«Γνῶθι σαὐτὸν» Δελφικό παράγγελμα.

«Ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ, ρε;» Νεοελλαδικό πρόσταγμα ταυτοτικού ετερoπροσδιορισμοῦ.

Ὁ Παυσανίας στό «Ἑλλάδος Περιήγησις» (βιβλίο 10, κ. 24, στ.1-13) μᾶς λέει ὅτι τό Μηδέν ἄγαν καί τό Γνῶθι σαὐτὸν εἶναι δυό ἀπό τά ρητά πού ὑπάρχουν στόν πρόναο στούς Δελφούς καί εἶναι χρήσιμα γιά τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Οἱ παραδόσεις πού εἶχε ἀκούσει ὁ Παυσανίας ἀποδίδουν τά δελφικά παραγγέλματα σέ ἐκείνους «πού οἱ Ἕλληνες λένε ὅτι ἔγιναν σοφοί». Στη συνέχεια μᾶς τούς παραθέτει ἀναλυτικά:
«Αὐτοί ἦταν ἀπό τήν Ἰωνία ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος καί ὁ Βίας ὁ Πριηνέας, ὁ Πιττακός ὁ Μυτιληναίος ἀπό τούς Αιολεῖς τῆς Λέσβου, ὁ Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος ἀπό τούς Δωριεῖς τῆς Ἀσίας, ὁ Ἀθηναῖος Σόλωνας καί ὁ Σπαρτιάτης Χίλωνας. Ὁ Πλάτωνας, ὁ γιός τοῦ Αρίστωνα, ἀναφέρει ὡς ἕβδομο ἀντί γιά τόν Περίανδρο, τόν γιό τοῦ Κυψέλου, τόν Μύσωνα τόν Χηνέα· οἱ Χῆνες εἶναι κωμόπολη στό βουνό Οἴτη. Αὐτοί λοιπόν οἱ ἄνδρες πῆγαν στούς Δελφούς καί ἀφιέρωσαν στόν Ἀπόλλωνα τά ἀποφθέγματα ‘γνώρισε τόν ἑαυτό σου’ καί ‘τίποτε ὑπερβολικό’».

Ἡ ἄποψη τοῦ Παυσανία εἶναι μία ἀπό τίς κρατοῦσες σχετικά μέ τήν προέλευση τοῦ γνῶθι σαὐτὸν. Την προτεραιότητα καί τό ἐπεῖγον τῆς ἀναζήτησης τοῦ ἀληθοῦς ἑαυτοῦ τήν εἶχε ἀναδείξει καί ὁ Σωκράτης στήν «Ἀπολογία» του (38a5-6) μέ τό «ὁ δέ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ» (ἡ ζωή χωρίς αὐτοεξέταση δέν εἶναι αξιοβίωτη).

Τό σύνολο τῶν ἐπιτευγμάτων καί τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου ἰσορροποῦσε πάνω
στόν νοητό ἄξονα ποῦ ὅριζαν τά δελφικά προτάγματα. Εἰδικά τό γνῶθι σαὐτὸν ἦταν καί παραμένει ἡ ἀφετηρία ἀπ’ ὅπου ξεκινᾶ (καί ἴσως ὁλοκληρώνεται ἐκεῖ) ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀρετῆς, τῆς γαλήνης, τῆς εὐδαιμονίας καί τῆς ἐπαφῆς μέ τόν θεῖο σπινθήρα πού φέρουν ἐντός τους οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ ἀνάγκη γιά ἐντοπισμό τοῦ ἀληθοῦς ἑαυτοῦ εἶναι ἡ πηγή κάθε ἔμπνευσης καί κάθε εὐσεβοῦς, ὑψηλοῦ συναισθήματος ἡμῶν τῶν τραγικῶν πλασμάτων πού γνωρίζουμε ὅτι ὅσο καλά καί νά παίξουμε τό σύνθετο παιχνίδι τῆς ἐπίγειας ζωῆς τό τέλος καί ἡ ὅποια αἴσθηση τῆς νίκης θά συνοδεύεται πάντα ἀπό τόν θάνατο.
Ἡ αὐτογνωσία βοηθᾶ νά καταλαγιάσει ὁ πόνος τοῦ ἀναπόφευκτου χωρισμοῦ ἀπ’ ὅλους καί ἀπ’ ὅλα, πού φέρνει τό πέρας τοῦ βίου.
Ἡ ἀπάλυνση αὐτῆς τῆς πληγῆς εἶναι καί προϋπόθεση ἀληθοῦς γνώσης καί ἀτομικῆς καί συλλογικῆς προόδου. Χωρίς αὐτογνωσία ὁ ἄνθρωπος φτάνει σέ χαμηλότερο σημεῖο ἀπό τό ζωικό βασίλειο γιατί μετατρέπεται σέ μία χαλασμένη μηχανή, πού εἰδικεύεται μόνο στήν ἱκανοποίηση ἐνστίκτων και ρέπει στο κακό.

Τό «ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ, ρε;» εἶναι μία τόσο ἠχηρή ὅσο καί ἀποκαλυπτική (μέ τήν ἀπόγνωσή της) κραυγή. Συνήθως ἐκστομίζεται ἀπό ἀξιοθρήνητα πλάσματα, τά ὁποία ἀντλοῦν νομιμοποίηση ὕπαρξης, ἡδονή καί ταυτότητα ἀπό τήν πρόκληση ἀμήχανου φόβου καί ἀνασφάλειας στούς ἄλλους.
Αὐτή ἡ φράση, τόσο συνηθισμένη στήν πτωτική καί πνευματικά καί ὑλικά κατεχόμενη Ἑλλάδα, ἀποτελεῖ ἕνα κατοπτρικό εἴδωλο καί συνάμα βλάσφημη στρέβλωση τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ ἀγώνα γιά αὐτογνωσία.

Ὅποιος ΕΙΝΑΙ δέν ρωτάει φωναχτά τρίτους γιά νά τοῦ ἐπαναλάβουν πόσο φοβερός καί ἰσχυρός καί ἐπικίνδυνος δείχνει ἤ μπορεῖ νά εἶναι. Μόνο ἀρλεκίνοι σέ φτηνιάρικα θεάματα ποικιλιῶν δικαιοῦνται νά ἀπευθύνουν τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα σέ τρίτους.
Οἱ κανονικοί ἄνθρωποι πού προσδοκοῦν αναβίβαση τῆς ὑπάρξεώς τους ἀπό τό ἀμιγῶς ζωικό-υλικό ἐπίπεδο ἀπευθύνουν σιωπηλά καί μέ ἀποδέκτη τόν ἑαυτό τούς τήν ἐρώτηση γιά τήν πραγματική ταυτότητά τους.

Τό «ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ, ρε;» μπορεῖ νά εἶναι σχετικά πρόσφατο ρητορικό ἐρώτημα ἀλλά ταιριάζει μέ ὅλες τίς παρακμιακές ἐποχές ὅπου τό Α καί τό Ω τῶν ἀρετῶν θεωρεῖται ἡ δεινότητα στή σώρευση ὑλικῶν πόρων καί δυνάμεων. Ἐπίσης, ἔτσι ὅπως τίθεται τούτη ἡ ἀπορία ὑποβιβάζει τό μέγιστο ὑπαρκτικό ζήτημα, πού εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀληθοῦς ταυτότητας. «Ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ, ρε;» σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση σημαίνει «ξέρεις πόσο μεγάλο κακό μπορῶ νά σοῦ κάνω;».

Ὁ Χρόνος, πού φροντίζει νά μήν ἀφήνει παρά ἐλάχιστα ἄξια λόγου στό πέρασμά του, ξέρει νά σαρκάζει ὅσο κανείς ἄλλος σ’ αὐτή τήν πλάση.
Οἱ Ἕλληνες, ἕνας λαός πού διακρίθηκε γιά τό ΕΙΝΑΙ του, κατάφερε νά ξεχωρίσει ἀναζητώντας τήν ταυτότητά του καί διαμορφώνοντας ἕνα σπάνιας ποιότητας συλλογικό ΕΓΩ.
Ὁ ἴδιος λαός, αἰῶνες ἀργότερα, διασύρεται χάνοντας τήν ταυτότητά του ἐπιλέγοντας φαυλεπίφαυλες ἡγεσίες τήν ἴδια στιγμή πού οἱ χυδαιότεροι τῶν Ἑλλήνων κραυγάζουν «ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ, ρε;».

ΠΗΓΗ