«Φυγή προς τα εμπρός» επιχειρεί η κυβέρνηση, μετά τις ισχυρές αναταράξεις που προκάλεσε στο εσωτερικό της, αλλά και γενικότερα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας η συμφωνία των Πρεσπών. Με δύο κινήσεις – «ματ», λοιπόν, το Μέγαρο Μαξίμου προσπαθεί να αλλάξει την πολιτική ατζέντα, και να στρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στα θέματα της οικονομίας και της καθημερινότητας. Αφενός η πρώτη «μεταμνημονιακή» έξοδος στις αγορές αφετέρου η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι κινήσεις που εντάσσονται στον κυβερνητικό σχεδιασμό να μετριαστεί η ζημιά από το Μακεδονικό.

Του Σπύρου Σταθάκη

Το ζήτημα ωστόσο είναι αν αυτές οι κινήσεις έχουν ουσία και δεν γίνονται καθαρά για επικοινωνιακούς λόγους, αλλά και για τη βελτίωση του κοινωνικού προφίλ της κυβέρνησης εν όψει απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων. Διότι –κακά τα ψέματα– το κυρίαρχο αφήγημα του Μεγάρου Μαξίμου περί «απεξάρτησης από τα μνημόνια» στηρίζεται σε μία άκρατη παροχολογία τελικά και όχι στην προετοιμασία της οικονομίας για την «επόμενη μέρα». Ας δούμε για παράδειγμα το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού. Λογικά δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος στη χώρα που να είναι αντίθετος με τη σταδιακή αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών, που αναπόφευκτα προκάλεσε η άσκηση μίας αυστηρά περιοριστικής οικονομικής πολιτικής, στο πλαίσιο των τριών προγραμμάτων χρηματοδοτικής στήριξης. Το θέμα όμως είναι με ποιον τρόπο θα επιτευχθεί αυτή η αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών και η στήριξη γενικότερα των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού χωρίς να θεωρηθεί, κυρίως από τις διεθνείς αγορές, ως πισωγύρισμα σε κακές πρακτικές του παρελθόντος.
Ο κίνδυνος να υπάρξει εκτροχιασμός κυρίως στο δημοσιονομικό μέτωπο, αλλά και να χαθούν τα όποια κέρδη από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στα χρόνια των μνημονίων ακριβώς λόγω της προεκλογικής τακτικής της κυβέρνησης είναι ορατός. Και όπως επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση το ΙΟΒΕ, μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος, με μειωμένη προστασία και ελαφρότερη εποπτεία από τους επίσημους πιστωτές, μπροστά σε μια προεκλογική περίοδο με πολλαπλές αναμετρήσεις και πιθανότατα με παρατεταμένη και οξεία αντιπαράθεση, η κατάσταση είναι εύκολο να ξεφύγει από κάθε έλεγχο.

Τα «συν» και τα «πλην» της αύξησης του κατώτατου μισθού
Για το θέμα λοιπόν του κατώτατου μισθού έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι εργοδοτικοί φορείς το θεωρούν ως μία θετική εξέλιξη. Γενικότερα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το εισόδημα των εργαζομένων πρέπει να βελτιωθεί μετά την καθίζηση που υπέστη την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Αυτό που προκαλεί ωστόσο προβληματισμό είναι το ποσοστό της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 11%, με την έννοια ότι είναι μεγάλη, λαμβανομένου υπόψη των συνθηκών που επικρατούν στην οικονομία. Ζητούμενο είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού να γίνει ομαλά και να μη σοκάρει την αγορά, αλλά και να συνδυαστεί με αντισταθμιστικά μέτρα. Αναλυτικότερα, σε σχετική ανακοίνωση η ΕΣΕΕ επισημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις για τη μισθολογική αποκατάσταση των εργαζομένων: Η αύξηση να είναι σταδιακή, μέχρι το 2022, και να ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας και της αγοράς και να είναι σε θέση οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να την αντιμετωπίσουν, με μία αντίστοιχη ουσιαστική μείωση στο μη μισθολογικό κόστος. Το ανακοινωθέν ποσοστό του 11% ξεπέρασε το όριο των προσδοκιών και των αντοχών που έχουν οι επιχειρήσεις και η ελληνική οικονομία. Να μην ξεχνάμε ότι το αυξημένο κόστος καλείται και πάλι να καταβληθεί από το ίδιο πορτοφόλι, το οποίο παραμένει κενό τραπεζικής χρηματοδότησης και παράλληλα καλύπτει παράλογη φορολόγηση, αυξημένα εργοδοτικά κόστη, ασφαλιστικές εισφορές, μισθούς, ενοίκια, δημοτικά τέλη, ρυθμίσεις ή καταβολές δανείων, ενώ ο κάτοχός του προσπαθεί στο τέλος κάθε μήνα να ισορροπήσει ψυχολογικά μεταξύ του διλήμματος, αν αξίζει να κρατά την επιχείρησή του ανοιχτή ή όχι.

Από την πλευρά του το ΕΒΕΠ σημειώνει ότι αναμφίβολα πρόκειται για μία θετική απόφαση που θα συμβάλλει στην τόνωση της ενεργούς ζήτησης, ενώ οι αυξήσεις αυτές θα ενσωματωθούν αυτόματα σε 24 επιδόματα. Επομένως από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα ωφεληθούν σημαντικά, όχι μόνο όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά και άνεργοι, σπουδαστές, εργαζόμενες μητέρες, οι οποίες λαμβάνουν αυτά τα επιδόματα. Εντούτοις υπάρχει η αναγκαιότητα για σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, με ορίζοντα τα 751 ευρώ σε βάθος τριετίας, 2019-2022, με παράδειγμα το «πορτογαλικό» μοντέλο ως το πιο ενδεδειγμένο. Ενώ κάθε αύξηση θα πρέπει να συνδέεται με την παραγωγικότητα της εργασίας.
Η ουσία, λοιπόν, είναι, όπως επισημαίνουν φορείς της αγοράς, ότι για να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός χωρίς επιπτώσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη: Να μειωθεί η φορολογία της εργασίας. Να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με τη μείωση των εισφορών. Να αποσυνδεθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον μέσο μισθό, με τον εξορθολογισμό της υποχρεωτικής διαιτησίας. Το ύψος των μισθών που μπορεί να πληρώνει μία οικονομία και μια κοινωνία στα εργαζόμενα μέλη της δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις καλές προθέσεις της κυβέρνησης. Η πραγματικότητα είναι ότι το ύψος των μισθών –και μεταξύ αυτών το ύψος των κατώτατων μισθών που μπορεί να αντέξει η οικονομία– συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας. Και αυτό είναι που επισημαίνουν και οι δανειστές, οι οποίοι εμφανίζονται προβληματισμένοι από την απόφαση της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα η Κομισιόν έχει ξεκαθαρίσει ευθύς εξαρχής ότι η ελληνική κυβέρνηση φυσικά και έχει δικαίωμα να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Ωστόσο η συμβουλή της Κομισιόν σε όλες τις χώρες είναι οι αυξήσεις να συνδέονται με την παραγωγικότητα. Σε διαφορετική περίπτωση δεν είναι βιώσιμη η αύξηση των μισθών. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι νέες θέσεις εργασίας και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Εξάλλου, στην έκθεση για την πρώτη αξιολόγηση στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας η Κομισιόν είχε εκφράσει έντονες επιφυλάξεις για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού προτείνοντας ανάλυση των συνεπειών της στην απασχόληση.

Από κοντά και το ΔΝΤ, το οποίο τονίζει πως εν μέσω αυξημένων μισθολογικών πιέσεων, για να διατηρηθούν οι ωφέλειες σε ανταγωνιστικότητα που επιτεύχθηκαν δύσκολα, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να προωθεί τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα. Η αναπτυξιακή στρατηγική των αρχών συμπεριλαμβάνει αξιέπαινους στόχους υψηλού επιπέδου, αλλά περαιτέρω μέτρα θα χρειαστούν για την επίτευξή τους. Στην αγορά εργασίας η περισσότερη ευελιξία θα βοηθούσε την άμβλυνση τυχόν αρνητικών επιδράσεων στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση από μισθολογικές πιέσεις οι οποίες υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας και από την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Αυτά τα μέτρα άμβλυνσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν δομικές μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς (συμπεριλαμβανομένων των αγορών προϊόντων), με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους.

Η πρώτη «μεταμνημονιακή» έξοδος στις αγορές

Σε κάθε περίπτωση οι δανειστές δεν παραλείπουν να ζητούν πλήρη και ταχεία εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν ξεκινήσει. Οποιοδήποτε πισωγύρισμα στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων μειώνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των διεθνών αγορών. Και έτσι ερχόμαστε στη δεύτερη κίνηση της κυβέρνησης. Την έκδοση 5ετούς ομολόγου, που είχε τα θετικά της, αλλά και τα αρνητικά της. Ουσιαστικά με την έξοδο προσπαθεί να πείσει τις αγορές ότι ξεπερνά τον χρηματοδοτικό αποκλεισμό της χώρας που διατηρείται εξαιτίας των κεφαλαιακών περιορισμών, του προβληματικού τραπεζικού συστήματος και του ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του ΕΒΕΠ, τα θετικά και αρνητικά της «μίνι εξόδου» συνοψίζονται στα εξής σημεία: Η απόδοση του 5ετούς ομολόγου διαμορφώθηκε χθες στο 3,6% και το Ελληνικό Δημόσιο θα αντλήσει 2,5 δισ. ευρώ. Το τοκομερίδιο του ομολόγου (κουπόνι) διαμορφώθηκε στο 3,4%. Οι προσφορές ξεπέρασαν τα 10 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας το δημοπρατούμενο ποσό. Η έκδοση του 5ετούς ομολόγου επηρέασε θετικά όλους τους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να υποχωρεί κάτω από το 4%.
Το συγκεκριμένο ομόλογο διαπραγματευόταν στο 3,98%, από 4,04%. Την αμέσως καλύτερη επίδοση ο συγκεκριμένος τίτλος την είχε καταγράψει στις αρχές του Αυγούστου 2018, όταν η απόδοσή του είχε υποχωρήσει στο 3,94%. Επίσης, το ομόλογο που θα λήγει τον Απρίλιο του 2024 θα προσφέρει αφορολόγητες αποδόσεις για τους Έλληνες αποταμιευτές και οι Τράπεζες το θέλουν για να το συνδυάσουν με νέα ελκυστικά τραπεζικά προϊόντα που θα προσελκύσουν καταθέσεις. Ένα χρόνο όμως μετά την τελευταία έκδοση η χώρα βγήκε ξανά στις αγορές με κόστος δανεισμού πολύ υψηλότερο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ολοκλήρωσαν προγράμματα στήριξης, όπως η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Επιβαρύνθηκε με υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με αυτά που καταγράφουν ομόλογα ίδιας λήξης άλλων χωρών για την άντληση μικρότερου ποσού από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που άντλησαν πολλαπλάσια ποσά. Συν τοις άλλοις, η έξοδος στις αγορές με ένα 5ετές και όχι 10ετές ομόλογο –όπως επιθυμούσε η κυβέρνηση– δεν κατάφερε, παρά τις διεργασίες, να αποσπάσει την πολυπόθητη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας από την Standard & Poors.

Το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, από την πλευρά του, χαρακτηρίζει ως ένα πρώτο, μικρό βήμα στην κατεύθυνση της πλήρους αυτονόμησης της χώρας για την κάλυψη των δανειακών της αναγκών την έκδοση του 5ετούς ομολόγου. Η δε σημαντική υπερκάλυψη του ζητούμενου ποσού είναι κάτι παραπάνω από αναμενόμενη λόγω και του σχετικά μικρού ποσού που αντλήθηκε (2,5 δισ. ευρώ). Όμως, το επιτόκιο θα μπορούσε να είναι μικρότερο – είναι πολύ υψηλότερο από το επιτόκιο αντίστοιχο άλλων χωρών, που βγήκαν από προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής– αν δεν εξακολουθούσαμε να βρισκόμαστε εκτός επενδυτικών βαθμίδων (investment grades) και εκτός των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης και επαναγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Για αυτό η συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και η τήρηση των δεσμεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί εχέγγυο για την εξομάλυνση την καμπύλης των επιτοκίων στο μέλλον.

Δεν αρκούν οι κινήσεις εντυπωσιασμού

Στο ίδιο μήκος κύματος και η ΤτΕ που θεωρεί ως βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, πλην όμως μικρό, την έκδοση του 5ετούς ομολόγου. Η σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία στο άμεσο μέλλον παραμένει η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους. Και αυτό γιατί, παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο και τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους που αποφάσισε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας. Έτσι οι αποδόσεις τους παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, επηρεαζόμενες σημαντικά από τις αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και την αβεβαιότητα, όσον αφορά τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης στην οικονομική πολιτική. Η ύπαρξη αποθέματος ασφαλείας ύψους 25 δισ. ευρώ περίπου είναι χρήσιμη, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Οπότε θα πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ομαλή δημοσιονομική πορεία, η ταχεία αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Μόνο έτσι θα είναι δυνατόν να μειωθεί η αβεβαιότητα, να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Με αυτό τον τρόπο θα διευκολυνθεί η διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων και θα σηματοδοτηθεί η οριστική έξοδος από τη μακρόχρονη κρίση και η επιστροφή στην κανονικότητα. Όπως τονίζει και το ΙΟΒΕ, παραμένει ο κίνδυνος της καθυστέρησης της δημιουργίας των συνθηκών για ομαλή χρηματοδότηση της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Σε αυτή την πορεία αρκετά βήματα πρέπει να γίνουν διαδοχικά και άρα πρέπει να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατό. Έχει ήδη παρέλθει μεγάλο διάστημα από τη λήξη του προγράμματος και ακόμη δεν διαφαίνεται μια συστηματική πορεία αποκλιμάκωσης επιτοκίων και μέσω αυτής η αναχρηματοδότηση τουλάχιστον των τμημάτων του χρέους στα οποία τα τρέχοντα επιτόκια είναι υψηλά. Τα προβλήματα που μεταφέρονται από το ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν αποτελούν επαρκή δικαιολογία, ούτε άλλωστε είναι σίγουρο ότι στο μέλλον οι εξελίξεις θα είναι ευνοϊκότερες και όχι δυσμενέστερες.
Κάθε μήνας που χάνεται αντιστοιχεί σε πραγματικό κόστος, καθώς δεν βελτιώνονται οι όροι χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, αυξάνεται ο κίνδυνος να βρεθεί η χώρα μελλοντικά σε δυσμενείς διεθνείς χρηματοδοτικές συνθήκες και τελικά ίσως σε αδυναμία χρηματοδότησης. Εξίσου σημαντικό είναι πως πέρα από το κόστος χρηματοδότησης για το δημόσιο, επιβαρύνονται ανάλογα τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες. Τα κρατικά ομόλογα δεν έχουν αποκτήσει ακόμη επενδυτική βαθμίδα και οι αποδόσεις τους εξακολουθούν να παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα, λόγω αναταράξεων στις διεθνείς αγορές, αλλά και λόγω της ανησυχίας της επενδυτικής κοινότητας για την προσήλωση της οικονομικής πολιτικής στην υλοποίηση των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων. Άρα, το βάρος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτό τον στόχο, και όχι στις προεκλογικές σκοπιμότητες.

ΠΗΓΗ