Η προσπάθεια εύρεσης ταξί που θα μάς οδηγούσε στο πανηγύρι της Ακαμάτρας έμοιαζε μάταιη. Καταφύγαμε στο plan B που εξ αρχής ήταν plan A.

Στην Ικαρία, το οτοστόπ είναι συνυφασμένο του κάμπινγκ, σε προτίμηση, lifestyle, ανέξοδη επιλογή. Δεν υπάρχουν ντροπές σε αυτά. Ικαρία είμαστε. Δεν είμαστε στην Ικαρία. ΕΙΜΑΣΤΕ ΙΚΑΡΙΑ.

Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες. Τρεις από ‘δω, τέσσερις από ‘κει. Ανήκα στο πρώτο γκρουπ δυναμικότητας που σε βάζει απευθείας σε αμάξι ξένου χωρίς προκριματικά. Έτσι νόμιζα δηλαδή, αλλά ο leader μας ήταν κράμα Λίνεν-Κετσπάγια.

Από ένα πόστο η κάθε ομάδα κρούσης, έτοιμη να σηκώσει χέρι με μαθητική επιμονή σε κάθε τετράτροχο, δίκυκλο, τρίκυκλο, με τιμόνι και καμιά ρόδα, ας ήταν και οι Φλίνστοουνς.

Οι τέσσερις φίλοι μας, είχαν πάψει να είναι φίλοι μας. Δεν χωράνε φιλίες εδώ. Και φυσικά και χαλάνε για ένα οτοστόπ. Το ένιωσα στο πετσί μου ξεροκαταπίνοντας λίγα λεπτά αργότερα, όταν από κατεβασμένα τζάμια ξεθωριασμένου κόκκινου YUGO με χαιρετούσαν κάτι φιλικά κωλοδάχτυλα.

Το αμάξι τους χάθηκε ανάμεσα στο λυσσασμένο πλήθος, που επίσης προσπαθούσε μανιωδώς να κρεμαστεί από κάποιο καπό.

 

43

 

Ικαρία, Δεκαπενταύγουστος > Μέρα Ανεξαρτησίας

Δεν μπορώ να θυμηθώ πόση ώρα, ή ώρες, πέρασαν μέχρι να απομονωθούμε σε μία πλευρά του δρόμου και να πολλαπλασιάσουμε τις πιθανότητές μας χάρη σε ένα ακόμη δρομάκι που τον έτεμνε.

Υπήρχαν διαστήματα που κάναμε άκυρους θορύβους για να σπάσουμε το φράγμα της σιωπής.

Μοναδική συντροφιά, ένα παιχνίδι που εφηύραμε, καθόλου διασκεδαστικό, περισσότερο σαδιστικό: Να μετράμε πόσα άτομα είχαν στριμωχτεί στα αμάξια που περνούσαν από μπροστά μας. Βρέθηκε έξυπνο αυτοκίνητο με 10, δέκα, ΔΕΚΑ νοματαίους, οι οποίοι προφανώς το είχαν δει σε κάποιο tutorial του Youtube με τίτλο «Πώς να χωρέσετε 10 μουσαφίρηδες σε αμάξι για ένα ζευγάρι και το τριών μηνών παιδί τους».

 

ram capacity

 

Θόρυβος, φώτα, ελπίδα…

Το Game Over στη σιωπή, το σκοτάδι και τη βαρεμάρα συνοδεύτηκε από την βαβούρα της μηχανής και το φως από τα θολωμένα φανάρια αγροτικού ημιφορτηγού. Η ελπίδα ζωντάνεψε.

Το χέρι του ενός έκοβε σαν λεπίδα την κίνηση του άλλου. Δεν έχω ξαναδεί τόσα φάουλσε μία φάση.

Ο οδηγός, μόνος, είχε αρχίσει να φρενάρει πριν μάς δει. Ήξερε. Έμεινε εκεί, σταματημένος, να μας κοιτά και τους τρεις σε κύκλο, να κάνουμε σχιζοφρένεια από τη χαρά μας.

Κάποια στιγμή, προφανώς, κουράστηκε: «ΜΕΧΡΙ ΔΥΟ ΜΠΡΟΣΤΑ. Ο ΑΛΛΟΣ ΠΙΣΩ. ΚΑΡΟΤΣΑ».

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί κάποιοι οδηγοί φωνάζουν υπερβολικά δυνατά από μέσα, με ανοιχτό παράθυρο και απόλυτη σιγή έξω, όπως αυτός, σε ένα μέρος σκοτεινό, με μοναδικό ήχο τα τριζόνια. Ποτέ δεν κατάλαβα επίσης πότε οι άλλοι κάθισαν μπροστά…

Παρατηρώ για λίγο την καρότσα, στρέφω το βλέμμα μου στις μπροστά θέσεις, βλέπω έξι μάτια να με καρφώνουν.

Παίρνω βαθιά ανάσα. Ανεβαίνω τόσο ατσούμπαλα, όπως αυτοί που προσπαθούν να βγουν από πισίνα χωρίς σκάλα. Έγδαρα την παλάμη μου στην προσγείωση και έπειτα τα γόνατά μου όταν το φορτηγό πήρε τον ανήφορο πριν προλάβω να σηκωθώ.

30d0888568be49cd817f9415c35288aa

 

Ό,τι πλησιέστερο σε Γενική Επιστράτευση

Τα πρώτα λεπτά ήταν γλυκά.Κρατήθηκα από τα κάγκελα στις πλάτες των μπροστινών. Ο φρέσκος δροσερός αέρας χτύπαγε το πρόσωπό μου. Ήμουν ο Τζακ χωρίς τη Ρόουζ. Ανεβαίναμε τον δρόμο, από κάτω γκρεμός, γύρω μας δέντρα που ξεπρόβαλαν στη μαυρίλα.

Λίγα μέτρα πιο πάνω ένιωσα τον οδηγό να κόβει. Ύψωσα το βλέμμα μου: Αγέλη από πιτσιρικάδες, 12 τον αριθμό, άπλωναν τα χέρια τους, 24 τον αριθμό, κάνοντάς απειλητικό σινιάλο. Αν είχα ένα νεροπίστολο, θα το πέρναγα μέσα από το τζάμι, θα του το κολλούσα στο κεφάλι και θα του ψιθύριζα: «Κάνε σαν να μη συμβαίνει τίποτα και προχώρα».

Φρένο. Περικυκλωμένοι από όλες τις μπάντες, τους βλέπαμε να σαλτάρουν στην καρότσα, η οποία πλέον έμοιαζε με Καναδέζα.

Κρατούσα τα κάγκελα με τέτοια μανία για να μη χάσω τη θέση μου, σαν γνήσιος οργανωμένος που δεν ξεκουνάει μετά από εκκένωση γηπέδου. Γύρω μου, δεξιά, αριστερά, κάτω, κυρίως κάτω, παντού, πεινασμένα νεανικά μάτια, έτοιμα να με κατασπαράξουν αν έβγαζα κιχ, να με πετάξουν στον γκρεμό αν τους έπιανα χώρο.

Φρίκη…

Όσο προχωρούσαμε, κοιτούσα μόνο μπροστά, βυθισμένος στον καπνό του τσιγάρου μου και σε μία ευρύτερη σιωπή που έκανε τη διαδρομή ακόμα πιο τρομακτική. Δεν έχω ζήσει τη φρίκη ενός πολέμου κι ούτε θέλω. Μετά από αυτό, όμως, είμαι πεπεισμένος πως τις πιο φρικιαστικές στιγμές, τις πιο μαρτυρικές σκέψεις, ένας στρατιώτης, τις κάνει στο ταξίδι για το πεδίο της μάχης.

 

 

Αυτός ο μάλλον ατυχής παραλληλισμός έγινε ακόμα πιο έντονος όταν ένιωσα ένα χέρι να με σκουντά: Στην προέκτασή του, δέσποζε αγέρωχο μπουκάλι χύμα ροζέ κρασιού που μάλλον είχε προλάβει να γυρίσει από 12 στόματα.

-Θες;

Πριν γνέψω αρνητικά, τρομακτικές σκέψεις και εικόνες που θα έκανε φυλακισμένος της πρώτης μέρας κούνησαν το δάχτυλο στο «όχι» που ετοιμαζόμουν να πω: «Θενκς».

Με κοίταζε επίμονα να πίνω, στο λαρύγγι, θυμίζοντάς μου τη γιαγιά μου με το γάλα.

Φτάσαμε…

HandsomePopularInsect max 1mb

 

Η Ακαμάτρα είναι ένα μικρό χωριουδάκι, μια πλατεία όλη κι όλη. Από τις παραδοσιακές, τις πλακόστρωτες, γεμάτες πέτρα, όμορφες μυρωδιές και κλίμα μητρικής ευλογίας για την υπενθύμιση της ζακέτας. Είχε αυτή την ψυχρούλα που σε ωθεί στο τσίπουρο.

Μία πολύ ευγενική κυριούλα μάς το είχε σερβίρει με χαμόγελο και ζεστασιά δυο βράδια νωρίτερα στο άδειο της καφενείο. Το μέρος έρημο. Κάπου στο βάθος, κάτι νεανικές φωνές, τού έδιναν το φιλί της ζωής. Είχε μία αθωότητα από αυτές που βρίσκεις μόνο στις αναμνήσεις του χωριού σου.

Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο δύο μέρες μετά, εκείνη τη μέρα, 15 Αυγούστου.

 

images

 

Τώρα, η Ακαμάτρα έμοιαζε με την πιτσιρίκα που συνάντησες ξανά μετά την ενηλικίωσή της, κι από άβγαλτη παιδική καψούρα έγινε πολιορκημένη, ατιμασμένη, προχώ χαζογκόμενα, στην οποία ασελγούσε ο κάθε περαστικός.

Το μπούγιο έμοιαζε με πρώτη γραμμή στους Iron Maiden. Ερημιά υπήρχε μόνο στα κλαδιά των δέντρων. Η μυρωδιά πρόδιδε ότι όλοι ήταν θιασώτες του να γυρίζει μάγκες, να γυρίζει. Περπατούσες στις μύτες για να μην πατήσεις καθισμένους ή και ξαπλωμένους ανθρώπους, όπως όταν περιπλανιέσαι νύχτα στο πλοίο ανάμεσα σε σλίπινγκ μπαγκ.

Σε μία ακρούλα, οι τέσσερις φίλοι μας, σε παράταξη, σήκωναν το χέρι τους για να τους εντοπίσουμε με εμφανώς λιγότερη διάθεση και δύναμη από το οτοστόπ νωρίτερα. «Σας έχουμε κρατήσει χωράκο εδώ. Αν καθίσετε αγκαλιτσούλα κομπλέ θα ‘στε». 

Στο κέντρο της πλατείας, το οποίο δεν πολυξεχώριζε από τον κόσμο, ανθρώπινη κυκλική μάζα, έδειχνε πόσο απλός είναι ο Ικαριώτικος χορός για κάθε ανίδεο. Ο καθένας μπορεί να χορέψει ακίνητος.

Ikaria panigiri

 

Το επιχειρήσαμε και αυτό.

Τα βήματα με ταξίδεψαν στα blues του δημοτικού. Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι θα έλεγαν τα νύχια αν είχαν φωνή. Η κουβέντα με τους δίπλα θύμιζε στιχομυθίες σε ουρά του ΙΚΑ, με τη διαφορά ότι κρατιόμασταν. Τσάμπα ο κόπος και οι χοροί από τα προηγούμενα πανηγύρια για να μάθω να χορεύω. Τα κρασιά και τα ποτήρια πάνω στα τραπέζια ήταν κοινόχρηστα. Πολλοί κοιμόντουσαν πάνω στα τραπέζια. Άλλοι ξερνούσαν.

«Πώς πέρασες τελικά, θα μάς πεις;»

Δεν υπάρχει κακή εμπειρία όταν πρόκειται για διασκέδαση. Άλλωστε, όλοι κρύβουμε έναν νεανικό μαζοχισμό μέσα μας. Ήταν, ωστόσο, μία διδαχή για το εξής συμπέρασμα: Η Ικαρία είναι ο Παράδεισος και κάθε Πανηγύρι της, η Αυλή του.

Όχι, όμως, τον Δεκαπενταύγουστο. Εκεί είναι απλά το απόγειο μίας μόδας που το εκφυλίζει και το μετατρέπει σε Κόλαση. Ποτέ δεν θα καταφέρεις εκείνη τη μέρα να εισπνεύσεις αυθεντική Ικαριώτικη παράδοση. Δοκιμάστε νωρίτερα, ή αργότερα.

Γνώμη μου πάντα…

 

ΠΗΓΗ