Οι μαρτυρικές περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων
Υπήρξε μια ιστορική στιγμή που κάποιοι άνθρωποι του Θεού θέλησαν να μεταδώσουν το μήνυμα του Θεανθρώπου σε μια πρωτόγονη φυλή του Ισημερινού.
Πέντε αμερικανοί ιεραπόστολοι της Ευαγγελικής Εκκλησίας αποπειράθηκαν λοιπόν να εξαπλώσουν τον χριστιανισμό σε μια φυλή κανιβάλων στα τροπικά δάση του Αμαζονίου όχι και τόσο παλιά.
«Χουαοράνι» τους ήξεραν οι Δυτικοί και γνώριζαν στο περίπου τα παρθένα μέρη όπου κατοικούσαν στις ζούγκλες του Εκουαδόρ. Αυτό που δεν ήξεραν ήταν το πώς τους φώναζαν οι άλλες φυλές της περιοχής: «Αούκας» τους προσφωνούσαν στην τοπική διάλεκτο, «άγριους» δηλαδή, μιας και επρόκειτο για μια φυλή που ζούσε αποκομμένη και ήταν ευρύτερα γνωστή για τον απομονωτισμό και τη βία της, τόσο προς τους δικούς της ανθρώπους όσο και κατά όποιου πήγαινε να πατήσει στην περιοχή τους.
Έτσι επέλεξαν να ζήσουν και έτσι ζούσαν σε κείνα τα μέρη του ανατολικού Ισημερινού, στο τροπικό δάσος ανάμεσα σε δυο μεγάλα ποτάμια, χαμένοι κάπου μεταξύ 20.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι αποσπασματικές αναφορές μιλούσαν για 600 νοματαίους όλους κι όλους, χωρισμένους μάλιστα σε τρεις διακριτές φατρίες, που μισιόνταν θανάσιμα μεταξύ τους, μισώντας ταυτοχρόνως και οποιονδήποτε άλλο.
Τροφοσυλλέκτες ήταν και μικροκαλλιεργητές, ψαράδες και κυνηγοί. Όσο για τους εχθρούς τους, τους απωθούσαν με δόρατα και εκείνα τα φαρμακερά φυσοκάλαμα. Η φυλή ήταν χωρισμένη σε οικογένειες, που κατοικούσε σε ξεχωριστό κοινόβιο η καθεμιά, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την άλλη.
Πριν από την πρώτη τους ειρηνική επαφή με ξένο το 1958, οι Χουαοράνι υπερασπίζονταν λυσσαλέα την περιοχή τους και κατέφευγαν σε κανιβαλισμό των εισβολέων γιατί θεωρούσαν ακριβώς πως οι παρείσακτοι ξένοι ήταν ανθρωποφάγοι. Πολλοί λευκοί που είχαν κατέβει στα εδάφη τους στη δεκαετία του 1940 αναζητώντας καουτσουκόδεντρα ή ακόμα και πετρέλαιο (κάποιοι υπάλληλοι της Shell Oil) είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης. Όλοι ήξεραν πως σε κείνα τα τροπικά δάση δεν πατούσες πόδι, καθώς ο κίνδυνος ήταν θανάσιμος.
Και παρά τις προειδοποιήσεις, μια ομάδα πέντε ανθρώπων θα αψηφούσε τις φρόνιμες συμβουλές…
Ένα από τα πράγματα που ήταν γνωστά για τους Αούκας ήταν η απαράμιλλη εσωτερική βία και τα εκδικητικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ οικογενειών αλλά και ανάμεσα στις τρεις φατρίες. Μια πρακτική που ξεκλήριζε τη φυλή, γι’ αυτό και αποζητούσαν πια να συνάψουν καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους. Καλύτερες σχέσεις που βασίζονταν στην ανταλλαγή γυναικών και δώρων μπας και μαλακώσουν τα εχθρικά αισθήματα. Μια πρακτική που φαινόταν να δουλεύει, αν και οι βίαιες επιθέσεις μεταξύ τους δεν έλειπαν.
Και ήταν αυτή την ανταλλαγή δώρων ως καλόπιασμα που προσπάθησαν ακριβώς να επιστρατεύσουν οι πέντε ιεραπόστολοι, όταν ο Jim Elliot πρωτάκουσε για τους Χουαοράνι το 1950, στην πρώτη του αποστολή στον Ισημερινό.
Ο Elliot ένιωσε είπε το κάλεσμα του Θεού να εκχριστιανίσει τους κανίβαλους. Το 1952 κατέβηκε πράγματι στο κρατίδιο της Λατινικής Αμερικής με τον Pete Fleming, κοντά στα τροπικά δάση της φυλής, και άρχισαν να μελετούν τα τοπικά ήθη και έθιμα, προσπαθώντας να μάθουν και τη γλώσσα.
Το δίδυμο πλαισίωσε ο βετεράνος πιλότος του Β’ Παγκοσμίου, Nate Saint, ο καλός φίλος του Elliot, Ed McCully, και την πεντάδα έκλεισε τελικά ο Roger Youderian, ιεραπόστολος που δραστηριοποιούνταν εδώ και καιρό στο Εκουαδόρ. Οι περισσότεροι ζούσαν σε αποστολές με τις γυναίκες και τις οικογένειές τους και είχαν επαφές με το τοπικό στοιχείο…
Οι πρώτες επιχειρήσεις στα απάτητα εδάφη των Αούκας ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1955, όταν οι Saint, McCully και Elliot το πήραν τελικά απόφαση να συσφίξουν τις σχέσεις τους με τους Χουαοράνι. Τους έψαχναν με το αεροπλάνο και μέχρι τα τέλη του μήνα είχαν ανακαλύψει πολλά ξέφωτα με κοινοβιακές καλύβες.
Ο Elliot είχε αποστηθίσει και μερικές φράσεις από μια γυναίκα Χουαοράνι που είχε αυτομολήσει σε άλλη φυλή, φιλική στους Δυτικούς, και όλα έμοιαζαν ευνοϊκά. Τους έριχναν εξάλλου δώρα, πολλά δώρα, και υπέθεταν πως αυτό θα μαλάκωνε τα εχθρικά τους αισθήματα κατά των ξένων.
Όχι ότι πλησίαζαν με τα πόδια βέβαια, καθώς οι απόπειρες γίνονταν αποκλειστικά μέσω αεροπλάνου. Τους έριχναν από αλάτι και κουμπιά μέχρι μαχαίρια, κορδέλες, ρούχα, μαγειρικά σκεύη και ένα σωρό μπιχλιμπίδια. Και τους έβλεπαν από αέρος να περιμένουν με ανυπομονησία τα δώρα τους. Έμοιαζαν χαρούμενοι!
Μέχρι τον Νοέμβριο, οι Χουαοράνι άφηναν τα δικά τους δώρα για τους ιεραποστόλους, μια κίνηση που για την ομάδα των πέντε ήταν εξόχως ελπιδοφόρα. Ο πιλότος τους εντόπισε μια περιοχή που θα μπορούσε να προσγειωθεί και να στήσουν μια προσωρινή βάση. Σε απόσταση ασφαλείας κάπου 7 χιλιόμετρα από αυτό που φαινόταν πως είναι η κεντρική πόλη τους.
Στις 23 Δεκεμβρίου, οι Elliot, Fleming, Saint και McCully αποφάσισαν να φορτώσουν τις οικογένειές τους και να μετακομίσουν προσωρινά στη ζούγκλα. Συμφώνησαν να κουβαλήσουν όπλα, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν ωστόσο μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Στις 2 Ιανουαρίου είπε το «ναι» και ο πάντα επιφυλακτικός Youderian και οι πέντε άντρες προσγειώθηκαν στη ζούγκλα για να χτίσουν τον καταυλισμό τους. Ένα σπίτι πάνω σε δέντρο δηλαδή. Πριν προσγειωθούν, πέταξαν πάνω από τον καταυλισμό των Χουαοράνι και τους κάλεσαν με το μεγάφωνο να τους επισκεφτούν!
Έτσι πέρασαν οι άντρες τις τέσσερις επόμενες μέρες τους, χτίζοντας και φωνάζοντας στη ζούγκλα τις φράσεις που είχαν αποστηθίσει, καλώντας τη φυλή να γνωριστούν. Και στις 6 Ιανουαρίου ένας νεαρός άντρας και δύο γυναίκες Αούκας κοντοζύγωσαν στο δεντρόσπιτό τους…
Οι ιεραπόστολοι τους γέμισαν ξανά με αγκαλιές δώρα και εκείνοι χαλάρωσαν. Τους έλεγαν ένα σωρό πράγματα, μη συνειδητοποιώντας προφανώς πως οι γλωσσικές γνώσεις των ξένων παραήταν περιορισμένες. Ο νεαρός έδειξε μάλιστα ενδιαφέρον για το αεροπλάνο, κι έτσι ο πιλότος τον πήγε μια βόλτα στον αέρα.
Βλέποντας το μέλος τους πάνω στο αεροπλάνο, οι άλλοι Χουαοράνι έπαθαν την πλάκα τους. Ποτέ δεν θα μάθουμε αν ήταν καλή ή κακή η έκπληξη. Την επομένη το πρωί πάντως ένα νέο απόσπασμα κατέβαινε στον ιεραποστολικό καταυλισμό. Είδαν όμως τα τρία νεαρά μέλη της φυλής τους να γυρνούν (είχαν περάσει όλο το βράδυ με τους ξένους) και εξαγριώθηκαν. Και όπως ήξερε καλά ο αρχηγός τους, τους ξένους δεν τους εμπιστεύεσαι ποτέ. Κι έτσι πρότεινε να τους σκοτώσουν!
Στις 8 Ιανουαρίου πια, οι ιεραπόστολοι έμοιαζαν προβληματισμένοι που κανένας άλλος δεν τους είχε προσεγγίσει. Ο Saint έκανε μερικούς γύρους με το αεροπλάνο του και είδε κάποια στιγμή μια ομάδα να έχει πάρει τον δρόμο για το κατάλυμά τους. Ενθουσιασμένος, μοιράστηκε την πληροφορία με τους άλλους και με τις γυναίκες τους, μέσω ασυρμάτου.
Οι Χουαοράνι έφτασαν πράγματι στο «Palm Beach», όπως είχαν ονομάσει τη γη τους οι ξένοι, γύρω στις 3:00 το μεσημέρι. Είχαν μαζί τους και μερικές γυναίκες, προφανώς για να αποπροσανατολίσουν και να χωρίσουν την ομάδα. Δύο ιεραπόστολοι μπήκαν στο ποτάμι για να τις χαιρετίσουν και δέχτηκαν την επίθεση των άλλων που είχαν κρυφτεί επιμελώς.
Ο Elliot τράβηξε το πιστόλι και άρχισε να πυροβολεί στον αέρα για εκφοβισμό. Κανείς δεν φοβήθηκε και σύντομα θα γινόταν το πρώτο θύμα της παρέας: τον τρύπησαν με τα δόρατα από πίσω. Ο δεύτερος στο ποτάμι, ο Fleming, πρόλαβε να ρωτήσει γιατί τους σκοτώνουν. Αντί για απάντηση, είδε κι αυτός τα δόρατα να τον διαπερνούν.
Ταυτόχρονα, οι άλλοι Αούκας επιτέθηκαν στους τρεις εναπομείναντες ιεραποστόλους που βρίσκονταν στην ακτή. Πρώτος τρυπήθηκε ο Saint και αμέσως μετά ο McCully, που έτρεξε να τον συνδράμει. Ο Youderian πρόλαβε να τρέξει ως το αεροπλάνο για να ζητήσει βοήθεια από τον ασύρματο, το θανάσιμο δόρυ τον βρήκε όμως με το ακουστικό στο χέρι.
Η φυλή έριξε τα πέντε πτώματα και τα υπάρχοντά τους στο ποτάμι, φρόντισε ωστόσο να αφαιρέσει τα πάντα από το αεροπλάνο. Δεν τους έφαγαν, όπως ήθελε ο θρύλος. Και μετά επέστρεψαν στο χωριό τους και, περιμένοντας προφανώς αντίποινα, το έκαψαν εκ θεμελίων και αποτραβήχτηκαν στη ζούγκλα…
Μαύρα φίδια έζωναν τις γυναίκες των πέντε, καθώς οι ώρες περνούσαν κι εκείνοι δεν επικοινωνούσαν. Έπεισαν έναν πιλότο να πάει να δει κι εκείνος τους είπε πως βρήκε το αεροπλάνο «γδυμένο», αν και κανένα σημάδι της ομάδας. Σύντομα ειδοποιήθηκε η αμερικανική διοίκηση της Καραϊβικής και οι τοπικοί ραδιοσταθμοί, που εξέπεμπαν SOS για τους πέντε.
Τα αεροπλάνα της αεροπορικής βάσης των ΗΠΑ στον Παναμά ξεσκόνισαν την περιοχή, τα πτώματα εντοπίστηκαν ωστόσο από τις χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις. Τα πρώτα δύο στις 11 Ιανουαρίου και τα άλλα στις επόμενες ημέρες. Οι ελπίδες τους εξανεμίστηκαν: ήταν όλοι τους νεκροί. Τους έθαψαν στο δικό τους Palm Beach στις 14 Ιανουαρίου.
Το περιοδικό «Life» κάλυψε το θέμα με ένα φωτογραφικό αφιέρωμα (που μπορείτε να δείτε εδώ) και η είδηση των τραγικών περιπετειών τους πυροδότησε μάλιστα κύμα εκχριστιανισμού των φυλών του Αμαζονίου.
Πολλοί είδαν τον μαρτυρικό θάνατό τους ως σημάδι του Θεού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Οι γυναίκες των Saint και Elliot το έβαλαν σκοπό ζωής να συνάψουν σχέσεις με τους Αούκας: επέστρεψαν στο Εκουαδόρ το 1958, έφτιαξαν έναν μεγάλο καταυλισμό και σύντομα πολλές γυναίκες της φυλής θα ζούσαν μαζί τους. Το 1969 φτιάχτηκε ένας κρατικός καταυλισμός για τη φυλή, καθώς μέχρι τότε η περιοχή είχε ήδη ανοίξει για εμπορική εκμετάλλευση και εξόρυξη πετρελαίου.
Οι Χουαοράνι ανοίχτηκαν στον κόσμο, έχασαν όμως τα πατρώα εδάφη τους. Και τα έθιμά τους. Πλέον ζούσαν ως χριστιανοί στον κρατικό καταυλισμό και απαγορευόταν η πολυγαμία και ο φόνος. Ακόμα και η ανθρωποφαγία! Ο ανθρωπολόγος James Yost πήγε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 να αξιολογήσει την κατάστασή τους, ανησυχώντας για τις ραγδαίες πολιτισμικές και κοινωνικές μεταβολές τους.
Τους βρήκε αφομοιωμένους και οικονομικά εξαρτημένους, να ζουν μια τελείως διαφορετική και ανοίκεια ζωή. Ο καταυλισμός έκλεισε το 1976 ως αποτέλεσμα της κακής κατάστασης και αφέθηκαν να επιστρέψουν στη ζούγκλα. Οι Δυτικοί πίστεψαν πως θα γυρίσουν στον παλιό τρόπο ζωής τους, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Έκαναν ξανά λάθος. Οι Χουαοράνι έφτιαξαν χωριά και αποζητούσαν πια την επαφή με τους άλλους, καθώς έτσι τους είχαν μάθε να ζούνε πια.
Κάποια στιγμή οι οικισμοί τους αναγνωρίστηκαν από την κυβέρνηση του Εκουαδόρ και κανείς δεν διατρέχει σήμερα κίνδυνο στα εδάφη τους. Εκτός ίσως από τους ίδιους…