Το θυμάμαι σαν τώρα. «Πρέπει μόνο να γκρεμίζουμε πια. Δεν γίνεται να συνεχίζουμε να χτίζουμε». Αυτό ακριβώς μου είχε πει πριν από είκοσι χρόνια η αγαπημένη μου εξαδέλφη, ένα πλάσμα χαρισματικό και για αυτό άναρχο, φοιτήτρια τότε Αρχιτεκτονικής Θεσσαλονίκης. Ήταν η πρώτη φορά που ηχούσε στα αυτιά μου κάτι τέτοιο, είχα μείνει ενεή. Η Ελλάδα βίωνε τότε την ευφορία της αντιπαροχής, επικρατούσε ένα απροκάλυπτο κυνήγι άμεσου κέρδους και προσωπικής απενεχοποιημένης απόλαυσης. Καινούριο σπίτι, καινούργιο διαμέρισμα, καινούργιο εξοχικό και πάλι από την αρχή.

Μου πήρε χρόνια να καταλάβω τι μπορεί να εννοούσε τότε η Χρ., αλλά κάθε φορά που η ζωή και η πραγματικότητα μου έδειχνε στην πράξη τι προσπαθούσε να μου πει, να μας πει, ο τρόπος ήταν οδυνηρός, ολέθριος. Τη Δευτέρα 23 Ιουλίου κάηκε η μισή Αττική, κάηκε ολοσχερώς η Κινέτα, όπου και είχαν συγκεντρωθεί όλες οι δυνάμεις πυρόσβεσης, αφήνοντας εντελώς αβοήθητους τους πληθυσμούς, σε Ραφήνα, Μάτι, Βουτζά, ανατολική Αττική, χωρίς καμία πολιτική προστασία, σχεδιασμό, διαχείριση, ενημέρωση. Δεκάδες ανθρώπινες ζωές χάθηκαν, εκατοντάδες τραυματίες, όλη νύχτα ασθενοφόρα ούρλιαζαν, περιουσίες κατεστράφησαν.

Εκείνη τη νύχτα αργά όταν κουλουριάστηκα να κοιμηθώ, ο ύπνος με πήρε με αυτή τη σκέψη: «Θεέ μου να είσαι κοντά στους ανθρώπους που σε έχουν απόψε ανάγκη». Αλλά καμιά φορά ο Θεός δεν φτάνει. Κι όταν χαράματα άνοιξα τα μάτια μου, τα νέα ξεπερνούσαν κάθε υπόθεση, κάθε φαντασία.

Για αυτό που συνέβη, φέρουμε ευθύνη όλοι μας, φταίει ο καθένας από εμάς. Φταίμε για τον τρόπο που ζούμε, φταίμε για τον τρόπο που σκεφτόμαστε, φταίμε για τον τρόπο που κάνουμε τις επιλογές μας. Με τη στοιχειώδη διαχείριση, άνθρωποι θα είχαν σωθεί έστω την τελευταία στιγμή, έστω με μία ύστατη διαταγή εκκένωσης.

«Οι άνθρωποι θα μείνουν πτωχοί, γιατί δεν θα ‘χουν αγάπη στα δέντρα», είχε πει ο Πατροκοσμάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Οι άνθρωποι έχουν μείνει πτωχοί, διότι δεν αγαπούν τα δέντρα, δεν αγαπούν τα ζώα, δεν υπολογίζουν τη φύση. Δεν γνωρίζουν, δεν διδάσκουν και δεν διδάσκονται «ομολογουμένως τη φύσει ζην». Να ζουν δηλαδή με «όμοιο λόγο», σε αγαστή αρμονία, με σεβασμό προς τη φύση, το περιβάλλον, οτιδήποτε τους περιβάλλει, έμψυχο και άψυχο.

Αβάσταχτη ελαφρότητα

Ο Μίλαν Κούντερα, στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, του άρεσε να τονίζει πόσο μακριά μπορεί να μας πάει μία μόνο μας επιλογή, τι τρομερές συνέπειες μπορεί να έχει για τη ζωή μας. Μία απόφαση φέρνει μια άλλη απόφαση και ύστερα άλλη απόφαση, και ούτω καθεξής. Δημιουργείται μία αλυσίδα αποτελεσμάτων και σπάνια συνειδητοποιούμε αυτή η πρώτη μας απόφαση πόσο μακριά μπορεί να μας βγάλει.

Ένα είναι σίγουρο. Ο καθένας από εμάς οφείλει να το επαναλάβει για τρεις ημέρες ως άσκηση, να προσπαθεί να φανταστεί πως είναι να έχει αγκαλιά το παιδί του και να γνωρίζει ότι μαζί θα αναληφθούν από το άρμα του Ήλιου στον ουρανό. Ξανά, ξανά και ξανά, μέχρι να βάλει, να δανειστεί, να αγοράσει μυαλό. Ή έστω να είναι πιο προσεκτικός την επόμενο φορά που θα κληθεί να επιλέξει, να αποφασίσει, να σκεφτεί, να συμπεριφερθεί στον έξω κόσμο.

Διότι όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, τελούμε βυθισμένοι στην προσωπική μονόπρακτη μακαριότητα μίας χρήσεως. Διαφορετικά δεν είναι παρά ζήτημα σκαιής τύχης ή συγκυρίας να βρεθούμε στη θέση τους.

Η μαρτυρία

Μαρτυρία λιμενικού: «Πιάνω βάρδια στη Ραφήνα δύο το μεσημέρι και μαθαίνω ότι καίγεται η Κινέτα. Κοιτάζω ψηλά και βλέπω την κάπνα, η οποία είχε φτάσει πάνω από το λιμάνι. Μόλις φεύγει το Μαρμαριώτικο, μου λέει ένας καβοδέτης, μετά από μια ώρα μαθαίνω ότι πρέπει να καίγεται και η Πεντέλη. Δεν περνάνε 10 λεπτά και βλέπω και από τη μεριά του Μαραθώνα καπνό. Μέσα σε μισή ώρα δεν βλέπαμε απέναντι την Εύβοια. Ξαφνικά ο καπνός έγινε τόσο έντονος που μύριζε η ατμόσφαιρα και κατάλαβα ότι πλησιάζει. Σε μισή ώρα μέσα καιγόταν οι γύρω περιοχές της Ραφήνας και αμέσως πήραμε τα σκάφη να πάμε στις παραλίες να σώσουμε κόσμο.

Την ώρα που ξεκινάμε από την κάπνα δεν είχαμε ορατότητα στα 10 μέτρα, περνάμε το λιμενικό μας καταφύγιο και στο μισό μίλι δεν μπορούσαμε από τον καπνό να πλησιάσουμε, δεν βλέπαμε που είναι η στεριά. Ήταν ακριβώς σκηνικό όπως όταν γίνεται είσοδος ομάδων στο γήπεδο και είσαι στο πέταλο. Ακριβώς! Δεν μπορούσαμε και τα 15 σκάφη να πλησιάσουμε. Ούτε εμείς, ούτε οι ιδιώτες που ήρθαν με τα σκάφη τους να βοηθήσουν. Γυρνάμε πίσω και βλέπουμε να καίγεται το λιμάνι. Παντού φλόγες, ορατότητα μηδέν, δεν έβλεπα το φυλάκιο της εισόδου από την προβλήτα. Μου λιποθυμούσε κόσμος από τις αναθυμιάσεις και δεν ήξερα ποιον να πρωτοπιάσω.

Καιγόταν μέχρι και η άμμος

Νυχτώνει σε λίγο και μπαίνω στο καΐκι Αρμενιστής μαζί με δύο καταπληκτικούς Αιγυπτίους ψαράδες. Πάμε στο Μάτι να σώσουμε κόσμο. Μέσα στη νύχτα με τους φακούς να ουρλιάζουμε μήπως βρούμε κανένα. Ξάφνου βλέπουμε σινιάλα από διάφορες ακτές και ουρλιαχτά σε βοήθεια. Καιγόταν μέχρι και η άμμος, σπίτια, δένδρα, αυτοκίνητα, φορτηγά. Πλησιάζουμε και φορτώνουμε κόσμο με χίλια ζόρια αφού ήταν γεμάτο ξέρες το μέρος και δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε. Κλάματα ο κόσμος, ουρλιαχτά «καιγόμαστε σας παρακαλώ θα σας δώσω όλη την περιουσία μου», ο ένας, «σας παρακαλώ ψάχνω τα δύο μωρά μου και τη γυναίκα μου» ο άλλος. Μνήμες μικρασιατικής καταστροφής. Ίδιες κουβέντες, ίδιες λέξεις, ίδιες αγωνίες.

Μετά στο λιμάνι να έρχονται οι συνάδελφοι με τα σκάφη κάθε ένα λεπτό με κόσμο. Στην προβλήτα άλλοι αγκαλιάζονταν, άλλοι φώναζαν επίθετα δικών τους, άλλοι έβγαιναν καμένοι στο σώμα, στο πρόσωπο, άλλοι ούρλιαζαν για την περιουσία τους. Ξέρετε κάτι; Δεν έχω γράψει δημόσια ποτέ για τη δουλειά μου. Η μάλλον όταν πήγα και βοηθούσα πρόσφυγες στον Πειραιά κάτι είχα γράψει. Όμως σήμερα σώσαμε τόσο κόσμο, τόσο κόσμο που θα πέθαινε 100%. Θέλω να πω ένα τεράστιο ευχαριστώ στους συναδέλφους μου και στους Αιγυπτίους ψαράδες. Σήμερα ένιωσα ακόμα μια φορά ότι αξίζει τον κόπο να κάνεις αυτή τη δουλειά.

Λυπάμαι, όμως, που ένας εκ των νεκρών ήταν ο Πάτερ Σπύρος από τον Άγιο Νικόλα Χαλανδρίου. Καλό παράδεισο παπά Σπύρο. Α, και κάτι άλλο. Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που πιστεύει ότι η φωτιά μπήκε για να κάνουν οικόπεδα τα δάση. Αυτοί οι εμπρησμοί είναι διαφορετικοί. Από αλλού. Καλή δύναμη και μην αναρωτιέστε τι θα γίνει τώρα. Θα ξαναφτιάξουμε την καμένη γη, θα ξαναφυτέψουμε, θα ξανακτίσουμε. Τι είπε ο Χριστός; Δέκα φορές θα πέσεις δέκα θα ξανασηκωθείς. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Αλλά και άλλη υπομονή. Αυτό κρατήστε το».

Είναι αρετή μεγάλη ο άνθρωπος να μην οργίζεται. Αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερη αρετή να οργίζεται όταν και όπου πρέπει. Αριστοτέλης, παραφρασμένος στη νεοελληνική.

Μυρένα Σερβιτζόγλου

 

ΠΗΓΗ