Η επικυρωθείσα από τη Βουλή Συμφωνία των Πρεσπών μετά από τρεις ημέρες συγκλονιστικού κοινοβουλευτικού λόγου και αντίλογου μπορεί να συγκριθεί από άποψη διεθνούς παρουσίας, διεθνούς αξιοπιστίας και εντέλει διεθνούς «νομιμοποίησης» της χώρας μας μόνο με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ή στην ευρωζώνη.

Η Ιστορία αναγνωρίζει την επίλυση των διαφορών μεταξύ κρατών ή μέσω συμφωνίας στο πλαίσιο της αρχής της αμοιβαιότητας ή μέσω της επιβολής και κατίσχυσης ενός μέρους επί του άλλου, πράγμα που σημαίνει πόλεμο. Μη λύση οδηγεί σε ερμαφρόδιτες καταστάσεις. Σε όλη την πολύχρονη διάρκεια του λεγόμενου μακεδονικού ζητήματος στο υπουργείο Εξωτερικών διακατέχονταν από έναν μόνιμο φόβο. Μήπως το πρόβλημα αυτό στα βόρεια σύνορά μας αποπροσανατολίσει την ελληνική εξωτερική πολιτική και συνακόλουθα την ελληνική διπλωματία από τα πραγματικά και σοβαρά προβλήματα στα ανατολικά της χώρας.

Οι δυο λαοί αλλά και η παγκόσμια κοινότητα (ΟΗΕ) οφείλουν χάρη στους Ζάεφ, Τσίπρα, Ντίμιτροφ, Κοτζιά, Κατρούγκαλο, αλλά και στους 81 βουλευτές της Βόρειας Μακεδονίας και τους 153 βουλευτές της Ελλάδας γιατί θεμελίωσαν την ειρήνη, την αλληλεγγύη και τη συνανάπτυξη μεταξύ των δύο κρατών, αμυνόμενοι μέχρις εσχάτων απέναντι στις απειλές από το τέρας του εθνικοφασισμού.

Η Συμφωνία των Πρεσπών (διεθνής σύμβαση) επικυρώθηκε από τη Βουλή ως σχέδιο νόμου του υπουργείου Εξωτερικών με βάση το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Πάνω σ’ αυτό, ορισμένες παρατηρήσεις.

Η συνταγματική αυτή διάταξη απαιτεί για τη λήψη απόφασης τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία του άρθρου 67 του Συντάγματος. Με παρόντες και ψηφίσαντες 300 βουλευτές, η Συμφωνία θα μπορούσε να είχε επικυρωθεί και με την απόλυτη πλειοψηφία επί των παρόντων, δηλαδή μόνο με την ψήφο 151 βουλευτών.

Η Συμφωνία των Πρεσπών μετά τη δημοσίευση του επικυρωτικού νόμου στο ΦΕΚ και τη θέση της σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους της αποτελεί «αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου» (28 παρ. 1). Στην ιεραρχία επομένως των κανόνων δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης μόνο το Σύνταγμα υπερέχει αυτής.

Το άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος που απαιτεί για τη λήψη απόφασης πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (180) προϋποθέτει «την αναγνώριση σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα», κάτι που δεν συμβαίνει βεβαίως με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αλλωστε ιστορικά η δεύτερη και τρίτη παράγραφος του άρθρου 28 εντάχθηκαν το 1975 στο Σύνταγμα για να συγκροτήσουν τη συνταγματική βάση (περιορισμοί στην άσκηση εθνικής κυριαρχίας) της ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, σήμερα Ευρωπαϊκή Ενωση.

Βαθύτατα λυπάμαι γιατί Δικηγορικοί Σύλλογοι λόγω πολιτικού μένους και φθόνου παραιτήθηκαν τόσο εύκολα από μια ολοκληρωμένη επιστημονική τεκμηρίωση.

Διατυπώνεται η άποψη ότι η συμφωνία αυτή είναι συμφωνία του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, άποψη όμως που παραπέμπει ευθέως στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Μόσχα ήταν η Μέκκα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, κάτι που προφανώς δεν ισχύει σήμερα. Στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής τίποτα δεν αποκλείει λύσεις που ευνοούν τα ελληνικά συμφέροντα να ταυτίζονται με ευρύτερες γεωστρατηγικές επιδιώξεις του ΝΑΤΟ, όπως και τίποτα δεν αποκλείει λύσεις που ευνοούν πάλι τα ελληνικά συμφέροντα να ταυτίζονται με τους ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους της αυταρχικής και ολιγαρχικής σύγχρονης Ρωσίας του Πούτιν. Αλλωστε αυταρχικό και ολιγαρχικό πρόσημο διακρίνει και τις Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ.

Ο εθνικισμός είναι ιδεολογία που ενσωματώνει και αναπαράγει τον φόβο και το μίσος. Γι’ αυτό, το μίσος για την πατρίδα των άλλων μετεξελίσσεται συχνά από μίσος προς το εξωτερικό σε μίσος προς το εσωτερικό, δηλαδή σε μίσος για τον συμπολίτη μας πρόσφυγα ή μετανάστη, σε μίσος για τη γυναίκα, σε μίσος για τον ομοφυλόφιλο, σε μίσος για κάθε τι το διαφορετικό. Η σύμπτωση και η σύμπνοια μεταξύ των εθνικιστικών ομάδων της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας μόνο ως επιτομή του ορισμού της εθνικιστικής σχιζοφρένειας μπορούν να χαρακτηριστούν.

Εχω μπροστά μου δύο εικόνες. Τις επιθέσεις των βάνδαλων τραμπούκων σε κατοικίες βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ της Βόρειας Ελλάδας και το ξινισμένο ύφος του Κυριάκου Μητσοτάκη, όταν καθημαγμένος από τις αλλεπάλληλες ήττες του στη Βουλή διακήρυσσε πομπωδώς ότι δεν θα απεμπολήσει το δικαίωμα βέτο της Ελλάδας απέναντι στη μελλοντική υποψηφιότητα της Βόρειας Μακεδονίας για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι δύο αυτές εικόνες συνθέτουν την υποτίμηση και το μίσος για τον άλλο, τον πολιτικό αντίπαλο ή τον γειτονικό φιλικό λαό.

* Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου

ΠΗΓΗ