Από τον διάλογο στην Ε.Ε. απουσιάζουν ορισμένα σημαντικά. Λόγου χάριν, απουσιάζει η παραδοχή ότι από το βάθος των χιλιετιών της ανθρώπινης ιστορίας και του πολιτισμού, μετανάστευση και μετανάστης λειτούργησαν ως κινητήριες συνθήκες προόδου, όσμωσης, ειρήνης.
Σήμερα, θεωρούνται μήτρα του κακού. Λες και η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Γερμανίας να μην οφείλεται στη γενναία συγχώρεση των Συμμάχων και στην εργασία εκατομμυρίων μεταναστών∙ όπως και του Βελγίου, της Αυστρίας ή και της Σκανδιναβίας ∙ λες και οι ΗΠΑ να μην αναγνωρίζουν την πολιτισμική ταυτότητά τους∙ λες και ο Ομπάμα ή ο Τραμπ να μην είναι απόγονοι κάποιου μετανάστη.
Από την άλλη, ολόκληρος ο 20ός αιώνας, αφαιρετικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια κούρσα ανάμεσα σε δύο εκδοχές που, το δίχως άλλο, έδωσαν ρυθμό στις κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις και προκάλεσαν κοινωνικά αναχώματα ενάντια στις σύγχρονες δυστοπίες και στην κατασκευή του «Αλλου»∙ του «εχθρού». Η πρώτη εκδοχή ήταν του Τζωρτζ Όργουελ με το μνημειώδες «1984»: της κόλασης που έστησε ο άνθρωπος μέσω του κρατικού ολοκληρωτισμού.
Η δεύτερη ήταν το ηδονιστικό υποκατάσταστο του παράδεισου που έδωσε με τον «Θαυμαστό νέο κόσμο» ο Αλντους Χάξλεϋ: εκεί τα πάντα ήταν καταναλωτικά αγαθά και ο άνθρωπος είχε σχεδιαστεί γενετικά για να είναι ευτυχισμένος και να χορεύει Οργκυ-Πόργκυ.
Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, για κάποιο διάστημα, φάνηκε να κερδίζει ο «Θαυμαστός νέος κόσμος» ‒ με την έννοια ότι, από δω και πέρα, ο κρατικός έλεγχος θα ήταν ελάχιστος και το μόνο που θα είχαμε να κάνουμε ήταν να ψωνίζουμε χορεύοντας το Οργκυ-Πόργκυ. Αργότερα, η παγκόσμια ύφεση, η κρίση χρέους και, κυρίως, η διαχείριση της κρίσης χάλασε τη συνταγή του ευτυχισμένου καταναλωτισμού. Πολλά άλλαξαν με το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Ο κόσμος βρέθηκε αντιμέτωπος με την ταυτόχρονη προοπτική δύο αντιφατικών δυστοπιών: των ανοιχτών αγορών και των κλειστών μυαλών. Και, βέβαια, με την αυστηρή κρατική επιτήρηση να ξαναεπιστρέφει παντού εκδικητική: από τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη δημοσιονομική ασφυξία έως την ταύτιση του μετανάστη με την τρομοκρατία, τον Ισλαμικό φονταμενταλισμό και την «εισαγόμενη φτώχεια».
Το «δωμάτιο 101» (ο θάλαμος βασανιστηρίων στο Υπουργείο Αγάπης στο «1984» του Οργουελ), έζησε για χιλιετίες μαζί μας, όπως και τα μπουντρούμια του Κολοσσαίου της Ρώμης, η Ιερά Εξέταση, η Βαστίλη, ο Πινοσέτ, η χούντα της Ελλάδας ή της Αργεντινής, ο πόλεμος του Κόλπου, της Συρίας, της Παλαιστίνης και ο λιμός στην Αφρική. Όλα βασίστηκαν σε ένα σύστημα μυστικότητας, αρπαγής, συμφερόντων και στην κατάχρηση της εξουσίας. Σε κάθε τόπο και εποχή υπήρξε και μία διαφορετική εκδοχή.
Όμως, ο τρόπος με τον οποίο πνιγόταν η κάθε διαφορετική πρόταση και φιμωνόταν η κάθε διαφωνία, ήταν σχεδόν πανομοιότυπος. Με βιωμένο τον όλεθρο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη-φρούριο μιλά σήμερα για «πλατφόρμες αποβίβασης», για «ελεγχόμενα κέντρα» και ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων σε σχέση με το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα. Ακόμα διερευνά αν όλα αυτά συνάδουν με το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Θα μπορούσαν οι ηγέτες να μιλήσουν ανοιχτά για «Σχέδιο Μαδαγασκάρη»;
Το σχέδιο περιελάμβανε την πολιτική των Ναζί για εξαφάνιση των Εβραίων μέσω μιας μεγάλης αναγκαστικής μετανάστευσής τους στην Αφρική ή σε κάποια άλλη αποικία, π.χ., στη Μαδαγασκάρη. Προφανώς, δεν το λένε, γιατί ήταν σχέδιο του Χίτλερ. Αλλά το σκέφτονται∙ το κάνουν. Και, σε κάθε περίπτωση, μήπως οφείλουν να ξαναρίξουν μια ματιά στον «Θαυμαστό νέο κόσμο»;
Σε κάποιο σημείο ο Χάξλεϋ μίλησε για έναν Δρυμό «πεντακόσιες εξήντα χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα χωρισμένο σε τέσσερις Υποδρυμούς, περιβαλλόμενους από ηλεκtροφόρα καλώδια συρματοπλέγματα υψηλής τάσης… πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα συρματοπλέγματος φορτισμένου με εξήντα χιλιάδες βολτ… απ’ όπου κανείς δεν μπορεί να δραπετεύσει». Υπάρχουν και τέτοιες λύσεις τύπου «Μαδαγασκάρη» για χώρες που είναι δημογραφικές βόμβες, όπως η Γερμανία.
Οπως η Ελλάδα που, ενώ εξαντλεί το πολιτικό της κεφάλαιο για τη μείωση ή όχι των συντάξεων, αγνοεί επειδεικτικά τη γήρανση του πληθυσμού, την κατάσταση του εργατικού δυναμικού και τη δυνητική ανάπτυξη που θα εξασφαλίσει τη συνταξιοδοτική βιωσιμότητα. Η Ε.Ε., από την άλλη, μπροστά στην απειλή της πείνας και της φτώχειας εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο, μοχθεί για την ευημερία των αριθμών, τον καθαρό καθολικισμό και αδιαφορεί για τη γυμνή ζωή.
Εχει την πολυτέλεια να αφιερώνει πόρους και πολιτικό κεφάλαιο σε συναντήσεις που αναβάλουν αποφάσεις και έχουν μετατρέψει τον ευρωπαϊσμό σε ευαγγέλιο σωτηρίας της Γερμανίας, στιγματίζοντας ως πολυτέλεια τα δικαιώματα του ανθρώπου αλλά και τον πολιτισμό του ανθρώπου.
Για την περιγραφή της «άφωνης απαισιοδοξίας», ας ακούσουμε μια πρόσφυγα, τη Χάνα Άρεντ: «… Η αισιοδοξία μας είναι η μάταιη προσπάθεια να κρατήσουμε το κεφάλι έξω από το νερό… αν σωθούμε αισθανόμαστε ταπεινωμένοι, και αν κάποιος μας βοηθήσει αισθανόμαστε εξευτελισμένοι…» Ας θυμηθούμε ξανά την αποστροφή στη δυστοπία του Χάξλεϋ: «Κάποτε οι άνθρωποι…»