Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός.
Μαθητής μικρός τήν δεκαετία τοῦ 30 στό Κιλκίς, ὁ Σ. Λίβας, μετέπειτα στρατιωτικός γιατρός, ἔγραψε τίς ἀναμνήσεις του, μέ τίτλο «Ἡ παλιά, μικρή μας πόλη». Σέ κείμενο μέ τίτλο «οἱ Μαχητές τοῦ Κιλκίς», γράφει τά ἑξῆς συγκινητικά:
«Ἕνα ἀπέραντο «Ἐθνικό Νεκροταφεῖο», πού κρύβει στά σπλάχνα τοῦ τά κορμιά χιλιάδων παλληκαριῶν, εἶναι ὁ τόπος μας. Καί πάνω στά κορμιά αὐτά στήθηκαν τά θεμέλια αὐτῆς τῆς πόλης. Καί τό σιτάρι πού φτιάχνει τό ψωμί μας, θεριεύει καί μεστώνει ρουφώντας ἀπό τή γῆ αἷμα ἀντί για νερό. Κάθε λόφος γύρω μας κι ἕνας «κρανίου τόπος». Κάθε χωράφι κι ἕνας «ἀγρός αἵματος» για νά χρησιμοποιήσω

τοῦ χαρακτηρισμούς τοῦ Εὐαγγελίου πού τόσο ταιριάζουν στήν περίπτωση».
Τά πρῶτα χρόνια, τ΄ ἀλέτρια πού ὄργωναν τή γῆ, ἔφεραν στήν ἐπιφάνεια λευκά κόκκαλα «κόκαλα Ἑλλήνων ἱερά», ἀντάμα μέ σκουριασμένες ξιφολόγχες καί δερμάτινες παλάσκες, περασμένες σέ ζωστῆρες πού ἔζωναν, κάποτε λυγερά σώματα παλληκαριῶν. Κι ὅλοι μας λίγο – πολύ, ἔχουμε νά θυμόμαστε πώς κάποτε, σκάβοντας τίς αὐλές τῶν σπιτιῶν μας εἴχαμε βρεῖ σκουριασμένα ὄπλα κι ἀνθρώπινα κρανία.

Θυμᾶμαι τούς πρώτους περιπάτους πού κάναμε με το σχολείο, ἐκεῖ κοντά στούς πρόποδες τοῦ Ἀη- Γιώργη. «Ἡ δασκάλα μᾶς ἔλεγε ὅτι οἱ παπαροῦνες στόν τόπο μας, εἶναι πιό κόκκινες ἀπό ἀλλοῦ, γιατί παίρνουν τό χρῶμα τους ἀπό τό αἷμα τῶν σκοτωμένων παλληκαριῶν. Κι ἐμεῖς διστάζαμε νά τίς κόψουμε, ἀπό φόβο, μήπως καί ματώσουμε τά χέρια μας…» (σελ. 179).
Μεταξύ τῶν δέκα ἡρώων διοικητῶν συνταγμάτων πού ἔπεσαν στήν μάχη τοῦ Κιλκίς, εἶναι καί ὁ Ἀντώνιος Καμπάνης, διοικητής τοῦ 8ου Συντάγματος τῆς 4ης Μεραρχίας. Τόν ἴδιο καιρό ὁ γιός τοῦ Δημήτριος, ὑπηρετεῖ καί αὐτός ὡς στρατιώτης. Στό βιβλίο τοῦ «Ἀναμνήσεις τοῦ Πολέμου καί τῆς Εἰρήνης» περιγράφει τήν σκηνή πού σπεύδει γιά τόν «τελευταίο ἀσπασμόν» τοῦ ἠρωϊκοῦ σκηνώματος τοῦ γονιοῦ του. Φτάνει στή μεγάλη σκηνή πού ἦταν τό χειρουργεῖο τῆς IV Μεραρχίας:
«Μπῆκα στή σκηνή καί πάνω σ’ ἕνα φορεῖο είδα τόν πατέρα. Εἶχε τά μάτια ἀνοιχτά. Τό πρόσωπο γελαστό καί εὐχαριστημένο. Μόνο τό στῆθος του ἦταν γεμάτο τρύπες. Στά χέρια του φοροῦσε γάντια καλοκαιρινά χακί, ἀλλά ὅπως ἦταν σκισμένα καί κρεμασμένα, κατάλαβα ὅτι εἶχαν κοπεῖ τά δάχτυλά του. Ἀργότερα, ὅταν εἶδα τά κιάλια του, πού ἦταν καί αὐτά γεμάτα βλήματα, ἀντελήφθηκα πώς ἡ ὀβίδα εἶχε σκάσει τήν ὥρα πού τά σήκωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς ἐχθρικές θέσεις.
Τό θέαμα γιά μένα ἦταν τραγικό, ἀλλά μεγαλύτερη ἀκόμη συγκίνηση μοῦ προξένησαν οἱ ἑκατοντάδες τραυματίες τοῦ Συντάγματός του, πού περνοῦσαν καί τόν ἀσπάζονταν κλαίγοντας. Ἄκουσα μερικούς νά λένε: Ἦταν αὐστηρός, ἀλλά δίκαιος καί ἀγαποῦσε τούς ἄνδρες του».
Νομίζω πώς ὁ ἐπικήδειος αὐτός, ἄν μποροῦσε νά τόν ἀκούσει, θά τόν εἶχε ἀπολύτως ἱκανοποιήσει. Γιατί πραγματικά πρόσεχε ξεχωριστά τους ἄνδρες του, καί γιά νά προστατεύσει τή ζωή τούς εἶχε σκοτωθεῖ ὁ ἴδιος» (σελ. 123).
Μέ τέτοιους ἄξιους ἡγήτορες φθάσαμε στή νίκη. Ἕνας στρατός γενναίων μέ ἀρχηγούς «λιοντάρια» πῶς νά μήν ἀνέλθει στήν κορυφή τῆς δόξης καί τῆς ἀθανασίας.
Τό 1964 ἐκδίδεται τό «Ἀναμνηστικό Λεύκωμα» ἐπί τή 50/ἐτηρίδι ἀπό τῆς μάχης τοῦ Κιλκίς. Στήν σελίδα 44 διαβάζουμε: «Ἦταν δύο σύγγαμβροι ἀπό τήν Κύμη τῆς Εὐβοίας, ὁ συνταγματάρχης Ἰωάννης Παπακυριαζής καί ὁ ταγματάρχης Ἰωάννης Βελισσαρίου. Καί οἱ δύο λεβέντες. Τά ἀνδραγαθήματα τους ὑπῆρξαν ἀπό τά φωτεινότερα δείγματα ἀτομικῆς γενναιότητος. Οἱ δύο αὐτοί συγγενεῖς εἶχαν τσακωθῆ… σάν σύγγαμβροι πού ἤσαν. Στήν μάχη τοῦ Κιλκίς βρέθηκαν οἱ μονάδες τους νά πολεμοῦν πλάι- πλάι καί ὁ συναγωνισμός τῶν δύο τσακωμένων ἔφθασε στό ἀποκορύφωμα.» Στήν τελευταία μάχη, ὅπως ἀναφέρει ὁ στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος στά ἡμιτελῆ ἀπομνημονεύματά του, ἐπῆλθε τό δράμα «…Ἤρξατο τότε σφοδρότατος καταιγισμός πυρός, κατά τήν διάρκειαν τοῦ ὁποίου οἱ 6 λόχοι τοῦ Βελισσαρίου, προχωροῦντες ταχέως ἔφθασαν εἰς ἀπόστασιν ἑφόδου ἀπό τῆς πρώτης γραμμῆς τῶν βουλγαρικῶν ὀρυγμάτων. Καί εἶδον τό ἀλησμόνητον θέαμα τῆς ἑφόδου τῶν 6 εὐζωνικῶν λόχων τοῦ Βελισσαρίου, οἱ ὁποῖοι καθ’ ἄς εἶχον ὁδηγίας ὑπό τοῦ διοικητοῦ των, ἔβαλον αἰφνιδίως ταχύτατον ὀλιγόλεπτον πῦρ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, μετά τό ὁποῖον ὤρμησαν ἀκάθεκτοι καί μέ βροντώδεις ἀλαλαγμούς ἐναντίον τῶν ἐπί τῆς πρώτης ὀφρύος τοῦ λόφου βουλγαρικῶν χαρακωμάτων. Ἡ γραμμή τῶν ἐφορμούντων λόχων μέ τάς ἀπαστραπτούσας ὑπό τόν ἥλιον ὑπερχιλίας λόγχας ὠμοίαζεν πρός χαλύβδινην ταινία, ἡ ὁποία ἀπειλητική ἐπήρχετο ἐναντίον τῶν ἐχθρικῶν ὀρυγμάτων. Ὁ ἀγών ὑπῆρξεν μεγαλειώδης. Οἱ Βούλγαροι ἀνετράπησαν ἤ ἐξοντώθησαν διά τῆς λόγχης. Αὐτό ἦτο τό μεγαλύτερον κατόρθωμα τοῦ Βελισσαρίου καί μέ δικαίαν ὑπερηφάνειαν ἐφώναξεν εἰς τόν λοχαγόν Ζήραν, ἄλλον γενναῖον, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσεν εἰς τό σύνταγμα τοῦ Παπακυριαζῆ, τοῦ μπατζανάκη τοῦ Βελισσαρίου.
Βρέ Ζήρα, ποῦ εἶναι ὁ διοικητής σου νά δει;
Ζήρας: Σκοτώθηκε…
Εἶχε πέσει πρό ὀλίγου μόλις, μαχόμενος μέ τόν ἴδιον ἀπαράμμιλον τρόπον. Καί τότε τό πρόσωπον
τοῦ συγγάμβρου «ἐμαύρισεν ἀπό τό πένθος». Ἔβγαλε τό πηλήκιόν του, ἔκαμε τόν σταυρό του, ἐδάκρυσεν καί ἐτράβηξεν μπροστά μέ περισσοτέραν ὁρμήν. Ἐκεῖ παρακάτω στή Τζουμαγιά, στό ὑψόμετρο 1378, τόν περίμενε κι’ αὐτόν ὁ Χάρος».
Ἕνα ἐξαιρετικό βιβλίο, πραγματικός θησαυρός, πού ἀναφέρεται στή μάχη τοῦ Κιλκίς εἶναι τοῦ π. Δημητρίου Καλλίμαχου, ἐθελοντή ἱεροκήρυκος τῆς Ἐ’ Μεραρχίας. Ὁ Καλλίμαχος παρακολουθεῖ ἐκ τοῦ σύνεγγυς τήν μάχη παίρνει μέρος σ’ αὐτήν, ἐμψυχώνει τούς στρατιῶτες, παρηγορεῖ τούς πληγωμένους καί ἀναλαμβάνει, πολλές φορές, τό βαρύ καθῆκον τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν πολεμιστῶν.
Τό 1942, ἐξέδωσε στή Νέα Ὑόρκη τίς ἐμπειρίες του, σέ βιβλίο μέ τίτλο: «Ἀθάνατη Ἑλλάς».  Στό ἔξοχο αὐτό πόνημα μοσχοβολᾶ ἡ πίστη καί ἡ φιλοπατρία τοῦ στρατοῦ μας. Στήν μακραίωνη ἱστορία μας πάντοτε τό Γένος ἀγωνίζεται «ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος» καί ματαιοπονοῦν ὅσοι θέλουν νά χωρίσουν τά δύο αὐτά «ριζιμιά λιθάρια» τοῦ ἱστορικοῦ μας βίου. Ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ἡ φωνή τοῦ Μακρυγιάννη μᾶς κανοναρχεῖ: «Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί ἡ θρησκεία εἶναι τό πᾶν… Καί τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μέ πατριωτικά αἰσθήματα· τό ἐναντίον λέγονται παλιόμαθες τῶν ἐθνῶν καί βάρος τῆς γης.»
 Εἶναι γνωστό πώς ἡ μάχη διεξήχθη ἐν μέσω φοβεροῦ καύσωνος (περίπου 40 βαθμούς Κελσίου). Τά σιταροχώραφα τοῦ κάμπου του Κιλκίς, ἐξαιτίας τῶν ὀβίδων πῆραν φωτιά. Πολλοί βαριά τραυματισμένοι στρατιῶτες, μή μπορώντας νά μετακινηθοῦν, κάηκαν ζωντανοί…
Ένα ἡρωικό παράδειγμα αὐταπάρνησης καί ἀνδρείας στή σελίδα 76:
«Στρατιώτης τοῦ 22ου ἐτραυματίσθη εἰς τόν βραχίονα.
Τυχηρός ἤσουνα, συνάδελφε, πού πῆρες τό παράσημο, τοῦ λέγει ὁ παραπλεύρως του, αἶντε τράβα τώρα στό χειρουργεῖο…
Τί ἔκανε, λέει; Μέ μία τσουγκρανιά νά φύγω; Τό παληοτόμαρό μου βαστάει ἀκόμα· ἔχω νά φάγω καί ἄλλους ἀπ’ αὐτούς τούς ἄτιμους πού σφάξανε γυναικόπαιδα!
Καί συνεχίζει τόν ἀγώνα.
Παίρνει δεύτερο βόλι καί ἐξακολουθεῖ νά μάχεται καί τό δεύτερον τραῦμα γίνεται τρίτον καί ἕπεται συνέχεια… Καί ὅταν πλέον ἡ δυνατή αἱμορραγία τόν ἀναγκάζη νά πέση κάτω, οἱ τραυματοφορεῖς, ὅταν ἐπλησίασαν νά τόν παραλάβουν, ἐπέδσεαν ἐν ὄλω ἑπτά τραύματα! Καί παρεπονεῖτο ὁ Ρουμελιώτης στρατιώτης, διότι δέν ἦτο δυνατόν πλέον νά συνεχίση τόν ἀγώνα του.
Μωρ’ δέν μποροῦσε νά εἶχα κι’ ἄλλο παληοτόμαρο, νά βγάλω αὐτό τό τρυπημένο καί νά τό βάλω τό καινούργιο!»
Με εκείνα τα… παλητοτόμαρα είναι κεντημένη η σημαία μας. Τα σημερινά όντως παλιοτόμαρα ξηλώνουν και προδίδουν την ιστορία μας…
Απόσπασμα από παλιότερο άρθρο μου με τίτλο “Η μάχη του Κιλκίς”
Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς