Τα τελευταία χρόνια ζούμε σε μια εποχή αποκαλύψεων για τις καταχρήσεις και τους χρηματισμούς κυβερνητικών αξιωματούχων στις Κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που είχαν αναλάβει τις τύχες της χώρας τις προηγούμενες 10ετίες. Δεκάδες εκατομμύρια καταβάλλονταν από τους εκπροσώπους των εταιριών που επιδίωκαν και έπαιρναν τελικά έργα από το ελληνικό Δημόσιο. Φυσικά πάντα τα «δώρα» αυτά τα επιβαρυνόταν ο αγοραστής ή ο εργοδότης, δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο, τουτέστιν όλοι εμείς που δεν είχαμε, ούτε έχουμε, τη δυνατότητα να βάλουμε το δάχτυλο στο μέλι.

Η μέχρι τώρα ιστορία διδάσκει ότι το πάρτι των χρηματισμών κυβερνητικών αξιωματούχων αφορούσε σε δύο συγκεκριμένα κόμματα που ανέλαβαν τις τύχες της χώρας τις προηγούμενες δεκαετίες. Χρήματα, όμως, δεν έλαβαν μόνο αξιωματούχοι, αλλά και τα ίδια τα κόμματα, όπως αποκάλυψε ένας από τους «μεσάζοντες», ο πολύς κος Τσουκάτος. Δηλαδή με λίγα λόγια, οι χρηματισμοί και η διαφθορά έχουν κομματική ταυτότητα. Δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο με τα θύματα αυτών των παράνομων πράξεων. Αυτοί που πλήρωσαν τον λογαριασμό, αυτοί που είδαν τις συντάξεις τους ή τις αποδοχές τους να μειώνονται και γενικά το βιοτικό επίπεδό τους να κατακρημνίζεται, δεν έχουν κομματική ταυτότητα ή αν θέλετε ανήκουν σε όλο το κομματικό φάσμα της χώρας μας.

Τα περισσότερα ΜΜΕ, που είναι γνωστό ότι ταυτίζονται κάθε φορά με κάποιο κόμμα προσδοκώντας οφέλη όταν αυτό έλθει στην εξουσία, ξεχνούν αυτή τη βασική διαφορά μεταξύ των δραστών και των θυμάτων τους, όσον αφορά την κομματική τους ταυτότητα.

Ετσι, με απόψεις όπως «όλοι μαζί τα φάγαμε» ή ότι «όλοι το ίδιο είναι», επιχειρούν να θολώσουν το τοπίο, να ξεχάσει ο ευάλωτος πολίτης ποια ιδεολογία υπηρετούσε αυτός που «τα έπιασε», ποιο κόμμα ήταν πίσω απ’ αυτόν, ποιο κόμμα έβαλε στο ταμείο το παράνομο χρήμα και τελικά ποια είναι η ουσιώδης διαφορά μεταξύ αυτών που κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και αυτών που κουμαντάρουν τις τύχες μας τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για το γνωστό «ηθικό πλεονέκτημα», για την αλλοίωση του οποίου πολύ μελάνι χύθηκε και πολλές ώρες εκπομπών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών δαπανήθηκαν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο μέσος πολίτης που διάβαζε και κάτι άλλο πέραν των γνωστών «αντικειμενικών» παραδοσιακών εφημερίδων, που βλέπει κάποιο άλλο κανάλι εκτός από το γνωστό «αντικειμενικό» ή ακούει και άλλους δημοσιογράφους πέραν των γνωστών «αντικειμενικών», έχει διαπιστώσει την ύπαρξη αυτού του «ηθικού πλεονεκτήματος».

Ανεξάρτητα σε ποιο κόμμα ανήκει κανείς ή ποια ιδεολογία πρεσβεύει, θα πρέπει να έχει μόνιμο και σταθερό προσανατολισμό κατά της διαφθοράς, του παράνομου πλουτισμού, δηλαδή, κάποιων ασυνείδητων κυβερνητικών αξιωματούχων σε βάρος της χώρας μας και όλων ημών. Μόνο αν αυτή η καταδίκη πάρει παλλαϊκές διαστάσεις, με συμμετοχή οπαδών, φίλων και μελών από όλα τα κόμματα, τότε μόνο μπορούμε να έχουμε ελπίδα ότι αυτά τα «πάρτι» δεν θα επαναληφθούν.

Ταυτόχρονα ένα τέτοιο κύμα αντίδρασης στην διαφθορά θα οπλίσει με θάρρος και αυτοπεποίθηση και τη δικαστική εξουσία, η οποία καλείται να ελέγξει πρόσωπα που κάποτε βρίσκονταν πολύ ψηλά και εξακολουθούν να έχουν κύρος και επιρροή στους κομματικούς χώρους που ανήκουν. Αυτή η τόνωση της δικαστικής εξουσίας είναι αναγκαία για να κάνει το καθήκον της χωρίς καθυστερήσεις, αναστολές, ακόμα και φόβο αντίποινων απ’ αυτούς που θα βρίσκονται πιθανόν στο μέλλον στην εξουσία και οι οποίοι σήμερα, άλλοτε αμέσως και άλλοτε εμμέσως, υπερασπίζονται χωρίς περιστροφές τους ελεγχόμενους, θεωρώντας κάθε αποκάλυψη της ανεξάρτητης (και κατ’ αυτούς) δικαιοσύνης ως «σκευωρία» σε βάρος τους, υπαινισσόμενοι με τον τρόπο αυτό ότι στην σκευωρία αυτή συμμετέχουν όχι μόνο οι κομματικοί αντίπαλοι των παραπεμπόμενων αλλά και αυτοί οι ίδιοι οι Εισαγγελείς και οι δικαστές, που χειρίζονται τις υποθέσεις.


* Ο Θάνος Αμπατζής είναι δικηγόρος.

Πηγή:http://pelop.gr