Οι «ψίθυροι» που θα ακουστούν δυνατά για το είδος και τον τρόπο υπολογισμού των αμυντικών δαπανών μας

Από τον
Αλέξανδρο Τάρκα

Εικόνα: Αλέξανδρος Τάρκας

Αντιπαράθεση της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ για το ύψος και -κυρίως- για το είδος και τον τρόπο υπολογισμού των αμυντικών δαπανών της θα προκύψει το αμέσως προσεχές διάστημα μετά τη σύγκρουση, επί του ιδίου θέματος, μεταξύ των ΗΠΑ και πολλών χωρών της γηραιάς ηπείρου.

Το επιχείρημα που διατυπώνεται, προς το παρόν μόνον υπογείως, είναι ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να επιβραβεύεται από την Ατλαντική Συμμαχία και τις ΗΠΑ ως ένα από τα λίγα μέλη του ΝΑΤΟ που επιτυγχάνει τον στόχο αμυντικών δαπανών άνω του 2% του ΑΕΠ, επειδή το μεγαλύτερο μέρος αφορά την πληρωμή μισθών και συντάξεων αντί νέων εξοπλισμών και εκσυγχρονισμού των υφιστάμενων συστημάτων.

Αφετηρία της αντιπαράθεσης θα αποτελέσει η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ την επόμενη εβδομάδα (11 και 12 Ιουλίου), καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έστειλε επιστολές στις κυβερνήσεις ορισμένων συμμάχων, υπογραμμίζοντας -για πολλοστή φορά- την ανάγκη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους στο 2%. Αποδέκτες των επιστολών ήταν οι ηγέτες του Βελγίου, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, της Νορβηγίας και της Ολλανδίας. Η επισήμανση του προέδρου Τραμπ δεν αποτελεί μονομερές αμερικανικό αίτημα αλλά ομόφωνη απόφαση όλων των μελών του ΝΑΤΟ κατά τις προηγούμενες συνόδους του, στην Ουαλία το 2014 και τη Βαρσοβία το 2016, όταν κρίθηκε ότι χρειάζονται σταδιακές ενέργειες για την επίτευξη του 2% το αργότερο έως το 2024.

Μέχρι σήμερα πάνω από τον στόχο ή πολύ κοντά βρίσκονται η Ελλάδα, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Πολωνία, η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία και η Ρουμανία. Επίσης, συγκεκριμένα σχέδια (και έναρξη υλοποίησής τους) έχουν παρουσιάσει η Βουλγαρία, η Γαλλία, το Μαυροβούνιο, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Τουρκία, ενώ τα υπόλοιπα μέλη είτε αδρανούν είτε ο προγραμματισμός τους είναι, μάλλον σκόπιμα, αόριστος.
Γι’ αυτό και ο κ. Τραμπ υπογραμμίζει στην επιστολή του «καταλαβαίνω τις εσωτερικές πολιτικές πιέσεις» (επισημαίνοντας ότι και ο ίδιος χρειάστηκε να ξεπεράσει παρόμοια εμπόδια), αλλά «θα καταστεί αυξανόμενα δύσκολο να δικαιολογήσω στους Αμερικανούς πολίτες γιατί ορισμένες χώρες εξακολουθούν να αποτυγχάνουν στην υλοποίηση των συλλογικών μας δεσμεύσεων ως προς την ασφάλεια».
Προσθέτει, επίσης, ότι «πρέπει να εξασφαλίσουμε την αξιοπιστία της Συμμαχίας με το να ανταποκριθούμε στις συμφωνηθείσες δεσμεύσεις μας». Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα προέρχονται από την επιστολή των προέδρου των ΗΠΑ προς την πρωθυπουργό της Νορβηγίας Ερνα Σόλμπεργκ, η οποία δημοσιοποιήθηκε από την εφημερίδα του Οσλο «Verdens Gang», αλλά εκτιμάται ότι οι διατυπώσεις και προς τους άλλους ηγέτες είναι περίπου ταυτόσημες.

Κατόπιν αυτών, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες επικρίνουν (ακόμα ανεπίσημα) την Ελλάδα ότι δεν πρέπει να προβάλλει τα ποσοτικά και ποσοστιαία στοιχεία, αλλά να φροντίσει τα ποιοτικά, καθώς, πέραν του 2%, πρέπει να διαπιστωθεί και το είδος των δαπανών.
Οι «ψίθυροι» που θα ακουστούν πιο καθαρά και δυνατά τους επόμενους μήνες επικρίνουν την Ελλάδα επειδή το 75% των συνολικών αμυντικών δαπανών της προορίζεται για τη μισθοδοσία του στρατιωτικού και του πολιτικού προσωπικού και για τα μετοχικά ταμεία τους, ενώ άλλα μέλη του ΝΑΤΟ ξοδεύουν μεγάλα ποσά για προγράμματα προμηθειών και εκσυγχρονισμού των αμυντικών συστημάτων τους. Σε αυτό το πλαίσιο, προσθέτουν ότι απαιτείται «διαφορετικός τρόπος μέτρησης» των αμυντικών δαπανών, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι και ο ειδικότερος στόχος για αμυντικές επενδύσεις 20% (ως προς το σύνολο του 2%) πρέπει να επανεξεταστεί, επειδή αφορά κυρίως οπλικά και ηλεκτρονικά συστήματα βιομηχανιών των ΗΠΑ και όχι της Ευρώπης!

Μ εγάλο ερώτημα παραμένει η στάση της Γερμανίας, η οποία αρνείται να προχωρήσει σε άμεσες ενέργειες αύξησης από το σημερινό 1,13% στο 2%, ισχυριζόμενη ότι θα έπρεπε να δαπανήσει το αστρονομικό ποσό των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αντιπροτείνει σταδιακές αυξήσεις από 0,15% έως 0,25% και δημοσιοποιεί σκέψεις για διάφορα προγράμματα, όπως η αγορά έξι μεταγωγικών αεροπλάνων, ενός (1!) ελικοπτέρου έρευνας-διάσωσης και συστημάτων επικοινωνίας κόστους 450.000.000 ευρώ έως τα τέλη του 2018.
Επίσης, προβάλλεται η συζήτηση αύξησης του αμυντικού προϋπολογισμού της από 37 δισ. ευρώ το 2017 σε 42,4 δισ. το 2021, αλλά και πάλι το ποσοστό, ως προς το γερμανικό ΑΕΠ, θα έχει αυξηθεί από 1,13% σε μόλις 1,15%. Φημολογείται, επίσης, η αγορά drones αξίας 1 δισ. ευρώ για την περίοδο 2019-2028 σαν «απόδειξη της πολιτικής απόφασης» αύξησης του αμυντικού προϋπολογισμού του Βερολίνου.

Εναντι αυτών, και για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση της Ελλάδας, μόνον ο εκσυγχρονισμός των F-16, που πρόσφατα οριστικοποιήθηκε με ετήσιες πληρωμές έως το 2028, ανέρχεται σε 1,3 δισ., ενώ με το ίδιο συμβόλαιο καλύπτεται και το απαιτούμενο 20% για τις αμυντικές επενδύσεις και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης!

*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη

ΠΗΓΗ