Η χώρα μας δεν κατάφερε να πάρει πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή, παρότι την ευνόησαν οι συγκυρίες

Από τον
Δημήτρη Γαρούφα

Κυβερνητικοί αλλά και άλλοι παράγοντες, θέλοντας να υποστηρίξουν τη συμφωνία Ελλάδας – Σκοπίων, ανέφεραν ότι με την επιτευχθείσα λύση η Ελλάδα θα μπορεί πλέον στα Βαλκάνια να παίζει πρωτεύοντα ρόλο και να περιθωριοποιήσει τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή. Δυστυχώς, όμως, η πραγματικότητα διαψεύδει την κυβέρνηση, διότι η Ελλάδα μεθοδικά τα τελευταία χρόνια εγκαταλείπει και τα οικονομικά ερείσματά της στα Βαλκάνια (π.χ., οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών στις βαλκανικές χώρες εκποιούνται με πίεση των δανειστών) και το κενό που αφήνει επιμελώς το καλύπτει η Τουρκία, ενώ η αλήθεια είναι ότι η εκκρεμότητα στο θέμα των Σκοπίων δεν εμπόδιζε την ελληνική παρουσία και δράση στα Βαλκάνια.

Χρήσιμο είναι να θυμηθούμε ότι με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις γειτονικές βαλκανικές χώρες και το άνοιγμα των συνόρων την περίοδο 1989-1990 η χώρα μας ήταν η μόνη στα Βαλκάνια με δημοκρατικό πολίτευμα, σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο και συμμετοχή στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, και στις γειτονικές χώρες οι πιο προοδευτικές δυνάμεις περίμεναν από την Ελλάδα πρωτοβουλίες που θα βοηθούσαν στον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας τους και στη σωστή λειτουργία δημοκρατικών θεσμών, για εν καιρώ ένταξή των στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ…

Η ανταπόκριση στις προσδοκίες των γειτονικών χωρών θα αναβάθμιζε αντανακλαστικά την Ελλάδα σε περιφερειακή δύναμη και θα δημιουργούσε μια άλλη προοπτική για τον Ελληνισμό, γιατί η χώρα μας αποκτούσε πλέον πολιτιστική και οικονομική ενδοχώρα. Θα μπορούσε να ζητήσει και να πετύχει, εν μέρει τουλάχιστον, οι φορείς της Ε.Ε. που θα απευθύνονταν στα Βαλκάνια να εδρεύουν στην Ελλάδα ως πιο κοντινή χώρα της Ε.Ε., και μάλιστα στην πιο κοντινή μεγάλη πόλη, τη Θεσσαλονίκη, που είχε κάποιες υποδομές (ΑΠΘ και ΠΑ.ΜΑΚ., ΟΛΘ, ΔΕΘ, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, Εθνική Σχολή Δικαστών κ.λπ.).

Δυστυχώς, όμως, το ελλαδικό κράτος δεν είχε τέτοιο όραμα και η ηγεσία αρκούνταν στην απλή αλλά και κακή διαχείριση της εξουσίας. Κάποιοι φορείς και πρόσωπα στη βόρεια Ελλάδα, που έβλεπαν να χάνεται αναξιοποίητη η ευκαιρία, πήραν την πρωτοβουλία και δημιούργησαν διαβαλκανικές ενώσεις με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ενωση Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων, Ενωση Οικονομικών Πανεπιστημίων ΝΑ Ευρώπης, Ενωση Θεάτρων ΝΑ Ευρώπης, Δίκτυο Βαλκανικών Πόλεων, Ενωση Δημοσιογραφικών Ενώσεων κ.λπ.), που παρότι ήταν αποσπασματικές προσπάθειες, συνέβαλαν σε κάποιο βαθμό στη γνωριμία και στην επαφή επιστημονικών φορέων της περιοχής, στην άμβλυνση των αντιθέσεων και την αναγνώριση πρωταγωνιστικού ρόλου για την Ελλάδα στην περιοχή.

Ενδεικτικά, μία τέτοια ένωση, στης οποίας τη δράση συμμετείχα, ήταν η Ενωση Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων, στην οποία συμμετείχαν οι εθνικοί δικηγορικοί σύλλογοι από Ελλάδα, Αλβανία, Βουλγαρία, Σερβία, Ρουμανία και Κύπρο και είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη, διοργάνωνε σεμινάρια για νέους δικηγόρους από όλα τα Βαλκάνια στο δίκαιο της Ε.Ε., ενώ ομόφωνα αποφάσισε τον Μάιο του 2006 σε Γ.Σ. στο Βουκουρέστι να ιδρυθεί διεθνές κέντρο διαιτησίας για τις εμπορικές διαφορές στα βαλκανικά κράτη στη Θεσσαλονίκη.

Στον χώρο του πολιτισμού είχαν συμφωνήσει τα εθνικά ή κρατικά θέατρα των βαλκανικών χωρών με εποπτεία του ΚΘΒΕ να συναντώνται κάθε δύο χρόνια με παραστάσεις αρχαίου δράματος (τέτοια συνάντηση έγινε επιτυχώς τον Ιούνιο του 2007 στη Θεσσαλονίκη) και άρχισαν συχνότερα να ανεβαίνουν σε Σόφια, Τίρανα, Βελιγράδι, Βουκουρέστι παραστάσεις με έργα του Αριστοφάνη, του Ευριπίδη κ.ά., ενώ την περίοδο εκείνη το ΚΘΒΕ είχε υπογράψει πρωτόκολλα συνεργασίας με όλα τα εθνικά θέατρα των βαλκανικών χωρών, πραγματοποιώντας πολιτιστικό άνοιγμα στα Βαλκάνια…
Για να γίνει κατανοητό ποιο ήταν το κλίμα στις γειτονικές χώρες τότε, αναφέρω ότι το 1993 ιδρύθηκε στο πανεπιστήμιο Σόφιας Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας, στο οποίο κάθε χρόνο εισάγονταν 25 φοιτητές. Γι’ αυτές τις 25 θέσεις, σύμφωνα με στοιχεία της καθηγήτριας στο τμήμα αυτό Στόινα Πορομάνσκα, το 1996 οι υποψήφιοι ήταν 2.055, το 2.000 ήταν 2.519 και το 2002 ήταν 2.682, ενώ για το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας οι υποψήφιοι ήταν πολύ λιγότεροι.

Ηταν σχεδόν το πιο δημοφιλές τμήμα, γιατί οι απόφοιτοι έβρισκαν δουλειά αμέσως στις ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και γιατί ήταν ελκυστικός ο ελληνικός πολιτισμός (βλ. σελ. 124-125 στο βιβλίο μου με τίτλο «Με το βλέμμα στο μέλλον», εκδ. ΙΑΝΟΣ 2014, και άρθρο Σ. Πορομάνσκα στο περ. «Ελληνική Διεθνής Γλώσσα» του ΟΔΕΓ, έτος 16, τόμος Ζ, τ. 8, σελ. 408)… Αν η Ελλάδα δημιουργούσε τότε κάποιον πιστοποιημένο φορέα διδασκαλίας ελληνικής γλώσσας (π.χ., κάτι σαν το Ινστιτούτο Γκαίτε), υπήρχαν πολλές πιθανότητες η ελληνική γλώσσα να γινόταν γλώσσα εργασίας στα Βαλκάνια…

Τα γράφω με θλίψη ενθυμούμενος μια συζήτηση που είχα τον Ιούνιο του 2009 ως πρόεδρος του Δ.Σ. του ΚΘΒΕ με τον υπουργό Πολιτισμού της Σερβίας Νεμπόισα Μπράντιτς για το πώς θα μπορούσε να αναδειχθεί ο Ρήγας Φεραίος ως σύμβολο βαλκανικής φιλίας και συνεργασίας με πολιτιστικές εκδηλώσεις βαλκανικών φορέων, με επίκεντρο τον πύργο που φυλακίστηκε και θανατώθηκε στο Βελιγράδι. Ας μην πούμε περισσότερα.

Ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει ότι τέλη του 20ού αιώνα οι γεωπολιτικές εξελίξεις δημιούργησαν μια ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα ώστε να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, αλλά η ηγεσία της διαχρονικά όχι μόνο δεν την αξιοποίησε, αλλά και οδήγησε την Ελλάδα σε τέτοια παρακμή ώστε έφτασε στο σημείο το 2018 να αναγνωρίσει μια σλαβική-βουλγαρική διάλεκτο ως «μακεδονική γλώσσα»…

*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

Πηγή