Συντάκτης: Μανόλης Γ. Δρεττάκης *

Η οξύτητα της αντιπαράθεσης, με ακραίες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς του πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή την Τρίτη 11.12.2018 είχε προεκλογική χροιά με στόχο στις επικείμενες εκλογές από μεν τον ΣΥΡΙΖΑ να αναδειχθεί πάλι πρώτο κόμμα και να διατηρήσει την εξουσία, από δε τη Ν.Δ. να τον «εκθρονίσει» από τη θέση αυτή και να ανακαταλάβει την εξουσία. Η συζήτηση αυτή στη Βουλή ήταν η κορύφωση μιας διαδικασίας που διαρκεί πάνω από τέσσερα χρόνια και συνιστά μια προσπάθεια των δύο κομμάτων να αναβιώσουν τον δικομματισμό ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ.

Ο δικομματισμός με πρωταγωνιστές Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε αμέσως μετά τις εκλογές του 1977 και την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι αντιπαραθέσεις της εποχής εκείνης ήταν ανάμεσα στον ιδρυτή της Ν.Δ. και τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1980 και συνεχίστηκαν μέχρι το 2012 ανάμεσα στον εκάστοτε πρωθυπουργό και αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ανεξάρτητα από ποιο από τα κόμματα αυτά ήταν στην κυβέρνηση. Μετά, όμως, τη συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, ο δικομματισμός τους εξέλιπε και, από τις εκλογές του 2015 και μετά, η μεν Ν.Δ. διασώθηκε ως αξιωματική αντιπολίτευση, το δε ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε και περιθωριοποιήθηκε. Την κενωθείσα από το ΠΑΣΟΚ θέση κατέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Χαρακτηριστικό του δικομματισμού έξω και μέσα στη Βουλή ήταν η συστηματική προσπάθεια υποβάθμισης του ρόλου όλων των άλλων κομμάτων. Εκτός Βουλής με υπερ-προβολή τους στα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης και εντός Βουλής οι επί πολλή ώρα διαξιφισμοί των αρχηγών τους, υπό τα χειροκροτήματα των βουλευτών των κομμάτων τους, με ανενδοίαστη παραβίαση του Κανονισμού λειτουργίας της Βουλής, δηλαδή με επέκταση πέραν του καθορισμένου χρόνου των διαξιφισμών αυτών. Με τον τρόπο αυτό, οι ομιλίες των εκπροσώπων των άλλων κομμάτων περιέπιπταν σε δεύτερη μοίρα, με ελάχιστους βουλευτές παρόντες. Και όλα αυτά γίνονταν με ανοχή του εκάστοτε προεδρείου της Βουλής.

Τους ίδιους τρόπους χρησιμοποιούν σήμερα οι αρχηγοί ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. σε μια νέα «επανέκδοση» του δικομματισμού. Ο δικομματισμός, όμως, αυτός είναι ένα κακέκτυπο του «πρωτοτύπου» που είχαν εγκαινιάσει οι ιδρυτές της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, δεδομένου ότι το σημερινό πολιτικό σκηνικό είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο που επικρατούσε πριν από την κρίση.

Η βασικότερη διαφορά είναι ότι, μέχρι τις εκλογές και το 2009, το καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα της λεγόμενης ενισχυμένης αναλογικής Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ εξασφάλιζε αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα. Με το ίδιο, όμως, σύστημα στις εκλογές στη διάρκεια της κρίσης, το πρώτο κόμμα δεν κατόρθωνε να πετύχει ποσοστό που θα του εξασφάλιζε αυτοδυναμία και, για να σχηματίσει κυβέρνηση, κατέφευγε σε αφύσικες συμμαχίες (στην περίπτωση της Ν.Δ. με το αντίπαλό του ΠΑΣΟΚ και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛΛ., ένα ακροδεξιό κόμμα με θέσεις σε κρίσιμα ζητήματα κάθετα αντίθετες με εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ – βλέπε Πρέσπες). Κατά συνέπεια:

Πολιτικά, ο μεν πρωθυπουργός στην αντιπαράθεσή του με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε κρίσιμα θέματα στα οποία διαφωνούν οι ΑΝ.ΕΛΛ. στηρίζεται μόνο στους βουλευτές του κόμματός του που είναι λιγότεροι από 151, ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην ψευδαίσθηση ότι θα έχει αυτοδυναμία στις επικείμενες εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν με το ίδιο καλπονοθευτικό σύστημα που έγιναν όλες οι προηγούμενες λόγω της ολιγωρίας του πρωθυπουργού να καθιερώσει την απλή αναλογική στις αρχές του 2015.

Παρά, όμως, το bonus των 50 εδρών, αν η Ν.Δ. αναδειχθεί πρώτο κόμμα, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα πετύχει ποσοστό που θα της εξασφαλίσει αυτοδυναμία και θα αναγκαστεί να ζητήσει τη στήριξη κομμάτων που σήμερα της επιτίθενται.

Προγραμματικά –παρότι υπάρχουν διαφορές στην ιδεολογία τους– τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισαν κυβερνήσεις οι οποίες υπέγραψαν και εφάρμοσαν μνημόνια, η μεν Ν.Δ. τα δύο πρώτα, ο δε ΣΥΡΙΖΑ μέρος του δευτέρου και το τρίτο. Το ότι τώρα η κυβέρνηση μπορεί και ψηφίζει κάποια μέτρα ανακούφισης των πληγέντων από τα μέτρα των τριών μνημονίων, δεν αναιρεί το γεγονός ότι βασικά η πολιτική της –λόγω των μνημονίων και των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών– ταυτίζεται με εκείνη που θα εφαρμόσει η Ν.Δ., αν τελικά κερδίσει τις επόμενες εκλογές και κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση (πρωτογενή πλεονάσματα με υπερ-φορολόγηση, ξεπούλημα δημόσιων επιχειρήσεων κ.λπ.).

Συνέπειες αυτής της κακέκτυπης «επανέκδοσης» του δικομματισμού, σε συνδυασμό με τις χυδαίες εκφράσεις μέσα στη Βουλή κορυφαίων στελεχών και βουλευτών των δύο κομμάτων, είναι η παραπέρα απαξίωση της πολιτικής και η ακόμα πιο χαμηλή εκτίμηση σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος στα κόμματα και τους βουλευτές, συνέπειες που ενισχύουν τα ακροδεξιά κόμματα και πλήττουν ευθέως τη δημοκρατία.

* πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ

ΠΗΓΗ