«Οι τουρίστες δεν γνωρίζουν πού βρίσκονται και οι ταξιδευτές δεν γνωρίζουν πού πηγαίνουν»
Paul Theroux
Από τα πανάρχαια χρόνια το ταξίδι ήταν μια διαδικασία αυτογνωσίας μέσα από έναν ανοιχτό ορίζοντα γνώσης. Η έλξη της περιπέτειας, της ανακάλυψης, ο νόστος, η χαρά της επιστροφής ήταν έννοιες φορτισμένες με έντονο συμβολισμό και αντιστοιχούσαν σε ουσιαστικές βαθιές ανθρώπινες ανάγκες. Μόνο που τότε ο άνθρωπος ήξερε όσα μπορούσε να διατηρήσει στη μνήμη του, ενώ σήμερα καταφεύγει στα απέραντα αποθέματα αποθηκευμένης μνήμης. Το ταξίδι έχει γίνει εμπορικό προϊόν σε πακέτα και το πάθος της αναζήτησης έχει συρρικνωθεί. Σταδιακά αυτό το ασύγκριτο αγαθό εξελίχθηκε σε μια οργανωμένη επιχείρηση.
Θεωρούσα ανέκαθεν τον εαυτό μου ταξιδιώτη και όχι τουρίστα. Με την έννοια ότι ο ταξιδιώτης παρατηρεί εκείνο που υπάρχει μπροστά του, ενώ ο τουρίστας εκείνο που έχει έρθει να δει. Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως τα τελευταία είκοσι χρόνια ήμουν με μια βαλίτσα στο ένα χέρι και το laptop στο άλλο. Από ΗΠΑ, Καναδά και Τζαμάικα, ως Αυστραλία, Μαυρίκιο και Ισραήλ γύρισα τον μισό πλανήτη.
Αναρωτιέμαι γιατί. Πάντως όχι για να χαρώ «αποδράσεις». Η απόδραση είναι μια χιλιοχρησιμοποιημένη λέξη, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί «κολλάει» σαν γραμματόσημο όποτε μιλάμε για ταξίδι. Λες κι ο τόπος που ζούμε είναι μια εκούσια φυλακή από την οποία οφείλουμε να το σκάσουμε για να ξαναγυρίσουμε σιδηροδέσμιοι μετά από τις περιπλανήσεις μας. Tο πραγματικό ταξίδι δεν στοχεύει σε καμία περίπτωση στη διαφυγή από την καθημερινότητα.
Ανέκαθεν το ταξίδι ήταν μια μένα αμφίδρομη διαδικασία. Από τη μια υπήρχε η χαρά της εξερεύνησης κι από την άλλη η μαγεία της διαρκούς επιστροφής. Μια αφορμή να «μαζέψω» νέες εικόνες που θα τις μεταφέρω οίκαδε για να τις επεξεργαστώ και μέσα από αυτές να βρω, εδώ, στον τόπο μου, το ποιος είμαι. Κατέληξα ότι τελικά ταξιδεύουμε για να ψάξουμε αυτό που μας λείπει, εκείνο που έχουμε ανάγκη και γυρνάμε πίσω για να το βρούμε.
Είναι αλήθεια πως το ταξίδι δεν αρχίζει από τη στιγμή που ξεκινάμε και δεν τελειώνει όταν φτάνουμε στο τέρμα. Αρχίζει από το όνειρο, το παραμύθι, από τη στιγμή που χαράζουμε πορεία, από τότε που αρχίζει και η αναμονή, και δεν τελειώνει όσο ξεδιπλώνουμε την ταινία της μνήμης μας και μεταφερόμαστε αδιάκοπα εκεί. «Η χαρά τού να ταξιδεύεις βρίσκεται περισσότερο στην αναπόληση και λιγότερο στο παρόν, στη στιγμή που ταξιδεύεις» λέει ο Γ. Κ. Χάιζμανς.
Οπως όλοι οι ταξιδιώτες, «Είδα περισσότερα απ’ όσα θυμάμαι, και θυμάμαι περισσότερα από όσα έχω δει». Εκείνα που μου έμειναν είναι κάποιες θρυμματισμένες εικόνες αξιοθέατων, κάποιες γεύσεις, κάποιοι άνθρωποι. Αυτή η απερίγραπτη αύρα, το ανείπωτο, το άρρητο που αναδύεται από το «ξένο». Το «ταξιδεύειν» όπως και το ταλέντο είναι εγγενή, δεν κατασκευάζονται. Υπάρχουν χιλιάδες μικρά πράγματα – αόρατα τα περισσότερα – που το προσδιορίζουν και πολύ λίγα από αυτά είναι καθορισμένα από τη θέλησή μας. Ισως κάποιοι από εμάς διαθέτουν κάποιο «ταξιδιωτικό» γονίδιο, που κάποτε – ελπίζω ποτέ – θα αποκωδικοποιηθεί, μαζί με όλα τα θαυμαστά και ανατριχιαστικά που μας περιμένουν στο βιοτεχνολογικό μας μέλλον.
Σίγουρα ισχύει εκείνο που έχει πει ο Αγιος Αυγουστίνος, ότι ο κόσμος είναι ένα βιβλίο κι εκείνος που δεν ταξιδεύει έχει διαβάσει μόνο μία σελίδα. Εξάλλου και η λογοτεχνία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μεγάλος ταξιδιωτικός οδηγός από εικόνες. Επειτα, όλα τα ταξίδια έχουν μυστικούς προορισμούς που ο ταξιδιώτης μόνο με το ένστικτο της παρατήρησης φτάνει, όπως ακριβώς ο παντογνώστης αφηγητής με το ένστικτο της φαντασίας. Ομως το να είσαι παντού είναι σαν να είσαι και πουθενά. Οι άνθρωποι δεν πάνε ταξίδια, τα ταξίδια πάνε τους ανθρώπους. Και η ζωή στη Γη μπορεί να είναι ακριβή, αλλά περιλαμβάνει δωρεάν ταξίδι γύρω από τον Ηλιο, όπως ισχυρίζεται κάποιος που κράτησε σοφά την ανωνυμία του.
Φυσικά είμαι βέβαιος ότι τα ταξίδια μου θα συνεχιστούν. Το σαράκι υπάρχει. Τελικά ίσως είναι πιο απλό. Ταξιδεύω για τη χαρά του ταξιδιού. Για την κίνηση. Αλλωστε η τάση της ύλης του κόσμου, από τα αιμοσφαίρια μέχρι τους πλανήτες, είναι η περιφορά, η αέναη περιπλάνηση γύρω από ένα κέντρο. Ετσι και του πνεύματος. Μερικές φορές έχει πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις και την ίδια σου την πατρίδα, την πόλη και τη γειτονιά ακόμη σαν μια ξένη χώρα. Το βλέμμα αλλάζει, ξεβολεύεται, οι πόροι της φαντασίας ανοίγουν κι έτσι, όπως λέει και η Εμιλι Ντίκινσον (another way to see) σε παρασύρει στην επικράτεια μιας άλλης αντίληψης του οράν.
Ενα ταξίδι εκατοντάδων χιλιάδων χιλιομέτρων αρχίζει από ένα και μοναδικό βήμα. Το ζήτημα είναι να σε κυριεύει το πάθος της αναζήτησης. Σήμερα όμως, στην εποχή των αλγορίθμων και της εξειδίκευσης, η εμπορευματοποίηση του ταξιδιού έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις με την επιθετικότητα του βιομηχανοποιημένου τουρισμού. Αλλο ταξιδιώτης φυσικά και άλλο η σύγχρονη μαζικοποιημένη μορφή του: ο τουρίστας. Ο μαζικός τουρισμός έχει κατακλύσει την υφήλιο. Ο ταξιδιώτης έχει πια γίνει είδος προς εξαφάνιση. Ο τουρίστας επικράτησε κατά κράτος. Οι υπολογιστές μας κατακλύζονται με μηνύματα πακέτων προσφορών. Πλήθος πλατφόρμες διαλέγουν πριν από εμάς για εμάς.
Μια τεράστια επιχείρηση «αποδράσεων» με τους αλγόριθμους να χορεύουν τριγύρω μας και σε κάθε φιλότεχνη διαδικτυακή επίσκεψη, π.χ. στο Πράδο για να δεις έναν Γκόγια, σου προσφέρονται αμέσως πακέτα για τριήμερο στη Μαδρίτη.
Φιλότιμες οι προσπάθειες να αναχαιτιστεί αυτή η αποστειρωμένη βιομηχανία και να προταχθούν η πολιτιστική μας κληρονομιά και η επαφή με τους κατοίκους και τον φυσικό μας πλούτο, στοιχεία που βοηθούν στην ανεκτικότητα του διαφορετικού με τα διάφορα είδη εναλλακτικού τουρισμού τα οποία συμβάλλουν στην αξιοποίηση της πολιτιστικής κληροδοσίας και στην περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη.
Και πάλι όμως πακέτα, ορθολογιστικές κατατμήσεις, στοχοποιημενες αποστολές. Η αγορά της εμπειρίας στο ευρύτερο πλαίσιο του πεδίου συνυπολογίζει το οικονομικό μαζί με το ανθρώπινο, το κοινωνικό και το πνευματικό κεφάλαιο. Ρεαλιστικό μεν, αλλά πού βρίσκονται σε όλα αυτά η χαρά και η έξαρση του ατόφιου ταξιδιού;
Σε μια εποχή όπου η κάθε εμπειρία, από το βίωμα μιας περιπέτειας μέχρι την εύρεση ερωτικού συντρόφου, περνάει μέσα από τις υπηρεσίες της τεχνολογίας, ο ελεύθερος χρόνος αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως ο χρόνος εργασίας: ωφελιμιστικά. Στο μέλλον κάθε μεγάλη πρωτεύουσα θα μετατραπεί σε ένα θεματικό πάρκο για τους τουρίστες, οι οποίοι θα καταβροχθίζουν ανελέητα τα αξιοθέατα ξοδεύοντας για την απόλαυσή τους, ώστε να μειώνεται η ανεργία και να μπορούν οι κάτοικοι της χώρας να ζουν με κάποια αξιοπρέπεια στα περιφερειακά οικιστικά κέντρα που θα συνδέονται με ταχύτατους συγκοινωνιακούς άξονες με τη ζώνη γραφείων της πόλης. Αυτό το τρίπτυχο θα ορίζεται ως σύγχρονη πόλη, μια πόλη-υπηρεσία, μια πόλη-πρότζεκτ. Την ίδια στιγμή τα υπαίθρια και εξωτικά μέρη θα αναπτυχθούν αυτόνομα, προσφέροντας όλες αυτές τις περιπέτειες που βλέπουμε στα ριάλιτι. Ο άνθρωπος δεν θα μπορεί να χαθεί πουθενά, ούτε στην άλλη άκρη του κόσμου.
Γι’ αυτό λοιπόν ο χάρτης του κόσμου μόνο στο πνεύμα και την ψυχή του ταξιδιώτη γίνεται να απλωθεί πλατιά σε Ανατολή και Δύση. Ο ταξιδιώτης μόνο, ελεύθερος, με δική του πυξίδα ρίχνεται στην περιπέτεια της αναζήτησης της ιστορίας του, γοητεύεται από την επαφή με το άγνωστο, ενθουσιάζεται με τον πλούτο άλλων δρόμων, άλλων ουρανών, άλλων ανθρώπων, διψάει να τους ερμηνεύσει βαθύτερα και γι’ αυτό φεύγει με ένα αίσθημα πληρότητας αλλά ίσως και απώλειας και λύπης. Τελικά «ένας ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να αφηγηθεί και να μαστορέψει τις περιπέτειές του όπως του αρέσει, και δεν είναι καθόλου ευγενικό να του αρνείσθε τον σεβασμό και τα χειροκροτήματα που του αξίζουν» (Ρούντολφ Ράσπε).
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.