Έχει ιστορία αιώνων και η αλληλογραφία φτάνει ακόμα με μουλάρια
Σχεδόν 5,5 εκατομμύρια τουρίστες επισκέπτονται κάθε χρόνο το φημισμένο Γκραν Κάνυον, το υπέροχο γλυπτό της φύσης στην Αριζόνα. Πολύ λίγοι όμως γνωρίζουν πως μέσα σε αυτή την αχανή άβυσσο βρίσκεται κρυμμένο καλά και βαθιά -στα 3.000 πόδια, 900 μέτρα δηλαδή- ένα μικροσκοπικό χωριό: το Supai.
Θεωρείται το πιο απομονωμένο χωριό σε όλες τις ηπειρωτικές ΗΠΑ, καθώς είναι κρυμμένο μέσα σε μια κοιλάδα, στο φαράγγι Havasu. Ο μόνος τρόπος να φτάσει κανείς εκεί είναι με ελικόπτερο ή με μουλάρια. Εκτός εάν θέλει να κάνει ο ίδιος, με τα πόδια, την πεζοπορία των περίπου 13 χιλιομέτρων σε επικίνδυνα απότομα και απόκρημνα μονοπάτια. Το χωριό είναι τόσο απομονωμένο που η αλληλογραφία εξακολουθεί να φτάνει εκεί με… μουλάρια.
Όσοι όμως κάνουν τον κόπο να βγουν από τον περίφημο Route 66 στο Peach Springs, να ακολουθήσουν έρημο δρόμο 100 χιλιομέτρων στο Hualapai και να κατέβουν έναν βράχο, θα ανακαλύψουν ένα από τα πιο αναπάντεχα μυστικά του Γκραν Κάνυον: μια εκπληκτική όαση με πέντε καταρράκτες με φόντο τοπίο δύο δισεκατομμυρίων ετών. Εδώ είναι το σπίτι, εδώ και αιώνες, των ιθαγενών Αμερικανών Havasupai, φυλή που ζει μέσα σε ένα από τα επτά φυσικά θαύματα του κόσμου για περισσότερο από χίλια χρόνια. «Havasupai» σημαίνει «ο λαός των γαλαζοπράσινων νερών» και οι κάτοικοι πιστεύουν πως αυτά τα ιερά τιρκουάζ νερά δεν ρέουν μόνο μέσα από τη γη τους αλλά και μέσα από κάθε ένα μέλος της φυλής.
Έπειτα από κατάβαση τεσσάρων ωρών, μέσα σε έναν λαβύρινθο σκονισμένων βράχων, το φαράγγι πλατειάζει και η έρημος μεταμορφώνεται σε έκρηξη βλάστησης, κοντά στο Havasu Creek. Καλώς ήρθατε στο Supai. Πληθυσμός: 208.
Με το που πατά ο επισκέπτης το πόδι του στο Supai νιώθει σαν να έχει κάνει ταξίδι στον χρόνο. Δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, η μόνη κίνηση είναι από χωρικούς που οδηγούν κοπάδια μουλάρια και άλογα στον σκονισμένο «πυθμένα» του φαραγγιού. Τα σπίτια είναι φτιαγμένα από υλικά της περιοχής και υπάρχουν επίσης ένα μαγαζί, ένα καφέ, ταχυδρομείο, σχολείο, ξενώνας και δύο εκκλησίες. Οι κάτοικοι μιλούν ακόμα τη γλώσσα τους, καλλιεργούν καλαμπόκι, φασόλια και κολοκύθια. Πλέουν ψάθινα καλάθια, όπως έκαναν οι πρόγονοί τους. Και σε όλα, διαρκής κι αδιάκοπη ηχητική υπόκρουση είναι ο ήχος του νερού που πέφτει, από τους καταρράκτες.
Καθώς το Supai δεν είναι προσβάσιμο από κάποιον δρόμο, υπάρχουν μόνο δύο άλλοι τρόποι για να φτάσουν οι προμήθειες στο χωριό. Από αέρος, με ελικόπτερο, ή από γης, με μουλάρια. Κι επειδή ο δεύτερος τρόπος παραμένει πιο οικονομικός και πιο αξιόπιστος, οι κάτοικοι εδώ εξακολουθούν να λαμβάνουν την αλληλογραφία τους έτσι.
Κανείς δεν είναι σίγουρος πότε ακριβώς ξεκίνησε το καραβάνι με τα μουλάρια. Αλλά όσο μπορούν όλοι να θυμηθούν, έξι ημέρες την εβδομάδα, κάποιος κατεβαίνει επί τρεις ώρες το σκονισμένο φαράγγι και στη συνέχεια ξοδεύει άλλες πέντε για να το ανέβει. Κάθε αντικείμενο αλληλογραφίας που φτάνει εδώ με την Ταχυδρομική Υπηρεσία των ΗΠΑ έχει και ειδικό «Mule Train» γραμματόσημο.
Η αφετηρία του είναι 120 χιλιόμετρα μακριά, στο χωριό Peach Springs και το «δρομολόγιο» ξεκινά πριν την ανατολή του ηλίου. Τα περισσότερα αντικείμενα που μεταφέρει το ταχυδρομείο δεν είναι πραγματικά αλληλογραφία. Είναι τρόφιμα, φάρμακα και άλλες προμήθειες απαραίτητες για να ζήσουν οι χωρικοί και οι λιγοστές επιχειρήσεις του Supai.
Έτσι, νωρίς κάθε πρωί, οι υπάλληλοι της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας φορτώνουν τα νωπά και κατεψυγμένα τρόφιμα, που έχουν παραγγείλει οι κάτοικοι του Supai, σε ένα φορτηγό, το οποίο διανύει διαδρομή μιας ώρας κοντά στην όχθη του φαραγγιού. Μετά μοιράζουν το φορτίο στα μουλάρια για να διανύσουν το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού, μέχρι το ταχυδρομείο του χωριού.
Οι Havasupai πάντα στηρίζονταν στο σκονισμένο μονοπάτι για να συνδεθούν με τον έξω κόσμο. Από ιεραπόστολους μέχρι ανθρακωρύχους και εμπόρους, ένα σωρό ετερόκλητοι και παράξενοι ταξιδιώτες έχουν διασχίσει το μονοπάτι αυτό μπρος και πίσω. Αλλά στα μέσα του 1900, οι Havasupai άνοιξαν το μονοπάτι και στους εκδρομείς και χρησιμοποίησαν το θεαματικό τοπίο τους για να στήσουν ένα είδος τουριστικής επιχείρησης.
Σήμερα, περισσότεροι από 20.000 επισκέπτες καταφτάνουν στο Supai, είτε με τα πόδια, είτε με ελικόπτερο, είτε με μουλάρια. Όλοι έχουν πρώτα πάρει ειδική άδεια από το Συμβούλιο της φυλής Havasupai, για να πατήσουν αυτή τη γη. Από τον Φεβρουάριο έως τον Νοέμβριο, οι επισκέπτες μένουν στον ταπεινό ξενώνα του χωριού ή ζητούν ειδική άδεια για να κατασκηνώσουν έξω, και να βιώσουν τη διανυκτέρευση κοντά στους επιβλητικούς καταρράκτες. Εκείνοι που θέλουν να αποφύγουν την 4ωρη πεζοπορία, μπορούν να φτάσουν στο χωριό σε τέσσερα λεπτά, με ελικόπτερο. Τις τελευταίες δεκαετίες, πληθαίνουν οι φωνές για κακομεταχείριση των αλόγων και των μουλαριών που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά των τουριστών. Όπως δηλώνει στο BBC η εκπρόσωπος της τοπικής οργάνωσης Stop Animal Violence, το πρόβλημα δεν αφορά τόσο τη μεταφορά του ταχυδρομείου όσο την έλλειψη ελέγχου στους ντόπιους «οδηγούς», που κακοποιούν τα ζώα τους.
«Δεν υπάρχει κανείς να ελέγξει αυτά τα ζώα, ο βαθμός που υποφέρουν είναι αδιανόητος. Η θερμοκρασία εδώ φτάνει συχνά τους 45 βαθμούς και ορισμένοι οδηγοί σέρνουν τα ζώα τους πάνω – κάτω χωρίς καθόλου νερό μέχρι που πεθαίνουν. Κυριολεκτικά» εξηγεί.
Η φυλή λέει πως οι αναφορές για κακομεταχείριση είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Μάλιστα το Συμβούλιο των Havasupai Tribal Council έχει προσλάβει ομάδα οδηγών για να επιθεωρούν όλα τα ζώα, που χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς, και να τα βαθμολογούν για την κατάσταση της υγείας τους στην κλίμακα του δέκα.
Οι βροχές στο φαράγγι είναι περιορισμένες, αλλά οι καταρράκτες της ξαφνικής όασης μέσα στην έρημο τροφοδοτούνται από υπόγεια πηγή, που ορισμένοι πιστεύουν πως έχει ηλικία 30.000 ετών.
Οι πηγές αυτές είναι που έχουν επιτρέψει στους Havasupai να επιβιώσουν για πάνω από χίλια χρόνια στην έρημο. Και είναι οι ίδιες που προσελκύουν εδώ τους ταξιδιώτες, που βουτούν στις φυσικές πισίνες με φόντο τοπίο σαν βγαλμένο από ταινία. Για αιώνες κανείς δεν γνώριζε τι δίνει στα νερά αυτή την απόκοσμη απόχρωσή τους, μέχρι που οι επιστήμονες άρχισαν να σκάβουν.
Οι βράχοι βαθιά μέσα στον πυθμένα του φαραγγιού και κάτω από τους καταρράκτες είναι γεμάτοι ασβεστολιθικά πετρώματα. Όταν τα νερά έρχονται σε επαφή με τον αέρα, συμβαίνει μία χημική αντίδραση και το ανθρακικό ασβέστιο μέσα στο νερό αντανακλά το φως του ήλιου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αυτό το υπέροχο τιρκουάζ.
Οι Havasupai είχαν κάποτε δική τους έκταση 1,6 εκατ. στρεμμάτων. Καθώς όμως η εκθαμβωτική ομορφιά της περιοχής και τα πλούσια αποθέματά της άρχισαν να γίνονται πόλος έλξης, η κάποτε αχανής γη της φυλής περιορίστηκε, έως το 1882, σε μόλις 518 στρέμματα κοντά στο σημερινό Supai.
Στην περίοδο εκείνοι που τόσες φυλές γηγενών Αμερικανών απομακρύνονταν βία από τη γη τους, οι Havasupai ξεκίνησαν σκληρές νομικές μάχες για το δικαίωμά τους στην προγονική τους επικράτεια, προσφεύγοντας στο Κογκρέσο πετά φορές, από το 1908 έως το 1974. Όταν ο πρόεδρος Ρούσβελτ έκανε το Γκραν Κάνιον μέρος της Υπηρεσίας Εθνικών Πάρκων, το 1919, πολλοί Havasupai έκαναν τη στρατηγική επιλογή να προσληφθούν στο πάρκο και πρόσφεραν την γνώση τους, ως οδηγοί, συνεχίζοντας να μάχονται για τη γη τους.
Το 1975, ο πρόεδρος Φορντ υπέγραψε διάταγμα με το οποίο παραχωρούσε στους Havasupai τον έλεγχο ακόμα 185.000 στρεμμάτων, καθώς και πρόσβαση στα 95.000 στρέμματα που ήταν υπό την επίβλεψη της Υπηρεσίας Εθνικών Πάρκων. Σήμερα η φυλή δεν είναι πια περιορισμένη στο βάθος του φαραγγιού αλλά μπορεί να επιστρέφει κάθε χειμώνα στους ιερούς τόπους κυνηγιού, στα υψίπεδα και τα δάση.
Οι Havasupai είναι αναγνωρισμένοι από την αμερικανική κυβέρνηση ως κυρίαρχο φυλετικό έθνος και έχουν μόνοι τους τη διοίκηση των εσωτερικών τους υποθέσεων. Επταμελής επιτροπή ηλικιωμένων αποτελεί το Συμβούλιο της Φυλής και εκλέγεται από τους χωρικούς για να ελέγχει τα πάντα, από τους νόμους της φυλής μέχρι το σε ποιους επισκέπτες θα δοθεί άδεια πρόσβασης στο χωριό.
Τα τελευταία χρόνια, τη μεγαλύτερη απειλή για τους Havasupai την αποτελούν οι αιφνιδιαστικές πλημμύρες. Το 2008 και το 2020, καταρρακτώδεις βροχές προκάλεσαν ζημιές σε δεκάδες σπίτια, γέφυρες και κτίρια και ανάγκασαν εκατοντάδες τουρίστες να απομακρυνθούν από την περιοχή.
Το μονοπάτι που συνδέει το Supai με τον έξω κόσμο καταστράφηκε το 2010, αποκόπτοντας το χωριό από τα ταχυδρομικά μουλάρια, τις βασικές προμήθειες και την τουριστική οικονομία. Στις αρχές του 2011, η φυλή και ο κυβερνήτης της Αριζόνα προσέφυγαν στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και εξασφάλισαν χρηματοδότηση ύψους 1,63 εκατ. δολαρίων.
Άνθρωποι, νερά, τουρίστες, καταστροφές, έρχονται και φεύγουν εδώ και χίλια χρόνο σε αυτόν τον τόπο. Η μόνη διαρκής κι αδιάκοπη παρουσία στο βάθος του φαραγγιού είναι οι Havasupai, που υπομονετικά περιμένουν οι δυνάμεις της Μητέρας Φύσης να τους καθοδηγήσουν.
«Αυτό είναι το προγονικό και το πνευματικό μας σπίτι» δηλώνει ένα μέλος της φυλής. «Εμείς είμαστε οι καταρράκτες, εμείς είμαστε το νερό που ρέει στον χωριό μας και μας περιβάλλει».