Σε αυτόν τον τόπο, το πένθος είχε και έχει μια ιδιαίτερη δυναμική. Σύμφυτο με εθνικές παραδόσεις, αφηγήσεις, ποίηση, τραγούδι και ιεροτελεστία. Οι πενθούντες είναι με έναν τρόπο πρόσωπα ιερά. Όχι μόνον επειδή κουβαλάνε μαζί τους τον νεκρό, κυρίως επειδή μεταφέρουν τα συναισθήματα του πένθους, την αδικία (αν πρόκειται για νέο άνθρωπο), την απώλεια, την εγκατάλειψη, την απελπισία και σε κάποιες περιπτώσεις όχι σπάνια, ένα είδος προσωπικής ενοχής, ακόμη κι αν λογικά δεν στοιχειοθετείται καμία ενοχή. Ο θάνατος των άλλων είτε πρόκειται για συγγενείς, φίλους, γονείς, είτε για ανθρώπους που με έναν ξεχωριστό τρόπο αισθανθήκαμε πολύ δικούς μας, προκαλεί μια ισχυρή υπαρξιακή αναστάτωση. Νομίζω πως ο άνθρωπος γνωρίζοντας τη μοιραία κατάληξή του, το άφευκτο του θανάτου του, σαν να βιώνει προκαταβολικά το χαμό των άλλων ως μια προαναγγελία του δικού του χαμού «θα μπορούσα να βρίσκομαι στη θέση τους, αργά η γρήγορα θα είμαι στη θέση τους». Κι αν υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν πως οι νεκροί σιωπούν και θα σιωπούν για πάντα ότι κι αν πούμε γι αυτούς όπως κι αν τους διαχειριστούμε, σε όποια γλώσσα κι αν τους μιλήσουμε, υπάρχουν κι εκείνοι που εξωτερικεύουν τη λύπη τους μέσω της κοινωνικοποίησης του πένθους, όσο κι αν είναι προφανές ότι ο θάνατος και συνακόλουθα το πένθος δύσκολα ανακουφίζονται. Στις μέρες μας το πένθος φαίνεται να εκφράζεται, σχεδόν να απαιτείται η τακτοποίησή του, είτε με τη δημοσιοποίηση κοινών φωτογραφιών μέσω φέισμπουκ facebook, συνοδευόμενες από μια ευχή, είτε με σκέτες ευχές προς τον νεκρό. Άραγε, πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η λύπη, ώστε να αρκεί η δημοσιοποίηση της σχέσης μαζί του; Αραγε όταν ο άνθρωπος που έφυγε προσερχόταν σεμνά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, την οποία καθόρισε με τις δικές του εγκόσμιες πράξεις και λόγο, συκοφαντείται με κάποιες μεταθανάτιες συμπεριφορές; Αραγε η αντικατάσταση μια σχέσης με μια φωτογραφία μπορεί να αποτελεί το ευτελέστερο μέσο σύμφρασης του πένθους; Αραγε μια φωτογραφία αποτελεί τεκμήριο πένθους ή κάποιοι ανυποψίαστα αυτοκαταγγέλλονται με τρόπο προσβλητικό για τους ίδιους; Από διάφορες περιοχές του καθημερινού, κοινωνικοπολιτικού βίου, ορατού και αθέατου, τη φαντασία και την επινόηση, με υπαρξιακό προβληματισμό, τόνο σοβαρό και κωμικό συνάμα, άραγε η ευτραπελία μοιχεύεται ασύστολα με το δράμα; Ή μήπως πρόκειται για ένα γεγονός που συμβαίνει συνειδητά και ασυνείδητα, αφού έχει κυοφορηθεί επί χρόνια και μας δείχνει απλά την άπειρη ποικιλία ανθρώπινης έκφρασης; Μέσα από αυτήν εκφράζεται για άλλους ο ξαφνικός πόνος, η αδυναμία αποδοχής της είδησης, η ειρωνεία των πραγμάτων, η τυχαιότητα ενδεχομένως, η υπονόμευση της βεβαιότητας, η ανάδειξη των συναισθηματικών αποχρώσεων, η ανάποδη όραση, ανάγνωση και ερμηνεία της λύπης, η υποσκαφή της κάθε απολυτότητας, η σύγχρονη μορφή έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων, η ανάγκη επικοινωνίας, ίσως ακόμα ακόμα και το μεγαλείο της ψυχής. Όπως και να έχει η ζωή δεν είναι νοβοπάν απόλυτης τραγικότητας ή απόλυτης ευτυχίας. Δεν είναι μονοδιάστατη και μονόχορδη. Εκδηλώνεται με άπειρη  ποικιλία τόνων, από το δράμα ως την κωμωδία, από το τραγικό ως το αινιγματικό και το παράδοξο, από το  τυχαίο και το αβάσταχτο ως το παιγνιώδες και την ευτραπελία. Υπάρχει απέραντος πλούτος τόνων και διέσεων, υπάρχει ο τραγέλαφος, η χαρμολύπη, το χαροποιόν πένθος, τα δάκρυα χαράς, η στυφή πίκρα, ο κλαυσίγελως, και τα λοιπά. Αυτό που πρέπει να μετράει είναι η βαθύτερη ανθρώπινη κατάσταση. Τα αφώτιστα, που γίνονται θάμβος και φαντασμαγορία, αυτοαναίρεση και αυτοδιάψευση. Πώς δηλαδή, υπεροπτικά, ο ψύλλος γίνεται αηδόνι και το αντίστροφο. Τον τρίτο προ Χριστού αιώνα υπήρξε ένας ποιητής ο Σείκιλος. Ο Σείκιλος χάραξε πάνω σε μια επιτύμβια στήλη θρηνώντας την αγαπημένη του γυναίκα Ευτέρπη το εξής: «Όσο ζεις, φαίνου. Μηδέν όλως συ λύπου. Προς ολίγον εστί το ζην, το τέλος ο χρόνος απαιτεί». «Όσο ζεις να λάμπεις. Καθόλου να μη λυπάσαι. Γιατί λίγο διαρκεί η ζωή ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του». Και σε αυτό θα συμφωνήσουμε όλοι!