Σε εφιάλτη για την Ευρώπη τείνουν να μετατραπούν οι λύκοι που ζουν στην περιοχή γύρω από το Τσερνομπίλ. Οι συγκεκριμένοι λύκοι μετακινούνται ελεύθερα εκτός της ζώνης προστασίας, που δημιουργήθηκε μετά το πυρηνικό ατύχημα, εντείνοντας τους φόβους ότι ενδέχεται να μεταφέρουν μεταλλαγμένα γονίδια.
Η περιοχή είχε αποκλειστεί για τους ανθρώπους μετά την καταστροφή της 26ης Απριλίου του 1986 λόγω των ανησυχιών για τα επίπεδα ραδιενέργειας, αλλά τα τελευταία χρόνια άνοιξε για επισκέψεις τουριστών. Ωστόσο, απουσία ανθρώπων όλα αυτά τα χρόνια, οι λύκοι πολλαπλασιάστηκαν εντός της ζώνης των 30 χιλιομέτρων κι έφθασαν περίπου τους 300 πριν από δύο χρόνια.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια, του Πανεπιστημίου του Μιζούρι και του Institute of Environmental Radioactivity παρακολουθούν τις μετακινήσεις 14 γκρίζων λύκων στους οποίους φόρεσαν κολάρα με πομπούς GPS κι όπως διαπίστωσαν τα σαρκοβόρα θηλαστικά τείνουν να μεταναστεύουν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον – ένας νεαρός λύκος, μάλιστα, απομακρύνθηκε από την απαγορευμένη ζώνη κατά περίπου 300 χιλιόμετρα!
«Όχι, δεν λάμπουν από την ακτινοβολία οι λύκοι εκεί. Έχουν όλοι τους τέσσερα πόδια, δύο μάτια και μια ουρά», τονίζει ο Μάικλ Μπάιρν, ερευνητής του Πανεπιστημίου του Μιζούρι και επικεφαλής της συγκεκριμένης έρευνας, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση European Journal of Wildlife Research. Εγείρει, ωστόσο, ερωτηματικά για την πιθανότητα λύκοι που μολύνθηκαν από την ραδιενέργεια να μεταφέρουν μεταλλαγμένα γονίδια σε άλλες αγέλες, αν και μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν αποδείξεις για κάτι τέτοιο.
«Αυτά τα ευρήματα ίσως να μην αφορούν μόνον τους λύκους», λέει. «Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και με άλλα ζώα».
Ωστόσο, ο ίδιος σπεύδει να καθησυχάσει: «είναι ένα ενδιαφέρον πεδίο μελλοντικής έρευνας, αλλά εγώ δεν θα ανησυχούσα…»
Προηγούμενες έρευνες στο Τσερνομπίλ και τη Φουκουσίμα αποκάλυψαν «σημαντικές γενετικές, και αναπτυξιακές επιπτώσεις από την έκθεση σε ραδιενεργούς μολυσματικούς παράγοντες». Οι γενετικές μελέτες στο Τσερνομπίλ έδειξαν «αυξημένα ποσοστά γενετικών βλαβών και μεταλλάξεων».