Συµπληρώθηκαν εφέτος 50 χρόνια από την εκδηµία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόµου Β’, του Χατζησταύρου (1968-2018).

Ένας από τους τοµείς στον οποίον επικεντρώθηκε η αρχιεπισκοπική του επιδίωξη κατά την πενταετή παραµονή του στον θρόνο των Αθηνών (1962-1967) ήταν η διευθέτηση της εφηµεριακής µισθοδοσίας, ζήτηµα το οποίο εµφανίζει και σήµερα µία απροσδόκητα επικαιρική διάσταση. Αν και το ύψος του µισθού των εφηµερίων που καθορίσθηκε το έτος 1945 και εντεύθεν υπήρξε ικανοποιητικό για τα δεδοµένα της εποχής, στη συνέχεια δεν έτυχε ανάλογης αναπροσαρµογής, µε αποτέλεσµα το 1963 να µην επαρκεί για την κάλυψη ούτε των µάλλον στοιχειωδών βιοτικών αναγκών.

Τίθεται, έτσι, το ζήτηµα της ανάγκης να εξευρεθούν πόροι, εκ µέρους τόσο της Εκκλησίας όσο και της Πολιτείας, για µία γενναία και οριστική αντιµετώπιση της αξιοπρεπούς, κατά το δυνατόν, διαβίωσης του εφηµεριακού κλήρου. Στην κατεύθυνση αυτή η πρόταση της, υπό τον Κ. Καραµανλή, κυβέρνησης αποτυπώνεται σε Σχέδιο της 23ης Οκτωβρίου 1962, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εισηγητικόν σηµείωµα επί της οργανώσεως των οικονοµικών της Εκκλησίας της Ελλάδος» και έχει ως συντάκτη τον ∆ηµ. Αλιπράντη, Υφυπουργό των Οικονοµικών.

Στόχευση του Σχεδίου αποτελεί, κατά δήλωση του συντάκτη του, η οικονοµική επάρκεια και αυτοτέλεια της Εκκλησίας, ώστε µε «µόνην παρουσίαν και συµβολήν της Πολιτείας», να εξασφαλίσει µόνιµες πηγές εσόδων του προϋπολογισµού της, που θα προέρχονται τόσο από ίδιους πόρους όσο και από τη µόνιµη ετήσια επιχορήγηση του Κράτους. Προτείνεται έτσι η ίδρυση ενιαίου Οικονοµικού Οργανισµού της Εκκλησίας, ο οποίος, υπό τη διεύθυνση 5µελούς ∆.Σ. όπου το Κράτος θα έχει την πλειοψηφία, θα αναλάβει τη µισθοδοσία του εφηµεριακού κλήρου, βάσει νέου µισθολογίου. Επί του Σχεδίου η κυβέρνηση αναµένει την αντίδραση της Ι. Συνόδου ούτως ώστε να προχωρήσει τάχιστα στην κατάθεση του υπό κατάρτιση νοµοσχεδίου για να καταστεί νόµος του κράτους και από 1ης Ιανουαρίου 1963 να τεθούν σε εφαρµογή οι διατάξεις του.

Η Ι. Σύνοδος απορρίπτει το κυβερνητικό Σχέδιο, καταγγέλλοντας προχειρότητα στους κυβερνητικούς σχεδιασµούς, ικανούς να διαταράξουν τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας και «απειλώντας» ότι «η άνευ εγκρίσεως της Εκκλησίας, εισαγωγή εις την Βουλήν, τοιούτου νοµοθετήµατος, θα προκαλέση εκκλησιαστικήν θύελλαν». ∆ιατυπώνεται, µάλιστα, η εκτίµηση ότι το συγκεκριµένο Σχέδιο ακυρώνει στην ουσία ένα επίτευγµα της Εκκλησίας, τη µισθοδοσία του κλήρου από το ∆ηµόσιο Ταµείο (1945), το οποίο δεν υπήρξε οικονοµικό αίτηµα της Εκκλησίας αλλά ηθική οφειλή της Πολιτείας…

Η κρισιµότητα της περίστασης επέβαλε την έκτακτη σύγκληση της Ιεραρχίας, που προσδιορίζεται για την 21η Ιανουαρίου 1963. Στην εισήγησή του ο Χατζησταύρου, αφού επισηµαίνει ότι η «δηµιουργική ασάφεια» του Σχεδίου δεν επέτρεψε στη Σύνοδο να το εγκρίνει, υπογραµµίζει τον «πολυσχιδή και ειδικό» χαρακτήρα του ζητήµατος, στη µελέτη του οποίου δεν «δύναται µε τας ιδίας αυτής δυνάµεις να προχωρήση η εκκλησία» και για αυτό προτείνει τη σύσταση επιτροπής ειδικών. Περαιτέρω, σχολιάζοντας την κυβερνητική πρόταση να ανατεθεί η εφηµεριακή µισθοδοσία σε έναν ενιαίο Οικονοµικό Οργανισµό της Εκκλησίας, «του κράτους αναλαµβάνοντος την κάλυψιν των ανοιγµάτων του λογαριασµού δι’ επιχορηγήσεώςτου», διερωτάται «εις τι σκοπεί η προτεινόµενη λύσις […] και κατά τι θα προαγάγη αύτη το θέµα της µισθοδοσίας».

Υποστηρίζει έτσι ότι µε τη λύση αυτή απλώς θα αποκολληθεί η µισθοδοσία από το ∆ηµόσιο Ταµείο για να προσαρτηθεί στην Εκκλησία, η οποία θα χρηµατοδοτείται από την Πολιτεία. «Αλλ’ η µεταβίβασις εις την Εκκλησίαν», γράφει ο Χατζησταύρου, «της αρµοδιότητος της πληρωµής της µισθοδοσίας, θέλει µεταβάλει το ∆ηµόσιον εις απλούν χρηµατοδότην, δυνάµενον, υπό το νέον τούτο καθεστώς, ευκολότερον και όποτε το θελήση να διακόψη την επιχορήγησίν του».

Τελικώς, η κυβέρνηση εγκατέλειψε την ιδέα της µονοµερούς νοµοθέτησης και µε απόφασή της του Μαρτίου 1963 επιβεβαίωσε την υποχρέωση του Κράτους να συνεχίσει να συµβάλει, όπως έπραττε ήδη από το 1945, στην ενίσχυση των εκκλησιαστικών πόρων, µέχρις ότου επιτευχθεί η ανασύνταξη των περιουσιακών πραγµάτων της Εκκλησίας και µέσω αυτής καταστεί εφικτό να καλύπτει η Εκκλησία αυτοδυνάµως τις ανάγκες της… Οποιαδήποτε οµοιότητα ή αναλογία µε πρόσωπα ή σηµερινές καταστάσεις είναι εντελώς συµπτωµατική. Ή µήπως όχι;