Θαρσείτε. Ολα τα νέα προβλήματα είναι παλιά όσο κι ο άνθρωπος. Το ίδιο και οι λύσεις τους
Στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλέους ο φόνος του Λαΐου από τον γιο του Οιδίποδα και ο γάμος του Οιδίποδα με τη μητέρα του Ιοκάστη έχουν μολύνει πνευματικά την πόλη. Οι θεοί στέλνουν λοιμό στη Θήβα, ο οποίος θερίζει τα πάντα στο πέρασμά του. Ο Χορός στην τραγωδία (στ. 151 – 202) παρομοιάζει τον λοιμό με τον Αρη και ζητά από τον Δία να τον κάψει με κεραυνό και από τον Απόλλωνα να τον τοξεύσει: «Ω, του Διός γλυκολάλητη φωνή που απ’ τους μυριόπλουτους Δελφούς εδιάβηκες στην ξακουσμένη Θήβα. Φριχτή αγωνία με συνέχει και τρέμω απ’ τον φόβο μου, Παιάν λυτρωτή, Θεέ της Δήλου, ανήσυχος για σένα, ποιο τάχα τώρα ή στερνά στο γύρισμα του χρόνου ξανά θα μας προστάξεις χρέος. […]
Πρώτα σε σένα δέομαι, αθάνατη Αθηνά, του Διός θυγατέρα, καθώς και στην προστάτισσα αυτής της χώρας τη θεά, την αδερφή σου Αρτεμις, που ’χει λαμπρό τον θρόνο της στην κυκλική αγορά και στον τοξότη Απόλλωνα, αλί μου – φανήτε μου κι οι τρεις σωτήρες στα δεινά μου. Κι αν κάποτε σε συμφορές παλιές, που ξέσπασαν στη χώρα, τη φλόγα του χαμού τη διώξατε μακριά, βοηθάτε μας και τώρα.
Α, συμφορά μου, αμέτρητους πόνους περνώ. Ολος ο λαός υποφέρει και δεν βρίσκεται τρόπος απ’ την έγνοια κανείς να ξεφύγη. Της διαλεχτής γης ο καρπός δεν μεστώνει κι ούτε αντέχουν πια οι γυναίκες στους πόνους τους φριχτούς της γέννας. Και σαν γοργόφτερα πουλιά, τον έναν πλάι στον άλλον, μπορείς να ιδής να τρέχουνε, γοργότερα κι απ’ τη φωτιά την άγρια, προς το γιαλό του Αδη. Με τέτοιες συμφορές χάνεται η πόλις όλη. […] Γιατί κι αν κάτι η νύχτα αφήσει το πνίγει η μέρα. Αυτόν, Δία πατέρα, που την πύρινη κρατάς την αστραπή, με το δικό σου κάψε αστροπελέκι.
Λύκειε βασιλιά, θα ήθελα και τα δικά σου άγρια βέλη, ριγμένα απ’ τα χρυσά δοξάρια, βοήθεια να μας δώσουν».
Η απόδοση στα νέα ελληνικά είναι από την έκδοση του Παπύρου (Αθήνα, εκδ. 1975).
Παναγιώτης Λιάκος