Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Ιουνίου 1912. Ο πατέρας της, Χαρίλαος Κουτσούρης, ήταν γνωστός δερµατολόγος και είχε δική του κλινική στην Κωνσταντινούπολη. Με την έναρξη του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου, η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα, ενώ η κλινική λεηλατήθηκε. Ελαβε πολύπλευρη µόρφωση. Ο πατέρας της προσπάθησε να την στρέψει στην ιατρική επιστήµη, παρόλο που εκείνη έδειχνε να έχει και άλλες κλίσεις. Αγαπούσε τα Μαθηµατικά, αλλά ήθελε να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Στην πορεία άλλαξε γνώµη και τελικά πραγµατοποίησε το όνειρο του πατέρα της. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών και έγινε διδάκτωρ Μικροβιολογίας της ίδιας Σχολής. Συνέχισε τις σπουδές της σε Παρίσι και Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, συµµετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Χειριζόταν τους ποµπούς των ασυρµάτων και άλλαζε διαρκώς στέκια, για να µην εντοπίζεται η θέση της, υποκλέπτοντας σηµαντικά µηνύµατα των Γερµανών. Είχε κληρονοµήσει από τη θεία της ένα σπίτι, το οποίο χρησιµοποιήθηκε σαν κρησφύγετο εκείνη την περίοδο. Το σπίτι ήταν ιδανικό για αυτόν τον σκοπό αφού διέθετε τρεις εξόδους οι οποίες οδηγούσαν σε διαφορετικούς δρόµους. Εκεί κατάφερε να κρύψει αρκετούς κυνηγηµένους, σώζοντας τις ζωές τους. Για την αντιστασιακή της δράση συνελήφθη και φυλακίστηκε. Το 1945 οι Αγγλοι αναγνωρίζοντας την προσφορά της στην Εθνική Αντίσταση της χορήγησαν υποτροφία. Στο τέλος του πολέµου λοιπόν, πήρε την πολυπόθητη υποτροφία για να εργαστεί ως ερευνήτρια στο εξωτερικό. Είχε πει η Αµαλία σε συνέντευξή της µετά από χρόνια: «Από τους 45 υποψήφιους για την υποτροφία, κατάφερα να βγω πρώτη. Τότε δεν έπαιζε ρόλο µόνο το πτυχίο του πανεπιστηµίου, αλλά και η διαγωγή µας στη διάρκεια της Κατοχής». Η υποτροφία ήρθε την κατάλληλη στιγµή, καθώς τη βοήθησε να βάλει τέλος σε µια µακροχρόνια σχέση. Ηταν παντρεµένη από τα φοιτητικά της χρόνια µε γνωστό αρχιτέκτονα. Εχοντας λοιπόν στις αποσκευές της την υποτροφία και το διαζύγιο επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο, αποχαιρετώντας την προηγούµενη ζωή της. Στην αίτηση που είχε συµπληρώσει, είχε δηλώσει ότι επιθυµούσε να εργαστεί κοντά στον καθηγητή Αλεξάντερ Φλέµινγκ ο οποίος ήταν πολύ γνωστός, καθώς είχε πάρει το Βραβείο Nόµπελ Iατρικής και Φυσιολογίας το 1945, για την σπουδαία ανακάλυψή του, την πενικιλίνη. Η πενικιλίνη ήταν το φάρµακο που έσωσε χιλιάδες τραυµατίες στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου. Οι δυο τους ανέπτυξαν µια ιδιαίτερη σχέση. Η Αµαλία θαύµαζε τις γνώσεις και το πάθος του Φλέµινγκ για την επιστήµη και την έρευνα. Εκείνος αρνείτο να αποδεχτεί ότι ήταν ερωτευµένος µε την, κατά 30 χρόνια νεότερη, συνεργάτιδά του αφού ήταν παντρεµένος και είχε ένα γιο. Μετά από αρκετά χρόνια συνεργασίας µε τον Φλέµιγκ γύρισε στην Ελλάδα και ανέλαβε τη θέση της διευθύντριας του µικροβιολογικού και αιµατολογικού εργαστηρίου του Ευαγγελισµού. Ο νοµπελίστας επιστήµονας επισκεπτόταν όλον τον κόσµο και έδινε διαλέξεις για τις έρευνές του. Ετσι όταν η Αµαλία του απηύθυνε πρόσκληση για έναν κύκλο διαλέξεων στην Ελλάδα, δέχθηκε αµέσως. Ηταν χειµώνας του 1952. Την τελευταία µέρα της παραµονής του στην Ελλάδα, την ώρα που ετοιµαζόταν να αποχαιρετήσει την τέως συνεργάτιδα του, συνειδητοποίησε ότι του ήταν αδύνατον να την αποχωριστεί. Αντί για «αντίο» λοιπόν, της πρότεινε να τον παντρευτεί. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από αρκετά χρόνια. «Βιάστηκα τόσο πολύ να πω το ‘’ναι’’ που αισθάνθηκα εξαιρετικά αµήχανη», θυµόταν αργότερα. Παντρεύτηκαν το 1953. Η Αµαλία ήταν µια όµορφη γυναίκα αλλά πέρα από αυτό ο Φλέµινγκ θαύµαζε τον ανθρωπισµό της και την έγνοια της για τους αδύνατους και τους κατατρεγµένους. Εκτιµούσε βεβαίως και την επάρκεια της σε επιστηµονικό και ερευνητικό επίπεδο. Παρά τη µεγάλη διαφορά ηλικίας φαίνεται ότι ταίριαζαν πολύ. Ο Φλέµινγκ είχε τον τίτλο του σερ. Ετσι η Αµαλία, µετά τον γάµο, απέκτησε τον τίτλο της λαίδης. Εζησε µαζί του δύο συναρπαστικά χρόνια γυρίζοντας όλον τον κόσµο. Το 1955 η Αµαλία έχασε τον αγαπηµένο της σύντροφο και το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα. Ανέπτυξε δραστηριότητα για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και των δικαιωµάτων των γυναικών.