ΟΤΑΝ σου χαρίζουν γάιδαρο, δεν τον κοιτάς στα δόντια. Αλλά όταν μιλάμε για πανεπιστήμιο, νομιμοποιείται μια επιφυλακτικότητα, ιδιαίτερα όταν ο δωρητής, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, έχει δείξει ότι στο μέτωπο της Παιδείας ενδιαφέρεται περισσότερο να παράγει νέα που αρέσουν στον κόσμο και δευτερευόντως για τις πραγματικές ανάγκες της εκπαίδευσης.
ΔΕΝ υπάρχει πόλη, από την άλλη, που θα της προτείνεις πανεπιστήμιο και θα το αρνηθεί. Πολύ περισσότερο, εάν πρόκειται για δεύτερο πανεπιστήμιο που ενισχύει τη φήμη και τη θέση μας ως πανεπιστημιούπολης. Αλλά δεν πρέπει να κοιτάμε και περί τίνος πρόκειται ακριβώς;
ΜΙΛΑΜΕ για ένα πανεπιστήμιο («Δυτικής Ελλάδας», με έδρα την Πάτρα) το οποίο θα περιλαμβάνει το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και «πανεπιστημιοποιούμενα», αναβαθμισμένα δηλαδή, τμήματα του ΑΤΕΙ, τα οποία, βέβαια, θα λειτουργούν σταθερά στο ΑΤΕΙ, μια που το ΕΑΠ δεν έχει ευρυχωρία.
ΓΙΑ ποιο λόγο γίνεται αυτό; Για επίτευξη περισσότερης ανταγωνιστικότητας στο ΕΑΠ, αν υποθέσουμε ότι τη χρειαζόταν, αλλά και του ίδιου του ΑΤΕΙ. Θεωρητικά η εξήγηση μπορεί να έχει τη βάση της, αλλά συντρέχουν δύο (τουλάχιστον) ζητήματα.
Η ΣΥΝΕΝΩΣΗ με το ΕΑΠ είναι αναγκαστική επιλογή, διότι αρνήθηκε η Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου να συναινέσει. Συνεπώς δικαιούται κανείς να διερωτάται για την ακαδημαϊκότητα των κριτηρίων που ίσχυσαν για την κατεύθυνση των τμημάτων του ΑΤΕΙ στο ΕΑΠ.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, παραμένει θολή η εικόνα της φυσιογνωμίας αυτού του νέου πανεπιστημίου των δύο ταχυτήτων που δεν φαίνεται να συναντώνται πουθενά.
ΣΥΝΤΟΜΑ θα δούμε καθαρότερα τι σχεδιάζεται και τι επιδιώκεται. Είναι πάντως προφανές ότι δεν μιλάμε για πρόταση του υπουργείου, αλλά για ειλημμένη απόφαση. Η Κυβέρνηση αυξάνει τα πανεπιστήμια, ενδεχομένως και για να καταστήσει ευχερέστερη την εισαγωγή σ’ αυτά. Για την παιδεία ή για την ψήφο;