Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος οδοιπορεί στο χώρο της ποιητικής γραφής από τα πρώτα χρόνια του βίου του. Σε ηλικία µόλις δεκαπέντε ετών δηµοσίευσε το πρώτο του ποίηµα. Παράλληλα µε τη δηµιουργία του ποιητικού του ορίζοντα, είναι απ’ εκείνους τους δηµιουργούς που µε τον κώδικα της καθηµερινότητάς του τίµησε τους κοινωνικούς αγώνες του ελληνικού λαού καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα.

Το έργο του έχει τιµηθεί τόσο από το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα και το εξωτερικό, µε δεκάδες εκδόσεις και αναφορές, όσο και από την κριτική, που καταγράφει την ποίησή του στις σηµαντικές του εικοστού αιώνα. Με το έργο του έχει επηρεάσει πολλούς νεότερους ποιητές και ποιήτριες και µε την τεχνική της ποιητικής του µας βρίσκει η ποίηση. Γιατί, όπως λέει στο οµώνυµο ποίηµα, «Σε βρίσκει η ποίηση, εκεί που αναρωτιέσαι για πράγµατα που για πρώτη φορά αντικρίζεις, για πράγµατα χιλιοειπωµένα που έχουµε περάσει, για πράγµατα που ξαφνιάζουν κι ας γίνονται κάθε µέρα, για πράγµατα που έλεγες δε θα συµβούν ποτέ και τώρα συµβαίνουν µπρος στα µάτια σου, εκεί πάνω σε βρίσει η ποίηση».

Η ποίηση, λοιπόν, έχει βίο, έχει µύθο, έχει τον τρόπο των ανθρώπων που την υπηρετούν. Ο Τίτος Πατρίκιος την υπηρέτησε και νοιάζεται γι’ αυτήν. Σε ένα από τα ποιήµατα σας στις συνήθειες των κρατουµένων λέτε: «Κάθε πρωί ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα φυλάκια φορώντας µια άπλυτη πιτζάµα νοσοκοµείου και διέσχιζε αργά το προαύλιό του ουρανού ύστερα από τόσα χρόνια είχε και εκείνη πάρει συνήθειες των κρατουµένων». Ζούµε µία Ελλάδα η οποία τα τελευταία 10 χρόνια παράγει κρατούµενους µε την έννοια της ανασφάλειας και της ταπείνωσης.

Τι νοµίζετε ότι θα πρέπει να πούµε σε αυτά τα νέα παιδιά όπου έχουµε εδώ για το αύριο; Αυτό που θέλω να σας πω είναι ότι ευτυχώς δεν υπάρχει κανένας κρατούµενος σε φυλακή αυτή την στιγµή, άλλο είναι ο ψυχαναγκασµός από τις δυσκολίες της ζωής και άλλο να υπάρχει µια ανεξέλεγκτη εξουσία η οποία σε χώνει µέσα στην φυλακή και αυτό που θα έλεγα στα νέα παιδιά είναι επωφεληθείτε και αξιοποιείστε την ελευθερία που έχετε, εκεί είναι το πρόβληµα ότι πολλές φορές δεν αξιοποιούµε την ελευθερία που έχουµε και την χαραµίζουµε την σκορπάµε από εδώ και από εκεί.

Όσο για το ποίηµα αυτό απορρέει όπως και όλα µου τα ποιήµατα από συγκεκριµένα γεγονότα και την παρατήρησή τους και όταν τα ξανασκέφτοµαι σε ό,τι αφορά την ποίηση µου, µα πραγµατικά δεν έχω φαντασία, δεν έχω φτιάξει µε την φαντασία κάτι, τα πραγµατικά γεγονότα τα παίρνω και προσπαθώ να τα µετασχηµατίσω τα βιώµατα σε ποίηση αυτό είναι µια πραγµατική εικόνα γιατί ανάµεσα στην Μακρόνησο και την εξορία είχα αρρωστήσει και νοσηλευθεί στο Τζάνειο του Πειραιά επί δύο µήνες και πλέον στο θάλαµο υπήρχε και θάλαµος κρατουµένων και από εκεί από τα παράθυρα, τα καγκελόπορτα έβλεπα τους κανονικούς αρρώστους που έβγαιναν µε τις πιτζάµες τους και έκαναν βόλτα και από εκεί µου ήρθε αυτή η εικόνα δεν την φαντάστηκα έτσι από µόνος µου.

Σε ένα ποίηµα που λέγεται «Το Σταυροδρόµι» και το έχετε γράψει στις 21-5-1959, εν τη ήµερα της γεννήσεώς σας, λέτε «οργή και µίσος πίκρα και λύπηση για το λύγισµα της µέσης στις στιλβωµένες καταστάσεις δάσκαλε αιώνιε. Οπως είχα πιστέψει φίλε έφτασε η ώρα που οι δρόµοι µας χωρίζουν έρχονται αντιµέτωποι ορθώνονται σαν άγρια άλογα και όµως ακόµα δυσκολεύοµαι να αποφασίσω πως χάθηκε για πάντα η ελληνική µας γλώσσα.» Γιατί η γλώσσα του Οµήρου που µιλάµε και εµείς και γράφουµε και διαπραγµατευόµαστε την καθηµερινότητά µας; Τι έχετε να πείτε σε µια εποχή που κερδίζει συνέχεια εδάφη η ιντερνετική γραφή;

Εχω να πω και ίσως διαβάσω ένα ποίηµα σχετικά µε την γλώσσα. Για εµένα είναι ότι πολυτιµότερο έχω γιατί µε την γλώσσα επικοινωνούµε, µε την γλώσσα γνωρίζουµε τον άλλον, µε την γλώσσα αναγνωρίζουµε τον εαυτό µας, µε την γλώσσα εκφραζόµαστε και µε την γλώσσα συνοµιλούµε µε τους παλαιότερους και αυτούς που φύγανε.

Θα ήθελα να σας πω κάτι προσωπικό, όταν έπεσε η δικτατορία και έγινε η αντιπολίτευση και ανοίξανε όλοι οι δρόµοι µου λέγανε τι κάθεσαι στο Παρίσι, έµεινα στο Παρίσι λίγο παραπάνω γιατί έπρεπε να εκπληρώσω κάποιες υποχρεώσεις µου που είχα αναλάβει στην UNESCO και δεν ήθελα τους ανθρώπους που µε βοήθησαν σε δύσκολες στιγµές να τους παρατήσω. Μου προτάθηκε µια πολύ καλή θέση µε µεγάλο µισθό που θα έλυναν τα προβλήµατα της οικογένειας µου µιας και είχα µόλις παντρευτεί.

∆εν τη δέχτηκα όµως όχι από πατριωτισµό αλλά γιατί ένιωθα ότι θα αποδυναµωθεί η γλώσσα µου, θα αδυνατίσουν τα ελληνικά µου και δεν θα ήθελα να µου συµβεί αυτό γιατί η γλώσσα µου είναι συγχρόνως και το εργαλείο µου και το υλικό µου. Επιτρέψτε µου να σας πω ένα ποίηµα για τη γλώσσα. Είναι γραµµένο εκείνα τα χρόνια της δικτατορίας στο Παρίσι.

Τη γλώσσα µου δεν ήταν εύκολο να τη φυλάξω ανάµεσα σε γλώσσες που πήγαιναν να την καταβροχθίσουν όµως στη γλώσσα µου συνέχιζα πάντα να µετράω στη γλώσσα µου έφερνα τον χρόνο στα µέτρα του κορµιού στη γλώσσα µου πολλαπλασίαζα την ηδονή ως το άπειρο µ’ αυτή ξανάφερνα στον νου µου ένα παιδί µε άσπρο σηµάδι από πετριά στο κουρεµένο του κεφάλι. Πάσχιζα να µη χάσω ούτε µια της λέξη γιατί σ’ αυτή τη γλώσσα µου µιλούσαν κι οι νεκροί.