Οι άνθρωποι κατανοούν πως κάτι έχει αλλάξει, δεν βρίσκουν απαντήσεις στα ερωτήματα τους και απευθύνονται σε εκείνους που τους προσφέρουν τις ευκολότερες – στους δημαγωγούς που, μη έχοντας τις απαντήσεις που υπόσχονται, θα στρώσουν το έδαφος για αυταρχικά καθεστώτα.

«Οι αναταραχές εκ μέρους των «κίτρινων γιλέκων», τεκμηριώνουν πως η διαδικασία ευρίσκεται πια σε εξέλιξη – αφού οι Γάλλοι δεν δέχονται αδιαμαρτύρητα ούτε τη μείωση του βιοτικού τους επιπέδου, ούτε το γερμανικό έλεγχο της κυβέρνησης τους, ούτε την οικονομική κατοχή τους από τη Γερμανία, όπως δυστυχώς εμείς οι Έλληνες».

.

από Βασίλης Βιλιάρδος

Όταν το δημόσιο χρέος υπερβεί κάποια ανώτατα όρια της τάξης του 120% του ΑΕΠ, τότε η ανάπτυξη δεν είναι πια δυνατή – οπότε η επίλυση του προβλήματος Χρέος/ΑΕΠ μέσω του παρανομαστή και της ανόδου του είναι ανέφικτη. Μεταξύ άλλων επειδή το δημόσιο δεν μπορεί πλέον να επενδύσει σε περιόδους ύφεσης για να αυξηθεί η ζήτηση και να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας – ενώ η μείωση του χρέους μέσω των ιδιωτικοποιήσεων έχει όρια, δημιουργώντας παράλληλα προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όταν οι κρατικές εταιρείες εξαγοράζονται από ξένους.

Για την Ελλάδα, με ακαθάριστο χρέος (=μαζί με τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους) στα 360 δις € ή στο 200% του ΑΕΠ της, ακόμη και αν δεν υπήρχαν άλλα προβλήματα, όπως το υπέρογκο ιδιωτικό χρέος, οι χρεοκοπημένες τράπεζες ή η καταστροφή του παραγωγικού της ιστού, η ανάπτυξη είναι σχεδόν αδύνατη – πόσο μάλλον όταν οι ιδιωτικοποιήσεις διενεργούνται σε εξευτελιστικές τιμές και με ξένους αγοραστές, με καταστροφικά αποτελέσματα στο μέλλον για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Ως εκ τούτου, η μόνη δυνατότητα επιστροφής της σε κάποια κανονικότητα είναι η διαγραφή ενός μέρους του χρέους της, έτσι ώστε να μειωθεί κάτω από το 120% του ΑΕΠ της – κάτι που θα μπορούσε να επιδιωχθεί (α) με την αποζημίωση της για τις ζημίες που προκλήθηκαν από τα μνημόνια και την ΕΚΤ, με την επίκληση του άρθρου 340 του Μάαστριχτ και (β) με το συμψηφισμό των γερμανικών επανορθώσεων (ανάλυση).

Όσον αφορά τον υπόλοιπο πλανήτη, στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες η ανάπτυξη υποχωρεί σταθερά και ανεξάρτητα από τους οικονομικούς κύκλους, για τους εξής λόγους:

(α) Εξαιτίας του δημογραφικού, αφού η ανάπτυξη είναι συνδεδεμένη με την άνοδο του πληθυσμού, η οποία έχει πλέον σταματήσει – ενώ υπάρχουν αντιδράσεις στην είσοδο ξένων μεταναστών για τη διατήρηση της πληθυσμιακής ανόδου. Εκτός αυτού, μειώνεται συνεχώς το μερίδιο του εργατικού δυναμικού, σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό – όπως στο γράφημα που ακολουθεί, το οποίο αφορά την Ελλάδα (μπλε στήλες, αριστερή κάθετος) και τις Η.Π.Α. (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, η οποία βιώνει τα τελευταία εννιά χρόνια μία απάνθρωπη ύφεση, το πρόβλημα επιδεινώνεται από τη μετανάστευση των Ελλήνων – αφού τα 500.000 άτομα που έχουν φύγει δεν έχουν πάρει μαζί τους μόνο το κόστος εκπαίδευσης τους ύψους 100 δις € (περί τις 200.000 € ανά άτομο) αλλά, επί πλέον, 25 δις € ΑΕΠ. Επομένως, όποιος αναφέρεται στην επίλυση του θέματος του χρέους μέσω της ανόδου του ΑΕΠ, είτε ψεύδεται, είτε έχει πλήρη άγνοια.

(β)  Λόγω της μικρής αύξησης της παραγωγικότητας. Οι προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις μέσω των μεγάλων εφευρέσεων, όπως της ατμομηχανής, της ηλεκτρικής ενέργειας, του κινητήρα εσωτερικής καύσης ή των ημιαγωγών, προκάλεσαν μία μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας. Για παράδειγμα, η αντικατάσταση του αγρότη από τα τρακτέρ ή από τις αλωνιστικές μηχανές αύξησε πολύ περισσότερο την παραγωγικότητα, σε σχέση με την αντικατάσταση ενός σημερινού αργού ρομπότ στα εργοστάσια από ένα πολύ πιο γρήγορο – ενώ μέχρι σήμερα η σύγχρονη πρόοδος, η ψηφιοποίηση, έδωσε μεν κάποια ώθηση έως τη δεκαετία του 2000, αλλά έκτοτε τα κέρδη είναι ελάχιστα.

Με ένα δεύτερο παράδειγμα, η κατασκευή μηχανημάτων στη Γερμανία έπαψε πια να εμφανίζει άνοδο της παραγωγικότητας, ενώ οι εξαγωγές/πωλήσεις τους οφείλονται στο τιμολογιακό και μισθολογικό dumping που έχει υιοθετήσει η χώρα – με αποτέλεσμα το δικό της ευρώ να είναι πάνω από 20% υποτιμημένο σχετικά με το ιταλικό, σημειώνοντας πως η Ιταλία είναι ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της στα μηχανήματα (ένας από τους βασικούς λόγους που δεν θα θελήσει ποτέ να στηρίξει την Ιταλία, αφού δεν τη συμφέρει). Όπως είπε λοιπόν ο R. Solow, «Βλέπουμε όλοι τα Computer παντού, αλλά όχι στις στατιστικές της παραγωγικότητας».

Η βιομηχανική επανάσταση 4.0

Περαιτέρω, είναι φανερό πως έχει υπερεκτιμηθεί η «βιομηχανική επανάσταση 4.0», όπως αποκαλείται η ψηφιοποίηση – οι εφευρέσεις δηλαδή που κάνουν γενικότερα τη ζωή μας πιο γρήγορη και συνδέουν τους ανθρώπους/χώρες μεταξύ τους σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά δεν αυξάνουν σημαντικά την παραγωγικότητα. Αντίθετα τη μειώνουν, όπως έχει διαπιστωθεί από τα κινητά τηλέφωνα – τα οποία δεν «κλέβουν» μόνο χρόνο από τους εργαζομένους αλλά, επίσης, αυτοσυγκέντρωση, αφού έχει αποδειχθεί πως ένα άτομο που έχει αποσπασθεί η προσοχή του από ένα τηλεφώνημα, χρειάζεται 20-30 λεπτά για να επιστρέψει πλήρως στη διαδικασία της εργασίας του.

Μπορεί τώρα να μη χρειάζεται ανάπτυξη μία καφετέρια για να επιβιώσει, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με ένα εργοστάσιο παραγωγής μηχανημάτων – το οποίο έχει ανάγκη από χρήματα για τη διενέργεια επενδύσεων έτσι ώστε να ανταπεξέλθει με τον ανταγωνισμό, κάτι που είναι αδύνατον εάν δεν αναπτύσσεται συνεχώς. Πόσο μάλλον οι μεγάλες εισηγμένες εταιρείες, οι οποίες πιέζονται διαρκώς από τους μετόχους τους για να έχουν περισσότερα κέρδη – οπότε τα ισχυρά κράτη, στα οποία είναι εγκατεστημένες. Ως εκ τούτου, ο ανταγωνισμός γίνεται όλο και πιο «αιματηρός» – αφού η ανάπτυξη μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από τη διεκδίκηση ενός μεγαλύτερου μεριδίου, σε μία αγορά που δεν αυξάνεται.

Συνεχίζοντας, στην περίπτωση των κρατών, η βασική συνταγή της ανάπτυξης είναι η δημόσιες επενδύσεις – η νομισματική πολιτική με τα χαμηλότερα επιτόκια και με τις «ενέσεις» ρευστότητας, οπότε η αύξηση των χρεών. Κάτι τέτοιο όμως λειτουργεί μόνο σε περιόδους ασθενών οικονομικών κύκλων, όπως μετά από μία χρηματοπιστωτική κρίση – όχι όταν τα προβλήματα είναι δομικής φύσεως, όπως τα παραπάνω (=αδυναμία αύξησης της παραγωγικότητας).

Ως εκ τούτου οι υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ιταλία ή η Ιαπωνία, πόσο μάλλον η χρεοκοπημένη Ελλάδα, δεν πρόκειται ποτέ να μειώσουν τα χρέη τους ως προς το ΑΕΠ από τον παρανομαστή, με τη βοήθεια της ανάπτυξης – κάτι που δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει, παρά το ότι η οικονομία της Ιταλίας υποχώρησε για πρώτη φορά μετά από πολλά τρίμηνα κατά -0,1%. Επίσης της Ιαπωνίας κατά -0,3% σε ετήσια βάση (πηγή), με την κατανάλωση να μειώνεται κατά 0,1%, τις εξαγωγές κατά 1,8% και τις κεφαλαιουχικές δαπάνες κατά 0,2% – παρά το ότι η κεντρική της τράπεζα έχει αυξήσει τη ρευστότητα σε υπερβολικό βαθμό, κατέχοντας χρέος μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της χώρας και με τα επιτόκια δανεισμού στο 0,08%.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει πλέον και στις Η.Π.Α., όπου οι προσπάθειες τους να επιλύσουν το πρόβλημα των διδύμων ελλειμμάτων, του υπέρογκου δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, καθώς επίσης του ασφαλιστικού μέσω της κλασσικής παραπάνω συνταγής, συν τους εμπορικούς/φορολογικούς πολέμους που διεξάγουν, δεν πρόκειται να ευοδωθούν – γεγονός εξαιρετικά επικίνδυνο για την ειρήνη στον πλανήτη, αφού θα επιχειρήσουν να ληστέψουν άλλες χώρες για να αποφύγουν τη χρεοκοπία.

Ειδικά όσον αφορά την Ευρωζώνη, στην οποία πολλές χώρες θέλουν να επιλύσουν το πρόβλημα των χρεών τους μέσω της ανάπτυξης, έχοντας πια καταλάβει πως το ευρώ είναι ξένο νόμισμα για όλες, η κατάσταση θα γίνει εκρηκτική όταν τελειώσει ο ελαφρά ανοδικός οικονομικός κύκλος που ξεκίνησε το 2009 (γράφημα) – πόσο μάλλον αφού έχουν καταλάβει οι πάντες το ρόλο της Γερμανίας, ενώ ακόμη και η πιο ανόητοι βλέπουν πια τα γερμανικά οικονομικά τανκς να κατακλύζουν την ήπειρο μας για μία ακόμη φορά, επιδιώκοντας ως συνήθως τη διεύρυνση του «ζωτικού χώρου» του κράτους τους.

Οι αναταραχές εκ μέρους των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία, τεκμηριώνουν πως η διαδικασία ευρίσκεται πια σε εξέλιξη – αφού οι Γάλλοι δεν δέχονται αδιαμαρτύρητα όπως εμείς οι Έλληνες ούτε τη μείωση του βιοτικού τους επιπέδου, ούτε το γερμανικό έλεγχο της κυβέρνησης τους. Ούτε βέβαια την οικονομική κατοχή τους από τη Γερμανία, η οποία είναι αναμφισβήτητη στην περίπτωση της Ελλάδας.

Σε κάθε περίπτωση, τα δυτικά κοινωνικά συστήματα στη σημερινή τους μορφή, καθώς επίσης η πολιτική των χρεών, δεν χρηματοδοτούνται χωρίς ανάπτυξη – ενώ η ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται πια με την αύξηση της παραγωγικότητας, ούτε με την εκμετάλλευση των χωρών του «τρίτου κόσμου» που οχυρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό (έχοντας εμπειρία από τις δυτικές επιθέσεις, μεταξύ άλλων μέσω του ΔΝΤ – ανάλυση), αλλά με την υφαρπαγή μεριδίων αγοράς από τους άλλους – κάτι που είναι συνώνυμο με τον οικονομικό πόλεμο, ο οποίος συχνά καταλήγει σε συμβατικό.

Δεν επιτυγχάνεται ούτε με τη μείωση των αμοιβών των εργαζομένων (=εσωτερική υποτίμηση), όπως φάνηκε από το παράδειγμα της Ελλάδας – στην οποία, παρά το ότι οι μισθοί περιορίσθηκαν σχεδόν κατά 20% (γράφημα) η ανταγωνιστικότητα αυξήθηκε μόλις κατά 8%, παραμένοντας εξαιρετικά χαμηλή σε σχέση με τα άλλα κράτη.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, αρκετοί προτείνουν ως λύση να αφεθούν στη δημιουργική καταστροφή οι «ζόμπι» τράπεζες και επιχειρήσεις που διασώθηκαν από τα κράτη το 2008, για να αποφευχθεί ένα παγκόσμιο κραχ – με κριτήριο τις εμπειρίες της Ιαπωνίας, η οποία βρίσκεται σε μία τόσο δύσκολη θέση, με δημόσιο χρέος στο 250% του ΑΕΠ της, ακριβώς επειδή τις διατήρησε, μη επιτρέποντας τη χρεοκοπία τους. Εν τούτοις, δεν υπάρχουν σήμερα μόνο ζόμπι τράπεζες και επιχειρήσεις αλλά, επίσης, ασφαλιστικά συστήματα και ολόκληρα κράτη – ένα από τα οποία είναι δυστυχώς η Ελλάδα.

Μία χώρα που της διαγράφηκε μεν χρέος, αλλά με αντάλλαγμα τη μείωση της ανάπτυξης και την τρομακτική πτώση του ΑΕΠ της (εκτός από την απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας, την υποθήκευση των πάντων, τη χρεοκοπία των τραπεζών της κλπ.) – με αποτέλεσμα να έχει σήμερα μετατραπεί σε «ζωντανό νεκρό», με τη διαδικασία της αποσύνθεσης σε πλήρη εξέλιξη. Πιθανότατα λοιπόν θα αφεθεί επίσης στη δημιουργική καταστροφή, μέσω της χρεοκοπίας της – κάτι που δεν θα ήταν καθόλου ευχάριστο, υπό τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα.

Από την άλλη πλευρά, γενικότερα οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πως κάτι έχει αλλάξει, ενώ δεν βρίσκουν απαντήσεις στα ερωτήματα τους – οπότε εύλογα θα απευθυνθούν σε αυτούς που τους προσφέρουν τις ευκολότερες. Σε «δημαγωγούς» δηλαδή που μη έχοντας τις απαντήσεις που υπόσχονται, θα στρώσουν το έδαφος για αυταρχικά καθεστώτα – οπότε πολύ σωστά αναφέρεται πως οι Δημοκρατίες θα πάψουν σύντομα να υπάρχουν, εάν χαθούν οι προϋποθέσεις της δημιουργίας και ύπαρξης τους: η οικονομική ανάπτυξη και η συνεχώς αυξανόμενη ευημερία που καθιστούσε εφικτή.

 

ΠΗΓΗ