«Και μαύρες ταινίες έχω κάνει και αλληγορίες έχω κάνει. Αλλά πιστεύω ότι η παιδική ασθένεια του κινηματογράφου είναι η αλληγορία. Δεν με ενδιαφέρουν πια τα έργα που θέλουν να πουν κάτι. […] Εννοιολογική τέχνη έγινε και ο κινηματογράφος», έλεγε στην «Εφ.Συν.» τον Σεπτέμβριο του 2013 ο Νίκος Παναγιωτόπουλος βγάζοντας εκείνη την εποχή στις αίθουσες μια κωμωδία, τη «Λιμουζίνα».
Να, όμως, που μια από τις σημαντικότερες και πιο επιτυχημένες από όλες τις απόψεις, καλλιτεχνικά και εμπορικά, ταινίες του, είναι μια που έχει σαφή, ξεκάθαρη αλληγορική διάσταση. Και μάλιστα με βαρύ πολιτικό νόημα. «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας». Ηταν η δεύτερη δουλειά του, γυρισμένη το 1978, λίγο μετά τα σουρεαλιστικά «Χρώματα της Ιριδας». Αλλες εποχές, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Επαναστατικές, με ένα αθώο αλλά και απόλυτο τρόπο, χωρίς πολλές πολλές (ακόμα) διαψεύσεις. Και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος μπορούσε, πάντα με τον δικό του τρόπο, γκροτέσκο και αφαιρετικό, να βουτήξει στα βαθιά της κοινωνικής, ταξικής κριτικής. Κάτι που δεν ξανάκανε ποτέ.
«Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» είναι η προσφορά της «Εφ.Συν.» με το φύλλο του Σαββατοκύριακου, 9 Φεβρουαρίου. Σαράντα χρόνια μετά τη δημιουργία της βλέπεται με το ίδιο ενδιαφέρον κι ας ανήκει σε μιαν άλλη κινηματογραφική εποχή. Και τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Νίκου Παναγιωτόπουλου γίνεται η καλύτερη απόδειξη της διάρκειας του έργου του, αλλά και του πολύπλευρου ταλέντου του, που από τόσες φάσεις και αναζητήσεις πέρασε.
Λίγα χρόνια πριν, στο σκανδαλώδες «Μεγάλο Φαγοπότι» του Μάρκο Φερέρι, ο Μαστρογιάνι, ο Τονιάτσι, ο Πικολί και ο Νουαρέ, πετυχημένοι αστοί, είχαν κλειστεί σε βίλα της ιταλικής επαρχίας, είχαν πάρει μαζί τους και την Αντρέα Φερεόλ για κάθε χρήση, και είχαν σκάσει κυριολεκτικά στο φαγητό. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, πάλι, με ένα παραπλήσιο στόρι, «επιτίθεται» στην αστική τάξη, που παρακμάζει υποτίθεται μέσα στην ανικανότητα και την κοινωνική της αδιαφορία, με έναν πιο διακριτικό τρόπο, που δεν αφήνει όμως στον θεατή ούτε μια χαραμάδα για συμπάθεια και κατανόηση. Οσο χιούμορ κι αν διαθέτει η ματιά του πάνω στα πρόσωπα.
Το σενάριο, του ίδιου του Παναγιωτόπουλου, βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Γάλλου Αλμπέρ Κοσερί «Les Fainéants dans la vallée fertile» («Oι Τεμπέληδες στην εύφορη κοιλάδα», εκδόσεις Χατζηνικολή). Ενας εύπορος μεγαλοαστός (Βασίλης Διαμαντόπουλος) παίρνει τους τρεις γιους του (Νικήτας Τσακίρογλου, Γιώργος Διαλεγμένος, Δημήτρης Πουλικάκος) και αποσύρονται σε ένα αρχοντικό σπίτι που κληρονόμησαν, στο κέντρο ενός τεράστιου κήπου.
Μοναδικός τους στόχος να μην κάνουν απολύτως τίποτα. Οχι δουλειά, -αστεία πράγματα-, ούτε καν μια περιττή κίνηση. «Θέλεις να δουλέψεις; Τι εφιαλτική ιδέα», λέει ο πάτερ φαμίλιας στον μικρότερο γιο του, ενώ αντίθετα, όσο η ανυπαρξία τους τελειοποιείται, όσο αποχαιρετούν ακόμα και το σεξ και το φαγητό και κοιμούνται από το πρωί ώς το βράδυ, χαίρεται και είναι περήφανος για τους γόνους του. «Μπράβο, ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου».
Επειδή, όμως, η αστική τάξη ακόμα κι όταν πέφτει σε νάρκη, έχει ανάγκη από υπηρέτες, οι τέσσερις άνδρες έχουν πάρει μαζί τους στη βίλα μια γοητευτική νέα γυναίκα (Ολγα Καρλάτου) που τους εξυπηρετεί, τρέχοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ -η μόνη σε όλη την ταινία. Τους προσφέρει φαγητό, καθαριότητα (έστω και υποτυπώδη) και φυσικά σεξ. Τουλάχιστον η Φερεόλ στο «Μεγάλο Φαγοπότι» ήταν κανονικό, ισότιμο μέλος της ηδονικής παρέας. Εδώ, η Καρλάτου, με το αυστηρό πρόσωπό της δεν αφήνει περιθώρια παρεξήγησης: είναι η καταπιεσμένη, κατώτερη τάξη, αλλά η μόνη που διαθέτει ηθική και θέληση.
Οι «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» είχαν πολύ καλή υποδοχή. Κέρδισαν το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και το δεύτερο βραβείο στα φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Σικάγου. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είχε δίπλα του ένα εξαιρετικό δημιουργικό τιμ. Τον Ανδρέα Μπέλλη στη φωτογραφία, τον Γιώργο Τριανταφύλλου στο μοντάζ, τον Διονύση Φωτόπουλο στα σκηνικά και τα κοστούμια. Η μουσική της ταινίας ανήκει στον Μάλερ. Διάρκεια: 111 λεπτά.