Επειτα από πολλά χρόνια οπισθοδρόμησης, η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια σταθεροποίησης και ανάκαμψης.

Ωστόσο, η πορεία αυτή δεν έχει αποκτήσει ακόμη τον ρυθμό που θα έπρεπε προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες της κρίσης. Για να επανέλθει στην κανονικότητα η οικονομία, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να βελτιωθεί αισθητά η κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων χρειάζονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, της τάξης του 3% με 4% ετησίως για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Το 2017 η ανάπτυξη κυμάνθηκε στο μισό αυτού του στόχου, ενώ το 2018 –σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ και του ΔΝΤ θα κινηθεί στα επίπεδα του 2%– και μάλιστα υπό προϋποθέσεις, κυρίως για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Είναι επίσης γεγονός ότι η ελληνική οικονομία κινείται σήμερα βραδύτερα από όλες σχεδόν τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Και αν δεν επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης, η απόκλιση θα μεγαλώσει.

Η επιτάχυνση της ανάπτυξης προϋποθέτει περισσότερες επενδύσεις. Σύμφωνα με μελέτη της PwC που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, για να έχουμε μεσοσταθμική ανάπτυξη της τάξης του 3% και 4% ετησίως έως το 2022, θα απαιτηθούν συνολικά επενδύσεις άνω των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ συνολικά – δηλαδή περίπου 42 δισ. ετησίως. Αυτήν τη στιγμή η μέση ετήσια χρηματοδότηση είναι 20 δισ. ευρώ, άρα έχουμε ετήσιο έλλειμμα επενδύσεων της τάξης των 20 με 22 δισ. ευρώ.
Το έλλειμμα αυτό μπορεί να καλυφθεί μόνο με την προσέλκυση νέων κεφαλαίων, κυρίως από το εξωτερικό. Σήμερα οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας αντιστοιχούν μόλις στο 7% των συνολικών επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη στηρίζεται σε ποσοστό άνω του 90% σε εγχώριες πηγές χρηματοδότησης, οι οποίες είναι μάλιστα εξαιρετικά περιορισμένες. Η επιστροφή του τραπεζικού συστήματος σε συνθήκες κανονικής λειτουργίας καθυστερεί, η καθαρή αποταμίευση παραμένει αρνητική, ενώ οι αντλήσεις κεφαλαίων από το χρηματιστήριο έχουν μειωθεί κατά 88% στη διάρκεια της κρίσης.

Πέραν της δυσκολίας πρόσβασης σε χρηματοδότηση, υπάρχουν βεβαίως και τα γνωστά, διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως η έλλειψη σταθερότητας στην εφαρμογή πολιτικών, το εχθρικό για την επιχειρηματικότητα, πολύπλοκο και ασταθές φορολογικό περιβάλλον, η έλλειψη σαφούς κανονιστικού πλαισίου για τις επενδύσεις, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα στον δημόσιο τομέα, η αδυναμία παραγωγής καινοτομίας.

Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη τα θέματα αυτά να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Η εθνική «απελευθέρωση» που φέρνει το τέλος του τρίτου προγράμματος σημαίνει και μεγαλύτερη εθνική ευθύνη. Η Ελλάδα θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας αλλά και να πείθει συνεχώς τις αγορές για την αξιοπιστία και την προοπτική της. Και αυτό διασφαλίζεται μέσα από υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική αλλά και αποφασιστική προώθηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.

Η βελτίωση του χρηματοδοτικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις είναι θέμα που οφείλει να τεθεί σε προτεραιότητα, με την εξέταση δραστικών λύσεων όπως η δημιουργία bad bank, η οποία θα επιτρέψει στις τράπεζες να απελευθερωθούν ταχύτερα από το βάρος των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων και να διαθέσουν κεφάλαια για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων.

Παράλληλα, όμως, απαιτούνται γενναία μέτρα και μεταρρυθμίσεις για την αναβάθμιση του διοικητικού και θεσμικού περιβάλλοντος, εφαρμογή μιας σταθερής βιομηχανικής, τουριστικής και ενεργειακής πολιτικής, με ενίσχυση δυναμικών κλάδων, κίνητρα για επένδυση στην καινοτομία, στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αξιοποίηση προγραμμάτων του ΕΣΠΑ και ανάπτυξη ευέλικτων χρηματοδοτικών εργαλείων, στενότερη διασύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τον κόσμο της αγοράς, αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την ταχεία υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων σε τομείς-κλειδιά για την ανάπτυξη, καθώς και γενναία αναθεώρηση της φορολογικής πολιτικής, με χαμηλότερους και σταθερούς φορολογικούς συντελεστές και μείωση ασφαλιστικών εισφορών, ώστε να διαμορφωθεί ένα ευνοϊκότερο για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις περιβάλλον.

Σε λίγους μήνες η Ελλάδα θα κληθεί να αναλάβει την ευθύνη για την αναπτυξιακή της πορεία. Το αν η ελληνική οικονομία θα καταφέρει να κάνει το άλμα που χρειάζεται για να κλείσουν οι πληγές της κρίσης ή θα περιοριστεί σε μια ασθενική ανάπτυξη θα εξαρτηθεί πολύ λιγότερο πια από τις αποφάσεις που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη και πολύ περισσότερο από τις αποφάσεις που λαμβάνονται εδώ. Ας μη βιαστούμε, λοιπόν, να γιορτάσουμε το τέλος των μνημονίων, αν δεν δημιουργήσουμε πρώτα τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επόμενη ημέρα.

*Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι Πρόεδρος Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος & Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών

ΠΗΓΗ