Ο Φίλων Ξενόπουλος αποδείχτηκε αληθινός φίλος. Τεφαρίκι. Και μεγάλη καρδιά. «Δεν είναι σίγουρο το μέρος» ενημέρωσε τον φιλοξενούμενό του. «Πηγαινοέρχονται γειτόνοι και μπαινοβγαίνουν για τσιπουράκι και μουχαμπέτι. Θα σε δουν. Στο κατώι μου δεν θα σε πάρει πρέφα κανείς». Ετσουζαν και τα σπίρτα τους κουβέντα στην κουβέντα, έσπασε ο πάγος. Ο Νώντας έγινε κουρούμπελο. Είχε να πιει από το βράδυ της σύλληψής του, κοντά δυο χρόνια. Αφού νύχτωσε για τα καλά, χώθηκε στην καρότσα του αγροτικού, σκεπάστηκε με λιόπανα και κίνησαν για το το χωριό. Το υπόγειο έβλεπε στην πίσω αυλή. Επρόκειτο για χώρο περίπου τριάντα τετραγωνικών. Ελαμπε. Εκτός από νοικοκύρης ήταν και χρυσοχέρης ο Φίλων.

Στη μιαν άκρη έφτιαχνε ξυλόγλυπτα έπιπλα, εφάμιλλα των σκυριανών. Ο πάγκος του τακτοποιημένος, τα εργαλεία στη θέση τους, τα ροκανίδια σκουπισμένα και καβατζαρισμένα στη γωνιά. Μοσχομύριζε οικογενειακή θαλπωρή η άλλη με το τραπέζι, το κρεβάτι, τον σκαλιστό καναπέ, τις μαξιλάρες και την ξυλόσομπα ακριβώς στη μέση. Ο Ξενόπουλος την άναψε κι όταν κόρωσε, βγήκε για πέντε λεπτά. Επέστρεψε κρατώντας αρνί με μανέστρα σε μπακιρένιο ταψί, βραστά κολοκύθια σαλάτα απ’ τον μπαξέ με φέτα σε βαθύ τσίγκινο πιάτο και μποτίλια μπρούσκο κρασί μαζί με εφημερίδες παραμάσχαλα. «Ζέστανέ τα, μόλις πεινάσεις. Εγώ θα φάω πάνω με την κυρά. Τα παιδιά πάνε στο Γυμνάσιο και μένουν με την κουνιάδα μου στο Ναύπλιο. Δεν αξιώθηκε να κάνει δικά της και τα ’χει στα όπα όπα».

Εσφιξαν μερικά ποτηράκια κι ο Φίλωνας αποχώρησε δίνοντάς του οδηγίες προς ναυτιλλομένους στο μπαλαούρο: να κρατάει πάντα κλειδωμένη την πόρτα από μέσα, να μη χάσκει ούτε χαραμάδα στις κουρτίνες και να μην καίει τη στόφα το πρωί, όταν θα λείπει εκείνος. Δεν έπρεπε να υποπτευθεί κανείς το παραμικρό, καθότι στην αγνή ελληνική ύπαιθρο, εκτός από τη βλάστηση, οργιάζει και η κακογλωσσιά. Υπερέβαινε και την πλέον καλπάζουσα φαντασία το μένος με το οποίο τον αναζητούσε η χούντα. Γευόταν το γιουβετσάκι του, διαβάζοντας τις ειδήσεις, και δεν το πίστευε. Εάν αλήθευαν τα δημοσιεύματα, πανστρατιά χαφιέδων είχε ξαμοληθεί να τον ξετρυπώσει σε κάθε σημείο της πρωτεύουσας. Αυτό, βεβαίως, τον βόλευε.

Η απλότητα, η ντομπροσύνη, η γνήσια λαϊκή ψυχή κι η άσβεστη αντάρτικη σπίθα, που τρεμόπαιζε κάπου κάπου στο βλέμμα του ευεργέτη του, τον έκαναν να ορκίζεται πως δεν θα τον μαρτυρήσει. Δέθηκαν τις επόμενες μέρες σαν αδέλφια, αν όχι σαν πατέρας και γιος. Ανέπτυξαν, σε κάθε περίπτωση, δεσμούς αίματος. Την Πέμπτη ο Ξενόπουλος θα πεταγόταν στο Αίγιο για δουλειές. Ο Καραμπίνης αποφάσισε να αποφύγει το ναρκοθετημένο Λεκανοπέδιο και με την ευκαιρία να δοκιμάσει την τύχη του στην Πάτρα, την οποία επισκεπτόταν πού και πού προδικτατορικά. Η αχαϊκή πρωτεύουσα τον υποδέχτηκε στους ξέφρενους ρυθμούς του καρναβαλιού. (Συνεχίζεται)

Πηγή