Τα κοντινότερα πράγματα είναι συχνά τα πιο μακρινά και τα πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα είναι τα πιο ακατανόητα. Ο Ιμπραήμ, για τον οποίο το παρελθόν είναι ξεπερασμένο και ζει μια συνηθισμένη «δυτική» ζωή στην Πόλη, ταξιδεύοντας πίσω στο Μάρντιν, στα βουνά πάνω από τη Συρία, έρχεται αντιμέτωπος μ’ αυτό που είχε ξεχάσει: τον ανορθολογισμό της ανατολής και τη δύναμη του παραλόγου.
… Ξέρεις τι σημαίνει χαρέσε; Υπάρχει στην έρημο ένα αγκάθι που αρέσει πολύ στις καμήλες. Με το που θα το δουν, το κόβουν κι αρχίζουν να το μασούν. Το αιχμηρό αγκάθι ανοίγει πληγές στο στόμα τους, οι πληγές ματώνουν. Ωστόσο, όταν η γεύση του αλμυρού αίματος αναμειχθεί με τη γεύση του αγκαθιού, αυτό τους αρέσει ακόμη πιο πολύ. Έτσι, όσο τρώνε ματώνουν, όσο ματώνουν τρώνε, δεν χορταίνουν να καταπίνουν το αίμα τους…
Σε ένα πλαίσιο απολύτως επίκαιρο, ο Λιβανελί στο νέο του μυθιστόρημα μας παρασύρει σε ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο της Μέσης Ανατολής, μέσα από τη σχέση του Χουσεΐν με τη Μελεκνάζ, τους πρόσφυγες, την ιστορία των Γεζιντί, που οι ανιστόρητοι λένε ότι «λατρεύουν τον διάβολο». Το ταξίδι του Ιμπραήμ στη γενέτειρά του, το Μάρντιν, είναι ένα ταξίδι στη βία του πιο ανελέητου προσώπου της Μέσης Ανατολής, στον έρωτα και, ίσως, στην αυτογνωσία.