Γράφει ο Χρυσόστομος Μποκογιάννης

Γεννήθηκε το 1868 στον οικισμό Βρίστοβο ή Βραστοβά της Λάβδανης Ιωαννίνων.

Από μικρός έμεινε στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ Σίμος είχε αρτοποιείο.

Στα είκοσι του χρόνια με γυμνασιακές μόνο σπουδές, αρχίζει να ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Συντάκτης της τοπικής εφημερίδας «Εβδομάδα» του Δ. Καμπούρογλου στην αρχή και στη συνέχεια εκδότης δικού του πολιτικού φύλλου το 1890, με τίτλο «Αττική». Στόχος του το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Μετά από εκλογικές συμπλοκές με οπαδούς του κυβερνητικού κόμματος, ο Σπύρος εξαναγκάζεται να φύγει από την Ελλάδα για να αποφύγει τη φυλάκισή του.

Έτσι το1892 αποβιβάζεται στη Βράιλα της Ρουμανίας και εργάζεται ως καθηγητής στο Λύκειο του Ιεροκλέους. Συγχρόνως είναι ανταποκριτής της εφημερίδας «Πατρίς» του Βουκουρεστίου. Η «Πατρίδα» εκδόθηκε το 1889 από ομάδα Ιθακήσιων επιχειρηματιών με διευθυντή τον Παναγιώτη Χριστόδουλο. Είναι τα κύρια φύλλα ενημέρωσης της ομογένειας, μαζί με την «Ίριδα» του Ζαχαρία Σαρδέλλη. Το 1893 αναλαμβάνει την ιδιοκτησία της «Πατρίδας» και την καθιστά δημοσιογραφικό όργανο των Ελλήνων του εξωτερικού και έχει κυκλοφορία και σε Ρωσία, Βουλγαρία αλλά και Οθωμανική αυτοκρατορία.

Στα κρίσιμα χρόνια του Κρητικού αγώνα, το 1896 ο Σίμος πήρε πρωτοβουλία για συλλογή χρημάτων, για να ενισχυθούν οι επαναστατικές δυνάμεις και ο ελληνικός στρατός. Τιμήθηκε από τον Έλληνα βασιλιά με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος.

Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, πρότεινε να αντιπροσωπεύονται και οι Έλληνες του εξωτερικού στο ελληνικό κοινοβούλιο. Προς τούτο προσπαθεί να εκδώσει εφημερίδα 5000 φύλλων με έδρα το Βουκουρέστι ή την Αθήνα και αλληλογραφεί με το Νικόλαο Μαυροκορδάτο, πρέσβη της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη.

Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, οι ελληνορουμανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν λόγω της υπόθεσης «Ζάππα» και την προσπάθεια των Ρουμάνων να δημιουργήσουν ζήτημα «Κουτσοβλάχων» στη Μακεδονία. (Οι εξάδελφοι Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας πέρασαν τα μεγάλα κτήματά τους με διαθήκη στην ιδιοκτησία της Επιτροπής των Ολυμπίων, θεσμού του ελληνικού κράτους). Στις αρχές του 20ου αιώνα, κορυφώνονται οι εθνικιστικές διεκδικήσεις των βαλκανικών χωρών. Ο Σίμος δημοσιεύει στο πανηγυρικό φύλλο της 25ης Μαρτίου 1903 έναν εθνολογικό χάρτη, που υποδείκνυε ότι το πλεονάζον στοιχείο στη Μακεδονία, ήταν το ελληνικό. Δυο χρόνια αργότερα1905, η επανέκδοση του χάρτη θα προκαλέσει την απέλαση του Σίμου από τη Ρουμανία. Στο μεταξύ η «Ίριδα» και η «Πατρίς» ανταγωνίζονταν. Αυτό έληξε το 1904 όταν ο Σαρδέλλης κάλεσε την «Πατρίδα» να συνεργαστούν.

Ο Σπύρος Σίμος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά την απέλασή του και από το 1905 και για τρεις δεκαετίες συνεχίζει να εκδίδει την εφημερίδα «Πατρίς». Προσέλαβε τον Στ. Στεφάνου για την πολιτική ειδησεογραφία και το Σπ. Μελά που απέσπασε από το «Άστυ». Πρωτοστατεί στους αγώνες της εσωτερικής αναπλάσεως και εθνικής αποκαταστάσεως. Το 1908 αναδείχτηκε σε μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της ελληνικής πρωτεύουσας. Υποστηρίζει την πολιτική ομάδα των «Ιαπώνων» που συντάχθηκε με την επανάσταση στο Γουδί.

Με τον ερχομό του Ελ. Βενιζέλου το 1909 τάσσεται στο πλευρό του. Η συμβολή του στη δημιουργία της πρώτης ομάδας των Φιλελευθέρων σημαντική. Στις 7 Ιανουαρίου στα γραφεία της «Πατρίδας», προσκαλεί με επιστολή του πολιτικά πρόσωπα. Συναντώνται με το Βενιζέλο και αποτελούν την πρώτη ομάδα οπαδών του.

Στις εκλογές στις 8-8-1910, στις 28-11-1910 και στις 11-3-1912 ο Σίμος εκλέγεται βουλευτής Άρτας, με τους Φιλελεύθερους συνδυασμούς του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στις εκλογές του 1910 έρχεται πρώτος σε ψήφους. Η Άρτα είχε τέσσερεις έξι και τρεις έδρες αντίστοιχα, για να μπορέσει να εκπροσωπηθεί και το υπόδουλο ακόμη ηπειρωτικό στοιχείο. Στην περιφέρεια Άρτας κατέρχονταν ως υποψήφιοι και άλλοι ηπειρώτες, όπως ο Μάρκος Δημ. Νότη Μπότσαρης, ο Χρήστος Κίτσος Μπότσαρης, Τιμολέων Δημ. Νότης Μπότσαρης, ο Δημήτριος Τιμ. Νότης Μπότσαρης, ο Γεώργιος Κουτσονίκας και ο Σπύρος Σπυρομήλιος. Οι περισσότεροι από τους παραπάνω, μετά την απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ηπείρου, κατέρχονταν ως υποψήφιοι στην περιφέρεια Ιωαννίνων.

Χαρακτηριστική είναι η εκ μέρους του στήριξη ένστασης κατά της εκλογής Καραπάνου. «…Γνήσιο αντιπρόσωπο του παλαιοκομματισμού, ο οποίος από της προσαρτήσεως της Άρτας εις την Ελλάδα ήτοι επί τριακονταετίας κυβερνά σατραπικά τον νομό εκείνον ως ίδιον αυτού φέουδο…», τονίζει μεταξύ άλλων.

Υπάρχει βιβλίο του με λόγους και έργα του για τη διετία που είναι βουλευτής Άρτας. Απευθύνεται στους πολίτες της Άρτας ενημερώνοντάς τους σε αντίθεση προς τους άλλους τοπικούς βουλευτές που δεν έχουν να επιδείξουν κάτι. Η δυνατή πένα του και ο λόγος του εντυπωσιάζουν. Απευθυνόμενος σε οπαδούς του ηπειρώτες επιστρέφοντας από την εκλογική του νίκη στην Άρτα, λέγει: «Αδελφοί Ηπειρώται! Σας φέρω αδελφικόν ασπασμόν των εντεύθεν του Αράχθου αδελφών. Εκείνων οι οποίοι πίνουσι το ύδωρ, εις το οποίον ρέουν τα δάκρυα των αντίπεραν αδελφών και οι οποίοι είναι αυτήκοοι των γογγυσμών της αλυτρώτου πατρίδος…»

Ο Βενιζέλος εμπιστεύεται το Σίμο ιδιαίτερα, για τις γνώσεις του στα Βαλκανικά πράγματα. Στον πόλεμο του 1912 χρημάτισε πολιτικός σύμβουλος του στρατηγού Σαπουντζάκη, που έδρευε στη Φιλιππιάδα. Τον Ιούλιο του 1913 συνοδεύει το Βενιζέλο στο συνέδριο του Βουκουρεστίου, όπου στις 10 Αυγούστου υπογράφεται η συνθήκη τερματισμού του 2ου βαλκανικού πολέμου. Μετά τη βελτίωση των ελληνορουμανικών σχέσεων, ο Σίμος ταξιδεύει συχνά στη Ρουμανία, όπου ζούσε η οικογένεια της συζύγου του Ροζίνας.

Εκλέγεται βουλευτής Ιωαννίνων στις εκλογές της 31-5-1915. Ακολουθεί το Βενιζέλο στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και ορίζεται υπουργός περιθάλψεως της προσωρινής κυβέρνησης. (Σεπτέμβριος 1916 – Ιούνιος 1917). Το ίδιο υπουργείο είχε και στην κυβέρνηση Βενιζέλου στην Αθήνα (1917 – 1920).

Η «Πατρίς» έγινε το κυριότερο δημοσιογραφικό βήμα, του υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο Σίμος με την «Πατρίδα», έλαβε ενεργό μέρος σε όλα τα πολιτικά γεγονότα των τριάντα πρώτων χρόνων του εικοστού αιώνα. Με την ορμή και το σφρίγος του βρέθηκε στο μέσο των πολιτικών ζυμώσεων και αυθόρμητα έγινε αντιπρόσωπος και απολογητής της πολιτικής των Φιλελευθέρων στον τύπο.

Ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές της 1-11- 1920 και αποσύρεται στο Παρίσι. Ο Σίμος που εκλέγεται πάλι βουλευτής Ιωαννίνων, είναι στους λίγους φίλους που τον συνοδεύουν στη Γαλλία και απέχει και αυτός προσωρινά της πολιτικής. Τελικά ορκίζεται στις 2-10-1921 και την ίδια μέρα έχει έντονο διάλογο στη Βουλή με το Γούναρη. «…Τι θα με ωφελήση η υμετέρα ευθύνη, όταν θα έχει συντελεσθή η όλη καταστροφή;», λέγει μεταξύ άλλων στην τοποθέτησή του. Εκλογές 16-12-1923 επανεκλέγεται βουλευτής Ιωαννίνων, πάντα με τους φιλελεύθερους. Αρχές του1924 διακόπτει την έκδοση της «Πατρίδος».

Την επανεκδίδει αρχές του 1928, συνεχίζοντας να στηρίζει με θέρμη το Βενιζέλο. Τη χρονιά αυτή έχουμε τριγμούς στην «Πατρίδα». Εμπλέκεται σε υπόθεση προώθησης συμφερόντων αμερικανικών τραπεζών. Κατηγορείται ότι παίρνει ποσοστά από τα δάνεια του κράτους απ’ αυτές. Παραιτείται ο διευθυντής. Ο Σίμος είναι μόνο εκδότης.

Στις 25-9-1932 επανεκλέγεται βουλευτής και για τελευταία φορά στις 5-3-1933.

Απεβίωσε στις 14-2-1935. Το «Έθνος» γράφει την επόμενη μέρα: «…Ο μεταστάς υπήρξε μια εξέχουσα φυσιογνωμία της ελληνικής δημοσιογραφίας και πολιτικής ζωής. Δημοσιογράφος εκ των κρατίστων, μαχητής σθεναρός, προσήνεγκε μεγίστας υπηρεσίας εις το έθνος αφ’ ότου ίδρυσε το 1892 την «Πατρίδα» εν Βουκουρεστίω δια να συνεχίση το 1906 την έκδοσίν της εν Αθήναις, όπου η συνάδελφος ανδρωθείσα επρωτοστάτησεν εις τους μεγάλους αγώνας της εσωτερικής αναπλάσεως κ’ εθνικής αποκαταστάσεως κατά την κρίσιμον περίοδον της νεωτέρας ιστορίας μας…»

Μετά το κίνημα του 1935 η «Πατρίς» πρόσθεσε τον τίτλο «Η μόνη φιλελευθέρα εφημερίδα» και μετά το 1936 συνέχισε ως οικονομική εβδομαδιαία.

Εκτός του Σταυρού των Ταξιαρχών, τιμήθηκε με το παράσημο της Γαλλικής Λεγεώνας Τιμής, το παράσημο του Στέμματος της Ρουμανίας, το δίπλωμα του Βασιλέως Σερβίας και το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Αγίου Σάββα.

 

Πηγή:http://www.maxitisartas.gr