Σε νέες του δηλώσεις, ο υπουργός Υγείας ξεκαθάρισε πως δεν είναι υποχρεωτική η εγγραφή στον οικογενειακό γιατρό και η περίθαλψη θα μείνει ως έχει για όσους δεν εγγραφούν ως το τέλος του χρόνου.
Με άλλα λόγια, το υπουργείο αναγκάζεται σε… σε μερική κατάργηση του οικογενειακού γιατρού, πριν καν εφαρμοστεί ο θεσμός. Αυτό γιατί, το ενδιαφέρον γιατρών και πολιτών, παραμένει ως και σήμερα υποτονικό.
Ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός βρέθηκε το Σαββατοκύριακο στην Κρήτη, όπου διαβεβαίωσε τους γιατρούς ότι δεν θα αλλάξει τίποτα σχετικά με την πρόσβαση των πολιτών στο γιατρό της επιλογής τους. Διευκρίνισε επίσης ότι όλοι οι γιατροί διατηρούν το δικαίωμα της συνταγογράφησης και παραπομπής, για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες.
Δεσμεύτηκε παράλληλα ότι πρόσβαση στον Ατομικού Ηλεκτρονικό Φάκελο Υγείας θα έχουν όλοι οι γιατροί όλων των ειδικοτήτων, με ευθύνη για τη συμπλήρωσή του.
Σε ραδιοφωνικές του δηλώσεις, ο Α.Ξανθός έσπευσε βέβαια να τονίσει οτι η ηγεσία του υπουργείο «θέλει σιγά-σιγά οι πολίτες να εμπιστευτούν τον νέο θεσμό, να αναζητούν υπηρεσίες μέσα από την οικογενειακή φροντίδα, ώστε σταδιακά να μετατοπίζεται το βάρος από το νοσοκομείο και την περίθαλψη στην πρόληψη της ασθένειας».
Έντονες αντιρρήσεις για τον τρόπο που επιχειρείται να εφαρμοστεί ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού έχουν εκφράσει σχεδόν όλοι οι ιατρικοί σύλλογοι της χώρας, ενώ οι εκπρόσωποι ασθενών έχουν ζητήσει να παραταθεί η προθεσμία εφαρμογής του.
Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογος, «όσο πλησιάζει ο καιρός για την υποχρεωτική εγγραφή των πολιτών στο σύστημα, τόσο εντονότερα γίνονται τα προβλήματα ανεύρεσης γιατρών, καθώς η συμμετοχή είναι μικρή και οι περισσότεροι φαίνεται να έχουν καλύψει τον αριθμό των πολιτών που έχουν δικαίωμα να εγγράψουν. Επιπλέον, τα Κέντρα Υγείας και τις Μονάδες Υγείας των ΠΕΔΥ απειλούνται με σημαντική αποδυνάμωση, αφού από τους 2.100 γιατρούς τους, οι 800 θα πρέπει μέχρι το τέλος του χρόνου να αποφασίσουν αν θα κλείσουν τα ιδιωτικά τους ιατρεία για να παραμείνουν στο ΕΣΥ».
Ο Ιατρικός Σύλλογος της Αθήνας ζητά να ακυρωθεί η εφαρμογή του νέου συστήματος και να ξεκινήσει εκ νέου διάλογος, για τον επανασχεδιασμό του με τις αναγκαίες προϋποθέσεις.