Η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού στη γειτονική Τουρκία είχε έντονο θρησκευτικό χρωματισμό, καθώς περιλάμβανε και συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην περιώνυμη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, γεγονός με ιδιαίτερο, αναμφιβόλως, συμβολισμό. Η «Κ», καταγράφοντας την επίσκεψη, επισημαίνει μία πρωθυπουργική «αστοχία», που πέρασε ίσως απαρατήρητη: κατά τη συνέντευξη Τύπου, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στον κ.κ. Βαρθολομαίο απλώς ως «Πατριάρχη» και όχι ως «Οικουμενικό Πατριάρχη» («Κ» της 7.2.2019, σ. 4). Ωστόσο, μπορεί για τον πρωθυπουργό αυτό να ήταν, ίσως, ένα απλό lapsus linguae, για την Τουρκία, όμως, αποτελεί αταλάντευτο πολιτικό πρόταγμα…
Παρ’ όλες τις διεθνείς δεσμεύσεις της, η Τουρκία συνεχίζει να επεμβαίνει στα εσωτερικά ζητήματα του Πατριαρχείου, αρνούμενη πρωτίστως τον οικουμενικό χαρακτήρα του. Ετσι, για τηv Τoυρκία ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι απλώς ο «Ρωμιός Πατριάρχης του Φαναρίου» (Rum Fener Patrigi) και όχι ασφαλώς ο επικεφαλής εκατομμυρίων ορθοδόξων ανά την οικουμένη, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να περιορίσει τη γεωγραφική δικαιοδοσία του εντός της τουρκικής επικράτειας. Η άρνηση της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου έλαβε χώρα το πρώτον επί πατριαρχίας Φωτίου Β΄ (1929-1935), όταν η Τουρκία έντεχνα επιχείρησε να χαρακτηρισθεί ο Πατριάρχης απλώς «Πρωτοπαπάς» (Baspapas)…
Αυτή η εμμονική άρνηση της Τουρκίας επιχειρείται να δικαιολογηθεί υπό το πρόσχημα του «λαϊκού χαρακτήρα» της Τουρκικής Δημοκρατίας με βάση το Σύνταγμά της. Στο πλαίσιο αυτό, ο πρέσβης της Τουρκίας στο Παρίσι το 2005 Ουλούτς Ουζουλκέρ, σε επιστολή του προς την εφημερίδα Le Figaro, επεσήμαινε ότι «σε μια χώρα λαϊκή (κοσμική) όπως η Τουρκία, όπου το σύστημα του χαλιφάτου των μουσουλμάνων καταργήθηκε, ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης του Φαναρίου δεν δύναται να ηγηθεί μιας παγκόσμιας επισκοπής χρησιμοποιώντας τον όρο “οικουμενικός”» («Κ» της 1.10.2005). Ομως, ο «λαϊκός αυτός χαρακτήρας» επιβάλλει ακριβώς το αντίθετο: τη μη ανάμειξη της πολιτείας στις εσωτερικές υποθέσεις και στην οργάνωση των θρησκευτικών κοινοτήτων, επομένως και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η πολιτική ρητορεία περί αμφισβήτησης της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου δεν άργησε να βρει το νομολογιακό της έρεισμα. Πιο συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας αποφάνθηκε στις 26.6.2007 (case 2005/10694) ότι ο Πατριάρχης δεν έχει το νομικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον τίτλο «Οικουμενικός». Οπως αναφέρει η απόφαση, η Τουρκία έχει από καιρό εκφράσει τις αντιρρήσεις της για τον τίτλο «Οικουμενικός» που φέρει ο Πατριάρχης, επειδή επιδέχεται πολιτικές ερμηνείες που μπορεί να υπονομεύσουν την τουρκική κυριαρχία.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε την αντίδραση όχι μόνον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και της διεθνούς κοινότητας. Στο πλαίσιο λοιπόν του Συμβουλίου της Ευρώπης, ήδη από το έτος 2010, τόσο η απόφαση 1704 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης (παρ. 19.4) όσο και η Επιτροπή της Βενετίας επισημαίνουν ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο πρώτος τη τάξει ιεράρχης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η πρωτοκαθεδρία του αυτή αναγνωρίζεται από όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες, ορθόδοξες και μη, παγκοσμίως. Το ζήτημα είναι αμιγώς θρησκευτικό και συναρτάται ευθέως με την εκδήλωση της θρησκευτικής ελευθερίας, και συγκεκριμένα με την ειδικότερη έκφανση της θρησκευτικής αυτοδιοίκησης και αυτονομίας, αφού αναφέρεται στα εσωτερικά ζητήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στον τρόπο οργάνωσης και αυτορρύθμισής της (άρθρο 9 ΕΣΔΑ).
Η οικουμενικότητα του Πατριαρχείου προκύπτει από τα θέσμια και τις παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς, ήδη από το 451 μ.Χ., η εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος κατέστησε, με τον 28ο κανόνα της, την Κωνσταντινούπολη ως πρωτόθρονη Εκκλησία της Ανατολής. Ο τίτλος αυτός, που εκφράζει την οικουμενικότητα της ευθύνης και της διακονίας της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας, δεν συνεπάγεται εγκόσμια ισχύ, η οποία είναι άλλωστε ξένη προς την παράδοση της Ορθοδοξίας, ούτε η χρήση του σκοπεί στη δημιουργία ενός νέου «Βατικανού», όπως διατείνονται διάφοροι κύκλοι στην Τουρκία. Χαρακτηριστική είναι η προς τούτο διαβεβαίωση του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ο οποίος, σε διάλεξή του στο Βρετανικό Μουσείο τον Νοέμβριο 1993, τόνιζε: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν επιδιώκει να γίνη εν κράτος. Θέλει να μείνει μόνον μία Εκκλησία […] μόνον θρησκευτικός και πνευματικός θεσμός, διδάσκων, οικοδομών, διακονών τα πανανθρώπινα ιδανικά, εκπολιτίζων, κηρύττων την αγάπην προς πάσαν κατεύθυνσιν».
Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν υπάρχει κάποιος λόγος, πραγματικός ή νομικός, ο οποίος να εμποδίζει τις τουρκικές αρχές να απευθύνονται στο Πατριαρχείο με τον γενικώς και ιστορικώς αναγνωρισμένο όρο «Οικουμενικό». Θα είναι μια κίνηση καλής θελήσεως, με τη δική της προστιθέμενη αξία…
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.