του Στάθη Κεφαλούρου

Εξομολογούμαι πως μέχρι σήμερα δεν είχα καταλάβει τον πίνακα της Γκουέρνικα. Αντιλαμβανόμουν τον κυβισμό, γνώριζα την ιστορία πίσω από τον πίνακα αλλά δεν την είχα νιώσει. Αποδείχθηκε πως για να την καταλάβεις δεν αρκούσε βλέμμα φιλότεχνου μα ήθελε μάτι τρομαγμένο απ’ την καταστροφή.

Το ιατροδικαστικό ανακοινωθέν έλεγε πως κάπου εκεί στο οικόπεδο του μαρτυρίου οι άνθρωποι σφιχταγκαλιάστηκαν τόσο πολύ «ίνα ώσιν εν», όπως γράφει και ο αυτόπτης μάρτυρας της Σταύρωσης Ευαγγελιστής Ιωάννης. Κι έτσι το βιολογικό τους υλικό έγινε κι αυτό εν. Και με δυσκολία ταυτοποιήθηκαν από τις αρχές. Διότι στο καμένο χέρι του ενός οι ιατροδικαστές διάβαζαν το χέρι του άλλου. Ο διπλανός τους έγινε κυριολεκτικά σαρξ εκ της σαρκός τους. Κι έτσι η καταμέτρηση των νεκρών γινόταν κατά ζευγάρια.
Λένε μάλιστα πως οι πατεράδες είχαν απλώσει τα χέρια τους σαν φτερούγες για να καλύψουν ολόκληρη την οικογένεια. Το μόνο που λείπει από την θυσία αυτή είναι να εμφανιστεί ξαφνικά και ο νέος Ιωσήφ εξ Αριμαθαίας για να αγοράσει το οικόπεδο αυτό του μαρτυρίου και να στηθεί ένα μεγάλο μνημείο αγάπης, που σαν άλλη σινδόνη θα σκεπάσει και θα αγιάσει την φρίκη.

Υπήρξε βέβαια μετά και ο άλλος ο δόλιος ο πατέρας που αργά την νύχτα έβλεπε τα παιδιά του στα παιδιά των άλλων και τα πέρασε για ζωντανά κι έπειτα εμείς με την σειρά μας από τον καναπέ βλέπαμε σ’ εκείνον τον πατέρα εμάς  τους ίδιους να ψάχνουμε τα δικά μας παιδιά κι ήταν εκεί που βρεθήκαμε όλοι μαζί και νοερά αγκαλιαστήκαμε.

Είναι τόσα πολλά τα τραγικά στοιχεία αυτής της τραγωδίας σε σύγκριση με άλλες του πρόσφατου παρελθόντος που αποκλείεται αυτή τη φορά να μην γραφτεί στο τέλος και το περίφημο κεφάλαιο της κάθαρσης. Να ’στε αισιόδοξοι όταν οι ποιητές είναι αισιόδοξοι και αντιστρόφως.

Ή μήπως δεν είναι τραγικό να βλέπεις την μία ευπαθή και ευάλωτη ομάδα πληθυσμού, τους παππούδες και τις γιαγιάδες δηλαδή, να τρέχουν για να σώσουν  στην αγκαλιά τους την άλλη εξίσου ευπαθή και ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα που είναι τα παιδιά ενώ οι γονείς να έχουν μείνει αναγκαστικά πίσω στην δουλειά μέχρι αργά.

Η εντολή για εκκένωση δεν δόθηκε και εξ αυτού κάποιοι θα μπούνε φυλακή. Απομένει όμως αρκετός χρόνος για την εκκένωση της Αθήνας. Η Αθήνα δεν προσφέρει πια αυτό που βαθιά θέλετε. Η ώρα των καταφυγίων εξάλλου έχει φτάσει προ πολλού. Φτιάξτε το τώρα με άνεση το δικό σας καταφύγιο, όμορφο και εξοχικό.

Κι αυτές τις προκαταλήψεις σας, αφήστε τες κι αυτές να καούν, αφού σας αδικούν. Τυφλώνουν την ανθρωπιά σας. Αν είναι δυνατόν να μαίνονται οι φονικές φωτιές κι εσείς να μιλάτε με βάση τις πολιτικές σας εμμονές. Κρίμα. Φίλοι μου είστε και ξέρω καλά πως δεν βγάζετε χρήματα απ’ την κομματική μηχανή, γιατί τέτοια υποταγή;

Οι δε ποινικές ευθύνες της καταστροφής απροκάλυπτες και μάλιστα σε ζωντανή μετάδοση. Εύγλωττο το ποινικό ακροατήριο σχηματίζεται ήδη στον νου. Γνωστά τα ονόματα των κατηγορούμενων, εξετάζονται από τώρα οι αυτόπτες μάρτυρες, ραπίζουν οι αγορεύσεις των συναδέλφων δικηγόρων και όλοι μαζί αναμένουμε με αισιοδοξία τις δίκαιες καταδίκες. Αυτές οι ευθύνες όμως, ποινικές ή πολιτικές, αργά ή γρήγορα θα πάρουν τον δρόμο τους και θα αποδοθούν και θα εξαντληθούν. Αυτός που δεν θα εξαντληθεί είναι ο πόνος της απώλειας. Είναι αμέτρητες οι ώρες του πόνου.
Κάτι που μάλλον αγνόησε εκείνος ο αναμφίβολα δυσεβής κυβερνητικός εκπρόσωπος πού δήλωσε πως πρέπει να τελειώνουμε σε λίγο την συνέντευξη τύπου, γιατί  είμαστε ήδη δυο ώρες εδώ. Δυο ώρες. Ακούσατε; Δύο μόνο ώρες από τις εκατοντάδες χιλιάδες ώρες που χάθηκαν ή βυθίστηκαν στο πένθος. Και δεν βρέθηκε ένας σοβαρός δημοσιογράφος από κάτω να τον αρπάξει απ’ τον γιακά…

Ομολογώ, τέλος, πως σ’ ολόκληρη την ζωή μου δεν έχω ασχοληθεί ούτε μια στιγμή με την αστρονομία. Πίστευα αλαζονικά πως οι ποιητές ως συνάδελφοι Θεού τα γνωρίζουν όλα καλύτερα. Κατόπιν υποδείξεως έστρεψα εκείνες τις ημέρες το βλέμμα μου στον ουρανό και είδα το κόκκινο απόκοσμο λόγω της έκλειψης φεγγάρι και ήταν τότε που θυμήθηκα τον φίλο μου ποιητή Σαράτση να επαναλαμβάνει , όπως συνήθως κάνει, από την γνωστή Κυριακή προσευχή «ως εν ουρανώ και επί της γης», όπως στον ουρανό έτσι και στην γη φίλε…

Η τραγωδία ανήκει στους Έλληνες. Δεν πρόκειται να μας την πάρει κανένα μνημόνιο. Ίσως μάλιστα να ’ναι και η τελευταία μας ταυτότητα στον κόσμο αυτό, αφού απωλέσαμε όλες τις άλλες. Αλλά επαναλαμβάνω, να μην ανησυχούμε και τόσο πολύ όσοι μένουμε ζωντανοί, διότι κάθε τραγωδία στο τέλος διδάσκει ακόμα και τους εμβρόντητους τηλεθεατές ή τους διαδικτυακούς σχολιαστές

ΠΗΓΗ