Συντάκτης: Ευάγγελος Αυδίκος
Ο καιρός περνούσε. Μπήκε ο Δεκέμβριος. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης γέμισαν από λαμπιόνια κι έλατα. Από μεταμοντέρνα χριστουγεννιάτικα δέντρα που προτείνουν μια διαφορετική εικόνα. Οι κουραμπιέδες σερβίρονται δυστυχώς ηλεκτρονικά. Ωστόσο, κι αυτά τα καλοφτιαγμένα πιάτα εξωθούν επικίνδυνα στην αμαρτία. Σου ’ρχεται ώρες ώρες να δαγκώσεις την οθόνη. Ισως αργότερα να γίνει κι αυτό.
Η Ελευθερία δεν έχει τέτοιες ανησυχίες. Ανήμερα της γιορτής της έφτιαξε μελομακάρονα. Μικρά στο μέγεθος, πού να γεμίσει το στόμα. Εφτιαξε και κουραμπιέδες. Στρογγυλοί κι αφράτοι. Και πολλή άχνη. Σαν κατσούλα από πάνω. Εμοιαζε με κεφαλόδεσμο νύφης από τα παλιά. Χτύπησε την πόρτα διστακτικά.
Ο ήχος πρόδινε πως χρειάστηκε κόπο για να ξεπεράσει τους δισταγμούς της. Μόλις που ακούστηκε ο ήχος. Να σας τρατάρω για τις γιορτές. Και τη γιορτή μου. Πρότεινε το πιάτο προς το μέρος μου. Στεκόμουν αμήχανος απέναντί της. Το χέρι της μαζεύτηκε, σα να μετάνιωσε που έκανε την αποκοτιά να μοιραστεί με τον γείτονά της τους κουραμπιέδες της.
Ευτυχώς που ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός μέσα μου. Αυτός είναι που με σώζει στις στιγμές αμηχανίας μου. Που είναι πολλές. Σχηματίστηκε το αχνό χαμόγελο που ενθαρρύνει. Κι έτσι σταμάτησε το μάζεμα των χεριών της. Απλωσα τα δικά μου, σ’ ευχαριστούμε, Ελευθερία μου, που μας θυμήθηκες. Η συμβία θέρμανε περισσότερο την ατμόσφαιρα, η φωνή της από το βάθος της κουζίνας ξεπάγωσε τη γειτόνισσα.
Απλωσε το πιάτο στα χέρια μου, η Ελευθερία αποχώρησε αθόρυβα, την ώρα που εγώ απολάμβανα τη στιγμή που πλησίαζε. Εντάξει, Ελευθερία, κάνε καφέ κι έρχομαι, η φωνή της συμβίας σκέπασε τον ήχο της πόρτας που έκλεινε. Και πρόσεξε. Να και η απειλή. Οι κουραμπιέδες είναι για να τους δεις. Οχι να τους φας.
Αμαρτία μολογημένη κι εξομολογημένη παύει να είναι αμαρτία. Ετσι δεν μάθαμε από τον μοναχό Τέτζελ; Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στους κουραμπιέδες, η ώρα του καφέ στο γειτονικό διαμέρισμα ήταν ό,τι έπρεπε. Αντε μετά ν’ αντισταθείς. Χάνεις τον αριθμό. Η πόρτα άνοιξε απρόσμενα κι έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα. Ο κουραμπιές θυσιάστηκε στον σκουπιδοτενεκέ.
Παρασύρθηκα. Επανέλαβα αρκετές φορές το ρήμα. Η μονολεκτική απολογία μου δεν έπειθε. Επρεπε να βάλω περισσότερες λέξεις. Παρασύρθηκα από όσα η Ελευθερία μας εκμυστηρεύτηκε χτες. Η συμβία με κοίταζε περίεργα. Κι άρχισα να της σκαλίζω τη μνήμη. Να ερεθίζω την ευαισθησία της. Ηταν ο μόνος τρόπος να ξεχάσει την κατάχρηση.
Η Ελευθερία ήταν αναστατωμένη. Οσο πλησίαζαν οι γιορτές άλλαζε η διάθεσή της. Της το ξέκοψαν τα παιδιά της. Δεν χωράς μάνα. Θα κάνουμε μόνοι μας γιορτές. Με δυο τρεις φίλους. Επεσε του θανατά η Ελευθερία. Ασε τα σάπια, η αντίδρασή της. Αδιόρθωτε. Στοπ οι κουραμπιέδες.