Είναι απίστευτο με πόση μεγάλη ευκολία επιχειρήσεις ή μεμονωμένοι επιχειρηματίες μπορούν να σπάσουν τους κρίκους της νομοθεσίας και να φοροδιαφύγουν ή να καταστρατηγήσουν τους κανόνες που έχει θεσπίσει η Πολιτεία. Ανεξάρτητα εάν οι κανόνες είναι σωστοί ή όχι, σε μεγάλο βαθμό δεν τηρούνται. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτό που συνέβη στην Μύκονο και το οποίο συμβαίνει κάθε χρόνο, όχι μόνο στο συγκεκριμένο νησί και σε άλλα και γενικά στο σύνολο της οικονομίας.

Απόρροια αυτού ότι τα βάρη διανέμονται σε αυτούς που είτε δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν ανάλογες μεθόδους είτε δεν μπορούν να το κάνουν.
Ένα παράδειγμα, που είναι μεν χαρακτηριστικό, αλλά δεν είναι η πηγή του προβλήματος ,είναι η «σκανδαλώδης» υπόθεση της Louis Vuitton στη Μύκονο.
Οι ελεγκτές της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων εντόπισαν στα πολυτελή καταστήματα της Louis Vuitton στη Μύκονο τερματικά χρέωσης καρτών (POS) που δεν τροφοδοτούσαν ελληνικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, αλλά ελβετικούς. Μέσω της μεθόδευσης αυτής, κάθε χρέωση που γινόταν με κάρτα μέσω των συγκριμένων POS δεν πήγαινε στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αλλά, κατά παραβίαση των capital controls, τα χρήματα πήγαιναν στην Ελβετία.

Ουσιαστικά, με το «κόλπο» αυτό οι συναλλαγές ήταν σαν να πραγματοποιούνταν εκτός Ελλάδος, οπότε δεν υπόκειντο σε κανέναν περιορισμό από αυτούς που ισχύουν στη χώρα μας βάσει της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του Ιουλίου του 2015 για τα capital controls.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τη φορολογική διοίκηση -που δεν διαψεύσθηκαν από τη Louis Vuitton- στο κατάστημα της γαλλικής φίρμας στο κέντρο της Μυκόνου εντοπίστηκαν δύο POS συνδεδεμένα με ελβετικό τραπεζικό λογαριασμό, ενώ άλλο ένα τέτοιο τερματικό εντοπίστηκε στο κατάστημα της ίδιας εταιρείας που λειτουργεί μέσα στο Nammos Village.

Από τα συγκεκριμένα τερματικά περνούσαν καθημερινά συναλλαγές πολλών χιλιάδων ευρώ, με τα χρήματα να καταλήγουν σε ελβετική τράπεζα. Αν και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων κατάσχεσε τα επίμαχα POS, ωστόσο στελέχη της ΑΑΔΕ δεν ήταν χθες σε θέση να προσδιορίσουν τα ποσά που μέσω των τερματικών αυτών οδηγήθηκαν στην Ελβετία. Ακόμη, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν το πόσες από τις εισπράξεις που έγιναν στην Ελλάδα, και πληρώθηκαν μέσω των συγκεκριμένων POS, φορολογήθηκαν.

Το βασικό πρόβλημα δεν είναι τι έκανε η συγκεκριμένη επιχείρηση, αλλά τι κάνει το επίσημο κράτος. Δυστυχώς δεν έχει γίνει ακόμη η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών και των POS με το taxis. Παρά το ότι έχουν εξαγγελθεί πολλές φορές ανάλογες προθέσεις, παραμένουν προθέσεις και δεν γίνονται έργα. Η ΑΑΔΕ είχε ήδη από το 2015 αποκαλύψει εκατοντάδες περιπτώσεις χρήσης βουλγαρικών και κυπριακών POS από επιχειρήσεις στην Ελλάδα με στόχο να αποφύγουν τους περιορισμούς των capital controls, αλλά και να διοχετεύσουν «μαύρο» χρήμα, προϊόν φοροδιαφυγής, στο εξωτερικό.

Του Θανάση Παπαδή

ΠΗΓΗ