Ας δούμε δύο πράγματα της πολιτικής στις μέρες μας. Το πρώτο θα το πούμε «σύνδρομο Μουλτατούλι». Το δεύτερο «σύνδρομο του καλλιτέχνη». Και τα δύο παράγουν αποτέλεσμα αμφισβητούμενης ποιότητας. Εξηγιέμαι.

Μουλτατούλι είναι το ψευδώνυμο ενός  Ολλανδού του 19ου αιώνα –του Έντουαρντ Ντάουες Ντέκερ‒ ο οποίος έγραψε το «Μαξ Χάβελααρ», ένα διαχρονικό, παγκόσμιο βιβλίο και διαμάντι των Ολλανδών. Ο ήρωας, Μαξ Χάβελααρ, Ολλανδός δημόσιος υπάλληλος στην Ιάβα, καταγγέλλει τη διαφθορά και την εκμετάλλευση, την κακομεταχείριση και την καταπίεση των ιθαγενών από τους αποικιοκράτες Ολλανδούς∙ θέλει δικαιοσύνη, επαναστατεί και, στην προσπάθειά του να προστατεύσει τους Γιαβανέζους από την αυθαιρεσία, καταστρέφεται.

Ο Μουλτατούλι έδειξε πώς υφαίνεται η καταδίκη των ανθρώπων στη φτώχεια και πώς καταπατούνται οι ελευθερίες. Όπως έλεγε ο αφηγητής, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Μουλτατούλι, «… δεν ήταν πρόθεσή μου να γράψω καλά – ήθελα να γράψω έτσι ώστε να ακουστώ…»

Οταν εκδόθηκε το έργο, προκάλεσε πολιτικοκοινωνικό σάλο στην Ολλανδία. Ωστόσο, ξεκινάει με έναν ενδιαφέροντα μικρό θεατρικό διάλογο, όπου ένας δικαστής στέλνει έναν δύστυχο στην αγχόνη με την κατηγορία ότι σκότωσε και πάστωσε μια γυναίκα.

Ο δυστυχής αρνήθηκε την κατηγορία, λέγοντας ότι, αντίθετα, τάισε, έντυσε και νοιάστηκε την γυναίκα. Τότε, κατηγορήθηκε και για αλαζονεία. Αίφνης, παρουσιάστηκε η γυναίκα στο δικαστήριο και επιβεβαίωσε ότι, ναι, ο κατηγορούμενος δεν την σκότωσε αλλά, αντίθετα, την τάισε, την έντυσε κ.λπ. «Και, το πάστωμα;» ρώτησε ο δικαστής. Η γυναίκα υποστήριξε ότι δεν την πάστωσε. Ο κατηγορούμενος, τελικά, οδηγήθηκε στην αγχόνη με το τρίτο έγκλημα, της αλαζονείας.

Το παραπάνω κωμικό και μαζί εξοργιστικό, δείχνει τον τρόπο και την ποιότητα του αντιπολιτεύεσθαι της Ν.Δ. που δεν κομίζει άλλο, παρά το «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ», σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Είναι αλήθεια ότι πολλά έχουν γίνει επιτυχώς, εκεί που οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αποτύχει. Κοντολογής, θα μπορούσαμε να μιλάμε για μισογεμάτο ποτήρι. Αλλά τι λέει το «σύνδρομο Μουλταούλι»;  Λέει ότι αφού η ελληνική κυβέρνηση δεν σκότωσε, δεν πάστωσε, δεν… δεν… τότε ας της φορτώσουμε … το προπατορικό αμάρτημα. Αρκεί εμείς να πάρουμε αύριο την εξουσία. Εδώ, η αντιπολιτευτική ποιότητα προοικονομεί την ποιότητα της αυριανής διακυβέρνησης.

Η κυβέρνηση, από τη μεριά της, πολιτεύεται με το «σύνδρομο του καλλιτέχνη». Της λείπει ο Καβάφης. Είχαμε ξανασχολιάσει την τάση αυτή με το «Πάντως  τερματίσαμε τον Καβάφη». Το ξαναλέμε. Με βάση τον σεφερικό κανόνα «ο Καβάφης δεν υπάρχει έξω από την ποίησή του». Στο κάτω κάτω, δεν ήταν και τόσο αξιοπρόσεκτος όταν ζούσε με σάρκα και οστά. Ενας κοινότατος γραφειοκράτης ήταν, με μια μετρημένη και σφιχτή καθημερινότητα, με ιδιωτική ζωή αρκετά διακριτικών ανησυχιών που το βαθύτερο περιεχόμενό τους μας είναι άγνωστο. Ωστόσο, οι φανταστικές αναπλάσεις του φώτισαν τα ήθη ενός καλά κρυμμένου ελληνικού παρελθόντος. Αυτή ήταν, μεταξύ άλλων, η απλωσιά της ποίησης του ανθρώπου που είδε την ιστορία με τα μάτια του εραστή και βίωσε τους έρωτές του με τα μάτια του ιστορικού.

Η όλη υπόθεση θυμίζει λίγο τους «Βάτραχους» του Αριστοφάνη, όπου οι Αθηναίοι νοσταλγούσαν τον αγαπημένο τους Ευριπίδη. Και καθώς ο Διόνυσος με τον δούλο του Ξανθία κατέβηκαν στον Αδη για να τον ξαναφέρουν στον απάνω κόσμο, μπλέχτηκαν «σε μέγα καυγά μεταξύ πτωμάτων», σε διαμάχη μεταξύ Αισχύλου (που είχε πεθάνει πριν πενήντα χρόνια) και Ευριπίδη (που ήταν φρεσκοπεθαμένος).  Στους «Βατράχους», όμως, στήθηκε ένα απίστευτο γλεντοκόπι όπου οι πεθαμένοι γίνονται πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς κι ο Αδης πιο φωτεινός από τον απάνω κόσμο.

Και κάτι άλλο που ξεχνάμε. Στον κόσμο εκείνον, των αρχαίων προγόνων, υπήρχε ένα παιδευτικό και μαζί πολιτικό χρέος τόσο από την μεριά των ποιητών, όσο και από την μεριά των πολιτών: να στάξει και καμιά αρετή στο πολιτικό σώμα (σε φάση κρίσης, του Πελοποννησιακού πολέμου, κατά την οποία δεν σπάνιζαν διεφθαρμένοι, ανίκανοι, υπερπατριώτες και ανόητοι).

Αν συνέβαινε το ίδιο και σήμερα στην κρίση –όπως γινόταν με το αρχαίο δράμα‒ , δηλαδή, αν η ποίηση ήταν όχημα για ανάλυση της αυτογνωσίας μας, της ιδεολογίας και ταυτότητας της δημοκρατίας, δεν θα υπήρχε αντίρρηση. Όταν όμως το πράγμα γίνεται εργαλειακά, τότε η χρήση της ποίησης στον δημόσιο διάλογο, το λιγότερο, δείχνει κομπορρημοσύνη.

Και αναρωτιέμαι: γιατί επελέγη «Η πόλις» του Καβάφη και όχι το «Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης»; ‒ όπου ο «Αριστομένης, υιός του Μενελάου…», είχε απλώς ελληνικό περιτύλιγμα… «Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε… Ενας τυχαίος…» Και γιατί τάχα ο Καβάφης, και όχι ο ζων Τίτος Πατρίκιος που σε δύο στίχους στο «Έρωτας και πολιτική, 1» μας λέει ότι «Η πιο δημοκρατική στιγμή / είναι του αμοιβαίου οργασμού»;  Θέλει προσοχή το πράγμα. Ο Καβάφης και ο Πατρίκιος δεν θα μας πουν τι θα κάνουμε αν το ΑΕΠ πέσει κάτω από 2% για τα προσεχή χρόνια.

ΠΗΓΗ