Διαμαρτύρεται το Κίνημα Αλλαγής προς την κυβέρνηση, κατηγορώντας την ότι επιχειρεί να λαφυραγωγήσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Αυτή η κριτική επικεντρώνεται στη διαφοροποίηση της ΔΗΜΑΡ και του κ. Θεοχαρόπουλου, αλλά αφήνεται να εννοηθεί ότι εξυφαίνεται κάποιο σκοτεινό κυβερνητικό σχέδιο με στόχο την υπονόμευση της ενότητας του ΚΙΝ.ΑΛΛ.

«Παίχτηκε ένα παιχνίδι τις τελευταίες μέρες στις πλάτες του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης» κατήγγειλε ο Ανδρέας Λοβέρδος προχθές το βράδυ στην επεισοδιακή συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών και Αμυνας της Βουλής.

Και υποστήριξε ότι αυτό το παιχνίδι στηρίχτηκε «στη στάση ενός βουλευτή μας που δεν ανήκει πια στην κοινοβουλευτική μας ομάδα και που έως χθες όλα τα μέσα ενημέρωσης δι’ αυτού του συναδέλφου μας μάς έβαζαν στο κάδρο των κομμάτων που διεμβολίζετε εσείς, ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών, παραβλέποντας όλοι αυτοί που έπαιζαν στις πλάτες μας, ότι 19 βουλευτές της κοινοβουλευτικής ομάδας, όλοι οι άλλοι δηλαδή και οι άλλες, μεταξύ των οποίων και οι πολλοί Μακεδόνες βουλευτές μας, έχουν μια ενιαία πατριωτική στάση, όπως ακριβώς ταιριάζει στην ιστορία του δικού μας πολιτικού χώρου. Μια ιστορία που θεμελίωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και έκτοτε διέπει την εν γένει στάση μας».

Βασικό επιχείρημα του κ. Λοβέρδου είναι ότι «η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1983, φρέσκια κυβέρνηση, εξαίρεσε τους 70.000 Σκοπιανούς πολίτες από την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων. Δεν νομίζω ότι το έκανε τυχαία. Είναι πάρα πολύ σοβαρή εκείνη η στιγμή και έχει πάρα πολύ σοβαρό πολιτικό και εθνικό νόημα. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, σε σχέση με το θέμα της εθνικότητας, λέμε όχι στη Συμφωνία των Πρεσπών».

Είναι γεγονός ότι με υπουργική απόφαση του 1983 που υπογράφεται από τους Γεννηματά και Σκουλαρίκη (106841/5.1.83) εξαιρέθηκαν από τον επαναπατρισμό που αποφάσισε η πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ όσοι πολιτικοί πρόσφυγες είχαν πολιτογραφηθεί στο γιουγκοσλαβικό ομόσπονδο κράτος της Μακεδονίας. Θεωρήθηκε ότι η επιστροφή τους θα ενίσχυε τη δημιουργία μειονοτικού ζητήματος στα βόρεια σύνορά μας.

Μάλιστα κατά παράβαση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος απαγορεύτηκε στην κατηγορία αυτή των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού ακόμα και η απλή επίσκεψη στη χώρα μας.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαναν χωρίς να μπορέσουν να ξαναδούν τον γενέθλιο τόπο τους και να συναντήσουν τους συγγενείς τους που παρέμειναν στην Ελλάδα.

Δεκαπέντε χρόνια πριν

Εκείνο που έχει σήμερα σημασία είναι ότι ο κ. Ανδρέας Λοβέρδος ήταν εκείνος που πριν από δεκαπέντε χρόνια επιχείρησε με τόλμη να επιλύσει αυτό το ζήτημα, ξεπερνώντας τα ψυχροπολεμικά στερεότυπα και τις εθνικιστικές φοβίες του παρελθόντος.

Αλλωστε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιώργου Λιάνη, οι ίδιοι οι εμπνευστές της εξαίρεσης (Γιώργος Γεννηματάς, Ανδρέας Παπανδρέου) όταν διαπίστωσαν το πρόβλημα σε επιτόπιες επισκέψεις, δήλωσαν ότι πρέπει να απαλειφθεί η εξαίρεση.

Ομως ο θάνατος του πρώτου και η ασθένεια του δεύτερου ματαίωσαν τη λύση. Το ΚΚΕ από το 1988 είχε ζητήσει την επιστροφή όλων των πολιτικών προσφύγων, ενώ η υπόθεση είχε φτάσει τον Απρίλιο του 2003 και στο Ευρωκοινοβούλιο, με ερώτηση του αξέχαστου Μιχάλη Παπαγιαννάκη.

Οταν ο κ. Λοβέρδος βρέθηκε στη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Σημίτη, με υπουργό τον Γιώργο Παπανδρέου, ανέλαβε μια τολμηρή πρωτοβουλία για την επίλυση του ζητήματος. Σε μια εκτενή συνέντευξή του είχε παραδεχτεί το πρόβλημα και είχε αναγγείλει τους τρόπους επίλυσής του (Ιός, «Το τρίτο τέλος του εμφυλίου πολέμου», εφ. «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 8.6.2003).

Ηδη από το 2000 ο κ. Λοβέρδος είχε το θάρρος με ένα άρθρο στα «Νέα» να δώσει αναδρομικά δίκιο στον Κων. Μητσοτάκη, αλλά και στο ΚΚΕ και τον ΣΥΝ που αντέδρασαν κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην αναγωγή του ονόματος της ΠΓΔΜ σε μείζον εθνικό ζήτημα και που θεωρούσαν την ύπαρξη αυτού του κράτους παράγοντα σταθερότητας για την περιοχή.

Στη συνέντευξη του 2003 ο κ. Λοβέρδος επαναλάμβανε ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας «μια σταθερή ΠΓΔΜ με ευρωπαϊκό προσανατολισμό», και υποστήριζε ότι «είναι ένα κράτος βιώσιμο, που πρέπει να ενδυναμώσουμε την ύπαρξή του με όποιο τρόπο μπορούμε».

Ως προς το ζήτημα των πολιτικών προσφύγων, ο υφυπουργός της κυβέρνησης Σημίτη ανακοίνωνε ότι μέσα σε εκείνο το καλοκαίρι θα γίνονταν τα πρώτα βήματα: «Αφού έχουμε εμείς υπερβεί όλα αυτά τα προβλήματα του παρελθόντος και του εμφυλίου, δεν μπορούμε να διατηρούμε έτσι υπολείμματα, τα οποία μπορεί να είναι πολιτικά υπολείμματα, αλλά σε προσωπικό και συναισθηματικό επίπεδο λειτουργούν με πολύ σκληρό τρόπο. Είμαστε διατεθειμένοι να τα υπερβούμε».

Αντιδρά η Νέα Δημοκρατία

Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την άμεση αντίδραση παραγόντων της Νέας Δημοκρατίας. Με άρθρο του στο «Βήμα» ο Π. Μολυβιάτης έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο εισαγωγής «σλαβομακεδονικής μειονότητας», κάνοντας τη… μεγάλη παραχώρηση ότι «ουδείς μπορεί να έχει αντίρρηση στη δυνατότητα αυτών των ατόμων να επισκέπτονται προσωρινά την Ελλάδα για ανθρωπιστικούς ή παρεμφερείς λόγους».

Ακόμα και ερώτηση στη Βουλή κατατέθηκε από 34 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας κατά της πρωτοβουλίας Λοβέρδου. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναδιπλώθηκε και τελικά επιτράπηκε η ολιγοήμερη επίσκεψη σε 140 μόνο πολιτικούς πρόσφυγες.

Τώρα ο κ. Λοβέρδος εμφανίζεται να αντικρούει τα δικά του λόγια και να συντάσσεται με όσα έλεγε το 2003 η Δεξιά. Ας μην παραπονιέται, λοιπόν, για την πίεση που ασκεί στον χώρο της Κεντροαριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ.

Από τη στιγμή που το ΚΙΝ.ΑΛΛ. μετατοπίζεται επισήμως προς τις απόψεις της Ν.Δ. και εγκαταλείπει ως… εθνικά επικίνδυνες τις δικές του κυβερνητικές πρωτοβουλίες, είναι φυσικό να μένει ο χώρος της Κεντροαριστεράς ακάλυπτος και οι πολίτες που ανήκουν σ’ αυτόν να προσβλέπουν ως πιο συγγενικό τον τρόπο που πολιτεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ.

ΠΗΓΗ