Η πρωτοφανής αντιπαράθεση Ελλάδας-Ρωσίας, με τις απελάσεις διπλωματών ένθεν και ένθεν, δείχνει να αποτελεί μέρος μιας συνολικής και απόλυτης ταύτισης της Ελλάδας με τις ΗΠΑ. Σηματοδοτεί το τέλος μιας πολυπαραγοντικής, αν και ετεροβαρούς, πολιτικής έναντι Ουάσιγκτον και Μόσχας, την οποία ακολούθησαν, λιγότερο ή περισσότερο, οι ελληνικές κυβερνήσεις, τουλάχιστον από το 1974 και μετά.
Αυτή η νέα πολιτική επιδιώκεται να εμφανιστεί ως ρεαλιστική και αναγκαία επιλογή από το πλέγμα των ηγετικών ελίτ της χώρας. Δεν είναι όμως έτσι. Στην πραγματικότητα, αποτελεί εκδήλωση μιας ανορθολογικής και νοσηρής κατάστασης που μαστίζει την ελληνική εξωτερική αλλά και εσωτερική πολιτική διαχρονικά. Συγκεκριμένα, μία από τις σημαντικότερες παθογένειες του ελλαδικού κράτους, από τη στιγμή της δημιουργίας του, μετά την Επανάσταση του 1821, μέχρι και σήμερα, είναι η (αυτο)ανάγνωσή του ως «κράτος-πελάτης» (client state).
Ακόμα χειρότερα, μάλιστα, είναι η ανάγνωσή του ως ως κράτος-εξάρτημα της δυτικής αρχιτεκτονικής. Αυτό ισχύει και σήμερα. Η πιθανότητα να λειτουργήσει η χώρα μας ως φυσιολογικό κράτος είναι κάτι που δεν φαίνεται να περνάει από το μυαλό των ηγετικών ελίτ, αλλά και από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης. Η αντίληψη μιας ανεξάρτητης Ελλάδας αντιμετωπίζεται, στην καλύτερη περίπτωση, ως κάτι ρομαντικά αφελές και στη χειρότερη ως βλασφημία, ή συγκεκαλυμμένη προσπάθεια για αλλαγή αφεντικού.
Στην πραγματικότητα αυτό που συζητιέται είναι μόνο ο αφέντης που θα έχει η Ελλάδα. Ο πυρήνας της «ρεαλιστικής» ανάγνωσης της γεωπολιτικής ταυτότητας της χώρας είναι το περιβόητο «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Και με το ρήμα αυτό οι περισσότεροι εννοούν ότι η Ελλάδα ανήκει κυριολεκτικά στη Δύση, με την έννοια της ιδιοκτησίας. Όπως ένα οικόπεδο ανήκει στον ιδιοκτήτη του και όχι ότι συμμετέχει ισότιμα με άλλα κράτη σε μια γεωπολιτική δομή ως ανεξάρτητο και οργανικό της μέρος.
Συνακόλουθα, η νοοτροπία αυτή οδηγεί σε πλήρη ταύτιση με τις επιλογές του αφέντη, στον οποίο η Ελλάδα έχει χαρίσει τον εαυτό της ως περιουσιακό στοιχείο, έχοντας αυτοαναιρεθεί και αυτοσκλαβωθεί. Ακόμη και αν οι επιλογές αυτές έρχονται σε αντίθεση και σε αντίφαση με τα εθνικά συμφέροντα, τα οποία, έτσι και αλλιώς, σπανίως λαμβάνονται υπόψη. Στις σπάνιες δε περιπτώσεις που αυτό συμβαίνει, η προσέγγισή των εθνικών συμφερόντων γίνεται με το παρανοϊκό κριτήριο «να ταυτιστούμε ακόμη περισσότερο με τον αφέντη, ώστε να μας ανταμείψει για την καλή συμπεριφορά μας».
Παρανοϊκή ανάγνωση
Όμως, αυτή η μονολιθική ταύτιση με τη δομή, στην οποία «ανήκουμε» και με τις διαθέσεις των ισχυρότερων δρώντων μέσα σε αυτήν, δεν έχει και τόσο καλή σχέση με την πραγματικότητα. Ιστορικά, σπανίως υπήρξαν γεωπολιτικά σχήματα τόσο συμπαγή, ώστε οι συμμετέχοντες σε αυτά να είχαν πλήρη ταύτιση στοχεύσεων και θέσεων. Ακόμη και μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο εσωτερικό της αγγλοαμερικανικής συμμαχίας υπήρχαν μεγάλες διαφορές και στοχεύσεις. Για παράδειγμα, εντελώς διαφορετική ήταν η βρετανική ατζέντα από αυτήν των ΗΠΑ στον πόλεμο με την Ιαπωνία, με τους Αμερικανούς να θέλουν να διαλύσουν τη βρετανική αυτοκρατορία στην Ασία και τους Βρετανούς να θέλουν να την αποκαταστήσουν.
Ούτε, φυσικά, ισχύει η απλοϊκή αντίληψη ότι σε οργανισμούς όπως είναι το ΝΑΤΟ υπάρχει απόλυτη κυριαρχία του σημαντικότερου παράγοντα και άρα η συμμετοχή μας σε αυτό μας επιβάλλει την αυτοεξάλειψη των δυνατοτήτων άσκησης ανεξάρτητων πολιτικών. Με βάση αυτήν τη λογική, στο ΝΑΤΟ έπρεπε να κυριαρχούν ολοκληρωτικά και απόλυτα οι ΗΠΑ, ενώ η Γαλλία, η Βρετανία ή η Γερμανία να μην μπορούν να αρθρώσουν ούτε λέξη. Όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ούτε ισχύει και η αντίληψη ότι κάθε χώρα έχει ειδικό βάρος μέσα στο ΝΑΤΟ ανάλογα με την επιμέρους ισχύ και σπουδαιότητά της και «η μικρή και αδύναμη Ελλάς» δεν μπορεί παρά μόνο να υπακούει.
Αντιθέτως, με γνώμονα αυτήν τη λογική, η Ελλάδα, βάση της κρίσιμης γεωγραφικής σχέσης και του μεγέθους των ενόπλων της δυνάμεων, θα έπρεπε να είναι πάνω από τη μέση, ενώ το Λουξεμβούργο θα βρισκόταν στον πάτο. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η μικροσκοπική χώρα της Δυτικής Ευρώπης, αξιοποιεί το ΝΑΤΟ για να ενισχύει τον ρόλο και τη λειτουργία της στο διεθνές σύστημα και να εξασφαλίζει την εθνική της υπόσταση και τα εθνικά της συμφέροντα και δεν ελέγχεται από αυτό, πολλώ δεν μάλλον δεν «ανήκει» σε αυτό.
Άρνηση της λογικής
Άρα, οι αφελείς απόψεις περί ολοκληρωτικής ταύτισης με κάποιον ισχυρό δρώντα, ή έστω με κάποια δομή κρατών και η γεωπολιτική αυτοεξάλειψη δια της λογικής του «ανήκειν», που κυριαρχούν στην Ελλάδα, είναι απλά εκτός πραγματικότητας. Για την ακρίβεια, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Αυτή η προσέγγιση εδράζεται πάνω στο ζωώδες υπόβαθρο του ανθρώπινου γένους.
Είναι η συμπεριφορά των «βήτα-αρσενικών» μέσα σε δομές αγελαίων ζώων, όπως είναι οι λύκοι, ή οι πιο κοντινοί μας συγγενείς, οι χιμπατζήδες. Θέλοντας να εξασφαλίσουν την ασφάλεια και την προστασία τους, υποτάσσονται ολοκληρωτικά και απόλυτα στο πιο ισχυρό ζώο της αγέλης. Αυτή, βέβαια, μπορεί να είναι μια καλή, αν και όχι και τόσο αξιοπρεπής, στρατηγική επιβίωσης μέσα σε μια αγέλη λύκων. Ωστόσο, είναι μια πολύ κακή στρατηγική για έναν κόσμο υψηλής πολυπλοκότητας και μεικτών σχέσεων μεταξύ των δρώντων, όπως είναι το διεθνές σύστημα.
Επιπροσθέτως, ενδέχεται να αποδειχθεί και εξαιρετικά επικίνδυνη για έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει «έντιμη κυριαρχία», με τον κυρίαρχο να προσφέρει όντως την κάλυψή του στον κυριαρχούμενο, όπως συμβαίνει σε μια αγέλη λύκων. Αντιθέτως, στον κόσμο των ανθρώπων και πολύ περισσότερο στο διεθνές σύστημα, ο υποταγμένος πάει φιρί φιρί να δοθεί ως δώρο από τον κυρίαρχό του σε άλλους συμμετέχοντες στο σύστημα, που δεν είναι τόσο υποταγμένοι, έτσι ώστε να προσεγγιστούν, να κατευναστούν ή να εξαγοραστούν.
Με άλλα λόγια, η αντίληψη του «ανήκειν» όχι μόνο δεν είναι ρεαλιστική πολιτική, αλλά δεν είναι καν πολιτική. Είναι μια συμπεριφορά που προέρχεται από το ζωώδες προανθρώπινο παρελθόν, αρνείται την ίδια τη λογική σκέψη και υπονομεύει την όποια προσπάθεια προσαρμογής στο πραγματικό διεθνές σύστημα. Σ’ αυτό υπάρχουν σχέσεις αλληλεπίδρασης, έστω και ετεροβαρείς και όχι καθαρής υποταγής και κυριαρχίας.