Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων είναι σίγουρα κομμάτι της πολιτικής μας πληροφόρησης και μάλιστα από τα πλέον σημαντικά σε μια περίοδο έντονης εκλογικής μεταβλητότητας και αυξημένης ανάγκης καταγραφής του βαθμού αποδοχής από την κοινή γνώμη κυβερνητικών επιλογών.

Ωστόσο, δεν προσφέρουν όλα τα ευρήματα, ούτε όλες οι δημοσκοπήσεις τον ίδιο πλούτο πληροφοριών. Ενα παράδειγμα διαφοροποίησης του πλούτου της πληροφορίας που δίνει μία δημοσκόπηση είναι οι περιπτώσεις των ερωτημάτων της πρόθεσης ψήφου και της δυνητικής εκλογικής επιρροής.

Το πρώτο ερώτημα αποτυπώνει, σε ατομικό επίπεδο, τη μία και μόνη επιλογή κόμματος που θα έκανε μπροστά στην κάλπη ο κάθε ψηφοφόρος σήμερα, ενώ το δεύτερο ερώτημα αποτυπώνει ουσιαστικά, και πάλι σε ατομικό επίπεδο, τις πιθανότητες στήριξης καθενός από τα κόμματα, επιτρέποντας ουσιαστικά την καταγραφή πιθανών δεύτερων και τρίτων επιλογών ψήφου.

Γίνεται αντιληπτό ότι το πρώτο ερώτημα θα οδηγήσει σε ένα συγκεκριμένο, πλην όμως στεγνό, ποσοστό προτιμήσεων για κάθε κόμμα, ενώ το δεύτερο ερώτημα σε μια κατανομή πιθανοτήτων στήριξης καθενός κόμματος και τελικά, αναλόγως των ορίων που θα τεθούν για τον ορισμό του κατωφλιού άνω του οποίου η πιθανότητα μετατρέπεται σε βεβαιότητα, στη δυνητική εκλογική επιρροή.

Σε αντίθεση με τη συνήθη στην Ελλάδα πρακτική καταγραφής της πρόθεσης ψήφου, δηλαδή της επιλογής του ΕΝΟΣ κόμματος που θα προτιμηθεί στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, η Prorata καταγράφει τις ατομικές απαντήσεις για την πιθανότητα ψήφου για καθένα κόμμα και στη συνέχεια υπολογίζει τα ποσοστά δυνητικής εκλογικής επιρροής κάθε κόμματος, αθροίζοντας τα ποσοστά εκείνων που έχουν δηλώσει ως ίση ή μεγαλύτερη του 50% την πιθανότητα να επιλέξουν κάθε κόμμα. Τα ευρήματα που προκύπτουν από τη μεθοδολογία αυτή προκαλούν συχνά δύο ερωτήματα:

  • (α) Το άθροισμα των ποσοστών δυνητικής εκλογικής επιρροής όλων των κομμάτων μπορεί να είναι μεγαλύτερο του 100%. Κάτι τέτοιο δύναται να συμβεί για τον απλούστατο λόγο ότι πολλοί ψηφοφόροι επιλέγουν να δηλώσουν ως ίση ή μεγαλύτερη του 50% την πιθανότητα να ψηφίσουν δύο η περισσότερα κόμματα. Ιδανικά βεβαίως θα έπρεπε να απαιτείται από τους ερωτώμενους οι πιθανότητες που δίνουν να αθροίζουν στο 100%, όμως κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατο.
  • (β) Τα μικρότερα κόμματα καταγράφουν πιο υψηλά από τα συνήθη ποσοστά δυνητικής εκλογικής επιρροής, καθώς συγκεντρώνουν τη συμπάθεια περισσοτέρων ερωτωμένων από αυτούς που τελικά τα επιλέγουν στην κάλπη παρά το γεγονός ότι δηλώνουν ως πιθανό το ενδεχόμενο να τα στηρίξουν.

Στην πράξη, τα κόμματα αυτά λαμβάνουν μόνο τις ψήφους όσων δηλώνουν άνω του 80% πιθανότητα ψήφου για ένα μικρό κόμμα, όμως η αποτύπωση και των ποσοστών όσων εκφράζονται θετικά για αυτά δίνει μια χρήσιμη για το καθένα εικόνα του εύρους της απήχησής τους.

Με άλλα λόγια, η μέτρηση της δυνητικής εκλογικής επιρροής αποτυπώνει τα κατώτερα και τα ανώτερα πιθανά εκλογικά ποσοστά κάθε κόμματος σε μία χρονική στιγμή. Η μέτρηση αυτή θεωρείται ένα ουσιαστικότερο και πιο λεπτομερές εργαλείο αποτύπωσης των τάσεων σε μη προεκλογικές περιόδους, καθώς

(α) προσφέρει πληροφορίες για τις σκέψεις όσων δηλώνουν αναποφάσιστοι σε μια κλασική ερώτηση πρόθεσης ψήφου,

(β) δίνει τα ακριβή ποσοστά επικάλυψης των επιλογών για δύο ή περισσότερα κόμματα,

(γ) διαχωρίζει τους εκλογείς μεταξύ των περισσότερο και λιγότερο βέβαιων και επιτρέπει την ανίχνευση των διαφορών σε επιμέρους στάσεις και συμπεριφορές τους. Είναι προφανές ότι κατά την προεκλογική περίοδο, η καταγραφή της μοναδικής επιλογής του καθενός είναι το ζητούμενο.

Ως τότε, φρόνιμο είναι να εξασκηθούμε στην ανάγνωση των πιο πολύπλοκων ευρημάτων της ερώτησης δυνητικής ψήφου.

*Επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και επιστημονικά υπεύθυνος της Prorata

Πηγή: https://www.efsyn.gr