Το αποτέλεσμα ανέδειξε και πάλι την έλλειψη στοιχειωδών μέτρων πυροπροστασίας
Από τη
Δρ. Ελένη Παπαδοπούλου*
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν αυτή την καταστροφή και το θανατικό. Οι φωτογραφίες με τον κόσμο με τα ρούχα στη θάλασσα μέσα σε σύννεφα καπνού, με τις βάρκες να μεταφέρουν κόσμο από τις παραλίες μέσα στη νύχτα, τα καμένα σπίτια, το απολιθωμένο δάσος, τα παρατημένα αυτοκίνητα στη μέση του δρόμου, οι άνθρωποι που ψάχνουν τους δικούς τους, οι υπεράνθρωπες προσπάθειες των πυροσβεστών, των εθελοντών, του απλού κόσμου συγκλονίζουν.
Γεννώνται ερωτήματα. Οταν έχεις πευκόφυτους οικισμούς με χιλιάδες κόσμο δεν πρέπει να έχεις προβλέψει και να έχεις ενημερώσει τι γίνεται σε περίοδο πυρκαγιάς; Δεν πρέπει να έχεις επιβάλει να ληφθούν στοιχειώδη μέτρα πυρασφάλειας ανά οικία; Βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις την εξέλιξη μιας ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς. Τουλάχιστον όμως ας έχεις πάρει τα στοιχειώδη μέτρα.
Οταν οι οικισμοί βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα, σαφώς η θάλασσα είναι το ασφαλέστερο σημείο για να καταφύγεις, αντί να πάρεις το αυτοκίνητο και να εγκλωβιστείς σε μπλοκαρισμένους δρόμους. Τι έκαναν αλήθεια οι αρμόδιες Αρχές για να διασφαλίσουν τη φυγή του κόσμου προς τη θάλασσα, για να ενημερώσουν τον κόσμο ότι «σε περίπτωση πυρκαγιάς ο δρόμος είναι αυτός και οι κινήσεις που κάνετε είναι αυτές, για να σωθείτε». Τίποτα.
Εσκασε η φωτιά μέσα στα σπίτια, όπου πεύκα μαζί με ξύλινες πέργκολες, αυτοκίνητα και σκάφη με ντεπόζιτα γεμάτα βενζίνη, ξερά χόρτα και σκουπίδια έγιναν ένα πύρινο μέτωπο, που ισοπέδωσε ολόκληρες περιοχές, έκαψε δεκάδες ανθρώπους και έστειλε με σοβαρά τραύματα επίσης δεκάδες άλλους στα νοσοκομεία. Εν καιρώ ειρήνης, σε μία φωτιά δίπλα στην πρωτεύουσα, δίπλα στη θάλασσα και μέσα σε τσιμέντα, η χώρα θρηνεί ήδη 84 νεκρούς με συνεχώς αυξανόμενο τον αριθμό τους.
Και αυτές οι σκέψεις που εμένα προσωπικά με στοιχειώνουν είναι το αίσθημα του εγκλωβισμού σε μία φωτιά, όπου εύχεσαι να χάσεις τις αισθήσεις σου από τον καπνό πριν καείς ζωντανός. Και οι οικογένειες που αγκαλιάστηκαν μπροστά στον θάνατο, οι μανάδες που αγκάλιασαν τα παιδιά τους γνωρίζοντας πως είναι η τελευταία φορά και πως η αγκαλιά τους δεν μπορεί να σταματήσει τις φλόγες.
Οταν ως υπεύθυνος ξέρεις ότι θα μπορούσες να έχεις κάνει κάτι για να σώσεις όλο αυτόν τον κόσμο, κάτι που δεν το έκανες, δεν ξέρω πώς μπορείς να ζήσεις μετά με αυτό το βάρος στην ψυχή σου, με αυτή τη φρίκη που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι πριν καούν ζωντανοί.
*Διδάκτωρ Διδακτικής Γλωσσών και Πολιτισμών του Πανεπιστημίου Paris III – Sorbonne Nouvelle