Προϋπόθεση, η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα των περικοπών. Τι θα μπορεί να διεκδικηθεί

Το ποσό των 2.500 ευρώ θα μπορεί να διεκδικήσει αναδρομικά για την περίοδο Δεκεμβρίου 2016 – Δεκεμβρίου 2018 κάθε δημόσιος υπάλληλος, εάν η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει τελικώς αντισυνταγματική την περικοπή των «δώρων» και επιδομάτων από τις αμοιβές τους. Ηδη χιλιάδες δημοτικοί υπάλληλοι δικαιώθηκαν και εισπράττουν τα επιδόματα! 

Τα «δώρα» αντικατέστησαν τους δύο μισθούς στο Δημόσιο, που με τον νόμο 3845 του 2010 περιορίστηκαν σε ετήσιο ποσό 1.000 ευρώ, δηλαδή 500 ευρώ ως Δώρο Χριστουγέννων και 250 ευρώ + 250 ευρώ ως Δώρο Πάσχα και Επίδομα Αδείας. Ολα αυτά κόπηκαν το 2013!

Ομως η απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ ανοίγει νέο γύρο αιτήσεων και προσφυγών για την αναδρομική διεκδίκηση επιδομάτων εορτών και αδείας από εργαζομένους σε υπουργεία, δήμους, ασφαλιστικά ταμεία, λοιπά ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ αλλά και από ενστόλους και λοιπούς δημόσιους λειτουργούς που αμείβονται με ειδικά μισθολόγια. Για την αποκατάσταση των δώρων τη συγκεκριμένη περίοδο (πριν από το 2016 οι απαιτήσεις έχουν παραγραφεί καθώς έχει παρέλθει η διετία που προβλέπει ο νόμος) θα απαιτηθεί ποσό της τάξης του 1,8 δισ. ευρώ. Ο πονοκέφαλος γίνεται διπλός, καθώς πέρα από τα αναδρομικά ο Προϋπολογισμός θα πρέπει να καλύπτει εφεξής το ετήσιο κόστος της αποκατάστασης των δώρων και επιδομάτων, που υπολογίζεται σε περίπου 700.000.000 ευρώ ετησίως! 

Αν συνυπολογίσει, δε, κανείς ότι με την επαναφορά των δώρων στους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους ανοίγει διάπλατα ο δρόμος και για τους συνταξιούχους, τότε η δημοσιονομική βόμβα αποκτά διαστάσεις μεγατόνων. Υπενθυμίζεται ότι οι συνταξιούχοι όμως μπορούν να τα διεκδικήσουν από το 2013, καθότι η παραγραφή σύμφωνα με τον νόμο είναι πενταετής. 
Βάσει της απόφασης του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ και υπό την προϋπόθεση ότι και η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου θα κρίνει ότι τα επιδόματα πρέπει να καταβληθούν αναδρομικά από την 1/1/2013, δικαιούχοι αναδρομικών μπορεί να καταστούν:

1 Οι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, δηλαδή:
α) Ολοι οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου που υπηρετούν στα υπουργεία, στην Προεδρία της Δημοκρατίας, στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές (ΑΔΑ) που δεν έχουν νομική προσωπικότητα και στη Βουλή των Ελλήνων,
β) οι υπάλληλοι των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών,
γ) οι υπάλληλοι των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, 
δ) οι υπάλληλοι των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού (Δήμοι – Περιφέρειες),
ε) οι υπάλληλοι των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, 
στ) οι υπάλληλοι των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ),
ζ) οι υπάλληλοι των Δημοσίων Επιχειρήσεων, Οργανισμών και Ανώνυμων Εταιρειών,
η) οι εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (μόνιμοι, αναπληρωτές, ωρομίσθιοι),
θ) οι υπάλληλοι της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Εμμισθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων της χώρας.

2 Οι λοιποί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου:
α) Οι υπάλληλοι της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ),
β) οι αμειβόμενοι με ειδικά μισθολόγια. 
Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει και η δικηγόρος – εργατολόγος Μαρία Τσίπρα, υπάρχουν δύο επιλογές στους εργαζομένους του Δημοσίου. Σε πρώτη φάση θα πρέπει να πάνε στις υπηρεσίες τους και να κάνουν αίτηση ζητώντας να μην παραγραφούν οι απαιτήσεις τους. Σε αυτήν την περίπτωση κατοχυρώνουν για ένα εξάμηνο τις απαιτήσεις τους.

ΠΗΓΗ