υπογόνιμη. Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν την ανάγκη να ενθαρρύνονται οι μέλλουσες μητέρες να θέτουν υπό έλεγχο το στρες τους.
3. Πολλά τεχνητά γλυκαντικά και ζάχαρη. Πριν από λίγους μήνες δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Fertility and Sterility μελέτη με 524 γυναίκες οι οποίες υποβάλλονταν σε εξωσωματική. Η μελέτη συσχέτισε αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων με την κατανάλωση αναψυκτικών (κανονικών ή λάιτ), ενώ ειδικά η κατανάλωση λάιτ αναψυκτικών συνδέθηκε με φτωχή ποιότητα των παραγόμενων εμβρύων και με χαμηλά ποσοστά επιτυχούς εμφύτευσης στη μήτρα και εγκυμοσύνης.
Αντίστοιχα, η κατανάλωση καφέ με ζάχαρη ή με τεχνητά γλυκαντικά συσχετίσθηκε αρνητικά με την ποιότητα των ωαρίων, ενώ ειδικά ο καφές με τεχνητά γλυκαντικά συσχετίσθηκε αρνητικά και με την ποιότητα των εμβρύων, τα ποσοστά επιτυχούς εμφύτευσης στη μήτρα και τις πιθανότητες εγκυμοσύνης.
Τα ευρήματα αυτά πρακτικά σημαίνουν ότι τα πολλά γλυκαντικά και η ζάχαρη μπορεί να πλήττουν τη γονιμότητα, έγραψαν οι ερευνητές στο άρθρο τους.
4. Ανθυγιεινά λιπαρά. Επιστήμονες από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ δημοσίευσαν το 2015 στην επιθεώρηση Fertility and Sterility μελέτη σε 141 ζευγάρια που υποβάλλονταν σε εξωσωματική, η οποία έδειξε ότι τα ποσοστά επιτυχούς γονιμοποίησης ήταν χαμηλότερα στους άνδρες που κατανάλωναν πολλά trans λιπαρά από τρόφιμα όπως έτοιμα κέικ, μπισκότα και πρόχειρα φαγητά.
Έτσι, οι άνδρες που τρέφονταν υγιεινά είχαν 83% πιθανότητες να αφήσουν τη σύντροφό τους έγκυο αλλά όσοι έτρωγαν τα περισσότερα trans λιπαρά μόνο 47%.
5. Πολύ αλκοόλ. Πέρυσι τον Αύγουστο, επιστήμονες από τη Δανία δημοσίευσαν στην επιθεώρηση BMJ μελέτη με 6.120 γυναίκες ηλικίας 21-45 ετών, που έδειξε πως όσες πίνουν πάνω από δύο ποτά την ημέρα έχουν 18% λιγότερες πιθανότητες να μείνουν έγκυες.
6. Πυώδης αμυγδαλίτιδα και σκωληκοειδίτιδα. Μελέτη σε περισσότερες από μισό εκατομμύριο γυναίκες που δημοσιεύθηκε πέρυσι τον Αύγουστο στο περιοδικό Fertility and Sterility, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χειρουργική αφαίρεση των αμυγδαλών και της σκωληκοειδούς απόφυσης σε νεαρή ηλικία μπορεί να βελτιώνει τη γονιμότητα.
Η μελέτη έδειξε ότι οι γυναίκες που είχαν κάνει σκωληκοειδεκτομή είχαν 34% μεγαλύτερη πιθανότητα εγκυμοσύνης, απ’ ό,τι όσες δεν είχαν χειρουργηθεί καθόλου.
Αντίστοιχα, όσες είχαν κάνει αμυγδαλεκτομή επειδή είχαν συχνά πυώδη αμυγδαλίτιδα, είχαν 49% μεγαλύτερη πιθανότητα εγκυμοσύνης, και όσες είχαν κάνει και τις δύο επεμβάσεις είχαν 43% μεγαλύτερη πιθανότητα να μείνουν έγκυοι.
Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Dundee και το University College London πιστεύουν ότι η αφαίρεση των οργάνων που μπορεί να αποτελούν εστίες χρόνιας φλεγμονής, ίσως ωφελεί μακροπρόθεσμα τη γονιμότητα.
7. Ατμοσφαιρική ρύπανση. Έρευνα σε περισσότερες από 36.000 γυναίκες που δημοσιεύθηκε το 2016 στην επιθεώρηση Human Reproduction κατέληξε στο συμπέρασμα πως όσες ζούσαν σε απόσταση 200 μέτρων από μεγάλες λεωφόρους είχαν 11% μεγαλύτερη πιθανότητα να πάσχουν από υπογονιμότητα, συγκριτικά με όσες ζούσαν μακριά από κεντρικές οδικές αρτηρίες.
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, έδειξε ακόμα ότι η ρύπανση αύξανε 21% την πιθανότητα δευτερογενούς υπογονιμότητας (είναι η δυσκολία μιας γυναίκας να μείνει έγκυος μετά την απόκτηση τουλάχιστον ενός παιδιού).
8. Λάθος σωματικό βάρος. Επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι η παχυσαρκία ευθύνεται για το 6% των κρουσμάτων πρωτοπαθούς υπογονιμότητας και το παθολογικά χαμηλό σωματικό βάρος για άλλο ένα 6%, σύμφωνα με την ASRM.
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι περισσότερο από το 70% των γυναικών με υπογονιμότητα εξαιτίας παθολογικού σωματικού βάρους, συλλαμβάνουν αυτόματα όταν αυτό επανέλθει στα φυσιολογικά όρια με ένα πρόγραμμα αδυνατίσματος ή αύξησης του σωματικού βάρους, ανάλογα με την περίσταση.
Επιπρόσθετα, όταν το σωματικό βάρος της γυναίκας είναι χαμηλότερο από το 95% του ιδανικού γι’ αυτήν ή υψηλότερο από το 120%, τότε η πρώτη θεραπευτική σύσταση για την υπογονιμότητα πρέπει να είναι η διόρθωσή του, τονίζει η ASRM.
«Η αιτία της υπογονιμότητας είναι πολυπαραγωγική και φαίνεται πλέον ότι το περιβάλλον, η διατροφή, το στρες και ο γενικότερος τρόπος ζωής επηρεάζουν σε σημαντικότερο βαθμό απ’ όσο επί χρόνια πίστευε η Ιατρική της Αναπαραγωγής», τονίζει ο δρ Βασιλόπουλος.
Και προσθέτει: «Η αλλαγή του τρόπου ζωής και μια ολιστική προσέγγιση (διατροφογενωμική με χρήση βιοτροφίμων, εναλλακτικές θεραπείεςμε σκοπό τη μείωση του άγχους) σε συνδυασμό πάντα με τη σωστή διερεύνηση και θεραπευτική προσέγγιση του ζευγαριού, δίνει στην πλειονότητα των ζευγαριών το επιθυμητό αποτέλεσμα, τη γέννηση ενός υγιούς παιδιού» .