Μια τεράστια αμερικανική σημαία κάλυπτε τον ένα τοίχο στο καθιστικό του ελληνο-ιρλανδικής καταγωγής Τζέφρυ Ευγενίδη στο Πρίνστον κοντά στη Νέα Υόρκη. Μαζί με φίλους είχαν γιορτάσει την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, αλλά η σημαία είχε παραμείνει μέχρι τον Απρίλιο του 2009 οπότε συναντηθήκαμε για την εκπομπή της ΕΤ 1 «Οι Κεραίες της Εποχής μας», στο καινούργιο σπίτι όπου είχαν μετακομίσει με τη φωτογράφο Κάρεν Γιαμάντσι και την κόρη τους.
Νωρίτερα, ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό New Yorker (31/3/2008) το «Μεγάλο Πείραμα». Ηταν ένα ειρωνικό πολιτικό διήγημα για την ηθική κρίση που σάρωνε τις ΗΠΑ και μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, στη συλλογή Δελτία Παραπόνων (εκδ. Πατάκης, μτφρ. Αννα Παπασταύρου).
Κάνοντας σύντομες αναφορές στη «μηχανορραφία» ως τον «τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Αμερική», στη «λογιστική απάτη της ENRON», στον «Ράμσφελντ που γλίτωσε κάθε ευθύνη για τις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ» κ.ά., ο 48χρονος τότε Ευγενίδης εστίαζε την πλοκή του όχι στους υποκριτές πολιτικούς ή στις άπληστες εταιρείες που χρεοκοπούσαν, αλλά σε έναν ευαίσθητο άνθρωπο των γραμμάτων που ντρεπόταν για τη χώρα του, αλλά τελικά…τη μιμήθηκε.
Επίδοξος ποιητής και φτωχοποιημένος οικογενειάρχης, ο πρωταγωνιστής του εργάζεται ανασφάλιστος ως επιμελητής στις εκδόσεις «Μεγάλο Πείραμα», διαβάζει Τοκβίλ και συνειδητοποιεί τη διογκούμενη παθογένεια της σύγχρονης αμερικανικής δημοκρατίας. Ωσπου σταματά να ονειρεύεται το «άπιαστο βασίλειο των λέξεων» και στρέφεται «στο χειροπιαστό σύμπαν του χρήματος». Μαζί με έναν συνάδελφό του λογιστή στήνουν λοιπόν μια εταιρεία-μαϊμού για να καλύψουν τις ανάγκες τους κλέβοντας το αδιόρθωτο αφεντικό τους.
Αλλά όλα θα αποκαλυφθούν. Και έτσι, βάζοντας στο μικροσκόπιό του τα ανθρώπινα συναισθήματα, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Ευγενίδης πετυχαίνει να μιλήσει για την παρασιωπημένη κοινωνική πραγματικότητα στις ΗΠΑ και να προκαλέσει έναν προβληματισμό για τις τρύπες στο πολιτικό τοπίο.
Το Δελτία Παραπόνων είναι το τέταρτο βιβλίο του μετά τα πολυσυζητημένα μυθιστορήματα Αυτόχειρες παρθένοι (1993), Middlesex (2002), Σενάριο Γάμου (2011), και απαρτίζεται από δέκα εκτεταμένα διηγήματα. Είναι γραμμένα στα χρόνια 1988-2017 και παρακολουθούν τους σταθμούς της 30χρονης λογοτεχνικής διαδρομής του μέσα από μια μεγάλη βεντάλια χαρακτήρων «με προβλήματα αλλά και με αίσθηση του χιούμορ». Μεταξύ τους, τα alter ego του όπως ο Μίτσελ Γκραμάτικους τον οποίο συναντάμε και στο Σενάριο Γάμου. Ετούτη η συλλογή μπορεί λοιπόν να αποτελέσει έναν ιδανικό προπομπό της επικείμενης επίσημης επίσκεψής του στην Ελλάδα και της εκδήλωσης-συζήτησης μαζί του στις 27/9 στο ΚΠΙΣΝ, στο πλαίσιο του εορτασμού της Αθήνας ως Παγκόσμιας Πρωτεύουσας του Βιβλίου 2018.
Η συγγραφική αφετηρία του Τζέφρυ Ευγενίδη δεν είναι ποτέ τα ζητήματα αιχμής ως τέτοια, αλλά οι άνθρωποι που καλούνται να τα αντιμετωπίσουν. Δεν επιδιώκει να καθρεφτίσει μια δύσκολη πραγματικότητα, αλλά να την καταλάβει εστιάζοντας σε εκείνους που τη βιώνουν, πώς αισθάνονται και γιατί συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται.
Μέσα από αυτό το πρίσμα παρακολουθεί στο Δελτία Παραπόνων τις πικρίες, τις απογοητεύσεις, τις ματαιωμένες προοπτικές των συμπολιτών του που παραπέμπουν σε υποδόριες πληγές της αμερικανικής πραγματικότητας: κρίση ταυτότητας και κρίση της οικογένειας, βαθιές ανισότητες μεταξύ των φύλων, εξοστρακισμός της τρίτης ηλικίας, περιφρόνηση κάθε θεωρούμενης ως μη χρήσιμης απασχόλησης, αποκλεισμός του «μη κανονικού», διαιώνιση των αεριτζίδικων «μπίζνες» κ.ά. Και πάνω απ’ όλα, υπερβολική αγάπη για το χρήμα.
Γραμμένο με εξαιρετικά πνευματώδη τρόπο, το καινούργιο βιβλίο του Ευγενίδη φέρνει στο προσκήνιο την ανώτερη μεσαία τάξη των ΗΠΑ: αυτήν που πνίγηκε στα χρέη και κατά τη δεκάχρονη κρίση αναγκάστηκε να αλλάξει προσανατολισμό ζωής. Οι ιστορίες του αμφισβητούν το αξιακό σύστημα, τις προτεραιότητες, τους σκοπούς και τα μέσα, που κάνουν τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία να γυρίζει. Και τελικά κατεδαφίζουν το ηγεμονικό αφήγημα της δημοκρατίας στις ΗΠΑ.
«Λείπει μεταξύ των ανθρώπων η έγνοια του ενός για τον άλλον» παρατηρεί ο Ευγενίδης. Στις ΗΠΑ «η ζωή του καθενός είναι σαν την προκλασική μουσική». Με άλλα λόγια, όπως υπαινίσσεται στο ομότιτλο διήγημα (2005), όποιος διαλέγει να της αφοσιωθεί, όποιος έχει ξεχωριστές ευαισθησίες, αργά η γρήγορα θα αναγκαστεί είτε να τις προδώσει, είτε να τις θυσιάσει, είτε να αγοράσει τη δυνατότητα να τις καλλιεργεί, και τελικά… θα αλλάξει γούστα. Διότι έτσι είναι οι Αμερικανοί: «Αφαιρούν το συναίσθημα από την εξίσωση».
Ντιτρόιτ, το μυστικό του Ευγενίδη
«Το Ντιτρόιτ είναι το εργαστήρι μου» περηφανεύεται πάντα ο Τζέφρυ Ευγενίδης.
Εκεί γεννήθηκε το 1960: σ’ αυτό το βασίλειο της αυτοκινητοβιομηχανίας (Ford, Chrysler) που κατέρρευσε με την κρίση, σ’ αυτή την πόλη της μουσικής καινοτομίας με τα μεγαλόπρεπα κτίρια και τη δημοκρατική παράδοση, που γνώρισε ακραίες φυλετικές συγκρούσεις, μεγάλη εγκληματικότητα, και πέρασε, παρακμασμένη, στο στρατόπεδο του Τραμπ. Εκεί είχε φτάσει ως μετανάστης ο Μικρασιάτης παππούς του το 1913 και η γιαγιά του από την Προύσα το 1922. Ο παππούς άνοιξε ένα μπαρ απέναντι από την πύλη του εργοστασίου της Κράισλερ και οι εργάτες μαζεύονταν εκεί τα χαράματα «να πιουν για να αντέξουν τη βαριά δουλειά τους».
Τα λίγα ελληνικά που ξέρει, ο Ευγενίδης τα έμαθε με τους μετανάστες παππούδες και όχι από τον πατέρα του που «ήθελε να γίνει γνήσιος Αμερικανός πολίτης». Γι’ αυτό παραδέχεται ότι δεν είναι εξοικειωμένος με την ελληνική κουλτούρα. Ωστόσο κατάφερε να σφραγίσει την αμερικανική και την παγκόσμια λογοτεχνία με την ελληνικής καταγωγής ερμαφρόδιτη πρωταγωνίστριά του στο Middlesex, που ανατράφηκε ως κορίτσι αλλά έγινε άντρας και ευαισθητοποίησε το ευρύ κοινό στη δημοκρατική ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητας φύλου.
Οι ήρωες του Ευγενίδη έχουν πάντα κάτι πρωτότυπο και σπαρακτικό. Ετσι και οι χαρακτήρες στο Δελτία παραπόνων. Οπως π.χ. οι ηλικιωμένες φίλες τις οποίες οι οικογένειές τους «τακτοποιούν» σε «φτηνές δομές υποβοηθούμενης διαβίωσης»: μια λύση κοινωνικά αποδεκτή που συναισθηματικά τη θεωρούν προδοτική, και την υπονομεύουν με θάρρος ρισκάροντας την επιβίωσή τους («Παραπονιάρες» 2017).
Οπως το κολεγιόπαιδο που ψάχνει στην Ταϊλάνδη τον εαυτό του και ένα βαθύτερο νόημα ζωής («Air mail», 1996). Οπως η 40άρα που οργανώνει «πάρτι εξωσωματικής γονιμοποίησης» για να συλλέξει στα τυφλά τα σπερματοζωάρια που θα της επιτρέψουν να αποκτήσει μόνη ένα παιδί, τώρα που τα έχει όλα, αλλά δεν βρίσκει σύντροφο με τον οποίο να μοιραστεί τη ζωή της («Το πουάρ», 1995). Οπως ο παντρεμένος με Αμερικανίδα, λευκός, Βρετανός, καθηγητής Κοσμολογίας και η 16άρα Ινδο-Αμερικανή μαθήτρια Λυκείου στην «Εγκαιρη καταγγελία» (2017), που σχολιάζει καυστικά τη δυναμική των ερωτικών σχέσεων εξουσίας, τον αμερικανικό «πολιτισμό της επιτήρησης» και το ακανθώδες ερώτημα (που αφορά και την Ευρώπη): «Ποιος έχει το δικαίωμα να αφηγείται τίνος την ιστορία».