Σε ποιο πολιτικό περιβάλλον φτάσαμε τη συζήτηση στη Βουλή για τη συμφωνία των Πρεσπών;
Η διαδικασία ξεκίνησε με την κατάσταση επείγοντος που έθεσαν στον κ. Τσίπρα και την Κυβέρνηση, τόσο Αμερικανοί όσο και Ευρωπαίοι σύμμαχοι με προεξάρχουσα την κ. Μέρκελ, προκειμένου να κλείσει το θέμα του ονοματολογικού. Την πίεση αυτή την υιοθέτησε ο κ. Τσίπρας σε βαθμό ταύτισης, για να διαμορφώσει μία ατζέντα απόδρασης από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας.
Το θέμα προέκυψε εμβόλιμα! Καμμία εθνική προτεραιότητα δεν εξυπηρετήθηκε, παρά μόνο η πολιτική προτεραιότητα του κ. Τσίπρα να έχει ένα εθνικό αντίβαρο στις μνημονιακές πολιτικές του.
Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συγκυρία ήταν εξαιρετικά θετική για την Ελλάδα∙ όχι μόνο επειδή ο μετριοπαθής Ζάεφ παρουσιάστηκε δεκτικός σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, αλλά κυρίως επειδή το ευρω-ατλαντικό ενδιαφέρον για τη λύση του ζητήματος ήταν δεδομένο.
Στο ευνοϊκό αυτό περιβάλλον τι έκανε ο κ. Τσίπρας, αλλά και ο κ. Κοτζιάς; Επεδίωξε τη διαμόρφωση μίας εθνικής συναίνεσης πάνω στην προϋπάρχουσα εθνική γραμμή; Διαμόρφωσε συνθήκες εθνικού διαλόγου ώστε να ενισχύσει τις διαπραγματευτικές θέσεις του; Οχι. Το αντίθετο έκανε, συγκροτώντας – με τον κ. Καμμένο στην αρχή- πολιτικό μέτωπο σύγκρουσης με την αντιπολίτευση και διεμβόλισης του πολιτικού συστήματος.
Ποιος συγκρούεται με την αντιπολίτευση για ένα εθνικό θέμα; Μόνο αυτός που έχει ατζέντα εργαλειοποίησης. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξασφαλίσει την περίφημη «εθνική ενότητα» με ευρείες συναινέσεις, οι θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης θα ήταν διαπραγματευτικά ισχυρές, και μάλιστα με διακομματική νομιμοποίηση. Παρ’ όλα αυτά, όπως πάντα, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μετατρέψει το θέμα σε αρένα διχασμού και πόλωσης.
Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο: ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να «πουλήσει» πολιτικά μια δήθεν «ιστορική συμφωνία» που δήθεν απειλείται από έναν «ετερόκλητο όχλο», όταν, την ίδια στιγμή, η ΝΔ έπεσε στην παγίδα και άρχισε να ψάχνει«Βουκεφάλες» για τα συλλαλητήρια. Το σωσίβιο στην ανύπαρκτη εθνική πολιτική του κ. Τσίπρα δόθηκε για άλλη μία φορά από τον κ. Καμμένο, του οποίου η ξαφνική και χρήσιμη διαφωνία, αφού είχε υπογραφεί η Συμφωνία των Πρεσπών – και βεβαίως όχι πριν – χρησιμοποιήθηκε για να εφαρμοσθεί το σχέδιο εξαγνισμού της προηγούμενης συμπόρευσης του ΣΥΡΙΖΑ με τον ακραίο εταίρο και της ανακατάληψης της δήθεν δημοκρατικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από ένα διακανονισμένο διαζύγιο. Ο «απασφαλισμένος»πρώην έντιμος εταίρος, πέρασε στην πολιτική καταγγελία του αχρείαστου πλέον κ. Κοτζιά φτιάχνοντας συνομωσιολογικάσενάρια διαφθοράς, συναλλαγής και χρηματισμού.
Κάπως έτσι η «Συμφωνία των Πρεσπών» έφτασε αυτές τις ημέρες στην ελληνική Βουλή, ήδη υπονομευμένη. Με έναν παραιτημένο υπουργό Εξωτερικών, με έναν παραιτημένο υπουργό Άμυνας, με μία μειοψηφική Κυβέρνηση, με αλίευση βουλευτών από τα κόμματα και με μια συνολική παραίτηση για μια ουσιαστική λύση μακράς διάρκειας.
Η «Συμφωνία των Πρεσπών» έχει συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά, που προσδιορίζουν ενδεχομένως και τα κριτήρια της στάσης των κομμάτων και των βουλευτών: μια «μυστική» διπλωματική διαδρομή ερήμην του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, αλλά και της Βουλής μέχρι σήμερα, μια «στημένη» ενδοκυβερνητική κρίση, μια παρακμιακή αναζήτηση διπλών και εναλλασσόμενων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, πολλά ευκαιριακά πολιτικά «ρεπό» που αναπληρώνουν τα κενά και τις απουσίες των νέων «κρυμμένων- Καμμένων».
Το σχέδιο του κ. Τσίπρα είναι μια επιχείρηση πολιτικού «Κλινέξ μιας χρήσης». Κανένα Μπιγκ Μπανγκ, δεν προκλήθηκε από το διεμβολισμό των δύο κομμάτων της συγκυρίας (ΑΝΕΛ-Ποτάμι), παρά μόνο η εθελουσία προσφορά για πολιτική αξιοποίηση από βουλευτές που την τελευταία στιγμή θέλουν να πιστέψουν τις υποσχέσεις που δίνει ο κ. Τσίπρας από την πολιτική παρακμή της Κυβέρνησης μειοψηφίας της οποίας ηγείται.
Το σύνθημα «Πρέσπες και ολοταχώς εκλογές» περνάει από τις υποσχέσεις για μελλοντική αξιοποίηση νέων εταίρων στο σχέδιο διάσωσης του ίδιου του κ. Τσίπρα, με ευκαιριακές πλειοψηφίες, με τη χρήση«αδέσποτων» βουλευτών καθώς και με διαδικασίες στην επιτροπή που ευτελίζουν τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Και κάπου εκεί ο κ. Τσίπρας ανακάλυψε το δήθεν «προοδευτικό μέτωπο» για να το ταυτίσει με την υπερψήφιση της Συμφωνίας.
Το ψάρεμα στα θολά νερά της πολιτικής «αρπαχτής» είναι δοκιμασμένη συνταγή από τον ΣΥΡΙΖΑ, έστω και αν είναι επικίνδυνη για τα εθνικά θέματα. Στην πραγματικότητα κανένα τέτοιο μέτωπο δεν υπάρχει. Μια Κυβέρνηση μειοψηφίας ψάχνει κρυφούς και φανερούς πρόθυμους Καμμένους για να περάσει κάποιους μήνες ακόμα στην εξουσία, με τη χώρα να σέρνεται πραγματικά και με την οικονομία της σε κώμα.
Η μετατροπή μιας εθνικής συμφωνίας σε δεξαμενή μεμονωμένων ψήφων από τα δύο κόμματα σε διάλυση είναι η χειρότερη εκδοχή πολιτικού αμοραλισμού. Παρακολουθώντας αυτό το κακοστημένο παιχνίδι των χρήσιμων αδέσποτων ψήφων, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ψευδαίσθηση πως αποκτά την πρωτοβουλία στον χώρο του δήθεν «προοδευτικού μετώπου». Για τη «ρεταλοποίηση της πολιτικής» πρόκειται και αυτό το καταλαβαίνει πρώτος ο πολίτης, όταν ακούει ποιοι είναι οι σημερινοί συνομιλητές του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα θα φανεί πως, λίγο πριν πέσει, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ως τελευταία δεξαμενή τη Νέα Ελληνική Ορμή (ΝΕΟ) της κυρίας Παπακώστα, την «Πυρίκαυστο Ελλάδα» του κ. Ζουράρι, μερικούς «εύχρηστους» καραμανλικούς, τη μία όχθη του Ποταμιού και τη μισή σφραγίδα του κ. Θεοχαρόπουλου, μαζί με τα αζήτητα της πολιτικής εκτός Βουλής που θα εξασφαλίσουν στον κ. Τσίπρα ακόμα καναδύο εκδηλώσεις, τις οποίες θα χρειασθεί να γεμίσει με κυβερνητικούς παράγοντες, γιατί τα αζήτητα της πολιτικής δε φέρνουν ούτε τη σκιά τους.
Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, η Συμφωνία των Πρεσπών ταυτίζεται με την τύχη μιας Κυβέρνησης σε αποδρομή. Το πρόβλημα είναι ότι η χώρα θα υφίσταται τις συνέπειες των τακτικισμών του κ. Τσίπρα και της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

 

*Ο Θεόδωρος Παπαθεοδώρου είναι βουλευτής Αχαΐας του ΚΙΝΑΛ