Ο τομέας της ενέργειας έχει κρίσιμο ρόλο στην προσπάθεια για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στη βάση ενός βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου, με αιχμή την εξωστρέφεια, τις επενδύσεις, την καινοτομία. Πρόκειται για έναν τομέα που πρωταγωνιστεί στην προσέλκυση επενδύσεων διεθνώς, εξελίσσεται συνεχώς, ενσωματώνει νέες ιδέες και καινοτόμες τεχνολογίες, αξιοποιεί νέες πηγές. Κινητοποιεί σημαντικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, απασχολεί ανθρώπους με σύγχρονες γνώσεις και δεξιότητες, αποτελεί τον καταλύτη για αλλαγές και εξέλιξη σε όλα τα επίπεδα: στις αγορές, στην παραγωγή, στον τρόπο που μετακινούμαστε, στον τρόπο που ζούμε.
Η Ελλάδα είναι γνωστό ότι διαθέτει μια σειρά από γεωγραφικά και γεωμορφολογικά πλεονεκτήματα, αλλά και ανάγκες, που ανοίγουν τον δρόμο για σημαντικές ενεργειακές επενδύσεις στα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΕΝΕ για το 2019, οι εκτιμώμενες επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας στη δεκαετία 2018-2027 θα ανέλθουν σε 45,5 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων αναμένεται να αφορά την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Ιδιαίτερα στον τομέα της βιομηχανίας αναμένεται να απαιτηθούν επενδύσεις αρκετών δισ. ευρώ συνολικά, με σκοπό την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την εξοικονόμηση ενέργειας. Επιπλέον, ένα σημαντικό κομμάτι της επενδυτικής «πίτας» αναμένεται να κατευθυνθεί σε επενδύσεις ΑΠΕ, συγκεκριμένα 8,2 δισ. ευρώ σε αιολικά και 5,5 δισ. ευρώ σε φωτοβολταϊκά.
Για να μπορέσουν να βρουν το δρόμο της υλοποίησης οι επενδύσεις αυτές, απαιτείται ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός, με πολιτικές, κίνητρα και μέτρα ενίσχυσης. Η επικείμενη προκήρυξη εξειδικευμένων δράσεων του ΕΣΠΑ για την εξοικονόμηση ενέργειας και την αξιοποίηση ΑΠΕ στη βιομηχανία και στις επιχειρήσεις, είναι ένα θετικό βήμα. Ωστόσο, με δεδομένο το ύψος των αναγκών, είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν περισσότερα, συνδυασμένα χρηματοδοτικά εργαλεία, με τη συμμετοχή των τραπεζών, ενώ θα πρέπει να αξιοποιηθούν καινοτόμες μέθοδοι χρηματοδότησης ενεργειακών έργων, όπως είναι οι Συμβάσεις Ενεργειακής Αποδοτικότητας. Τέλος, θα πρέπει να δοθούν συγκεκριμένα κίνητρα για την πράσινη εφοδιαστική αλυσίδα, για λόγους εξοικονόμησης ενέργειας και προστασίας του περιβάλλοντος, αφού ένα ποσοστό της τάξης του 16% της επιβάρυνσης με εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα προέρχεται από τις μεταφορές.
Όσον αφορά τις επενδύσεις σε ΑΠΕ εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός ελκυστικού, αλλά ταυτόχρονα βιώσιμου και σταθερού πλαισίου, το οποίο θα διακρίνεται από ξεκάθαρους κανόνες και απλούστερες διαδικασίες αδειοδότησης. Στην κατεύθυνση αυτή είναι απαραίτητη η ανάπτυξη ειδικού χωροταξικού σχεδίου, το οποίο θα καθιστά σαφές το πού μπορεί κανείς να επενδύσει και με ποιους όρους. Η διασφάλιση εύλογων αποδόσεων στις επενδύσεις είναι σημαντικός παράγοντας, ακόμη σημαντικότεροι όμως είναι η συνέπεια, η αξιοπιστία και η προβλεψιμότητα, ώστε οι επιχειρήσεις να μην «γονατίζουν» από την καθυστέρηση των πληρωμών, να μην πληρώνουν φόρους για έσοδα που δεν έχουν εισπράξει, να μην αιφνιδιάζονται κάθε τόσο με αλλαγές των κανόνων.
Δεν θα πρέπει, τέλος, να ξεχνάμε τη δυνατότητα μεγάλων επενδύσεων σε ενεργειακά δίκτυα, με έργα διασύνδεσης, τα οποία θα πρέπει να υλοποιηθούν στο πλαίσιο στρατηγικών συμπράξεων του κράτους με ιδιώτες επενδυτές. Μέσα από αυτές τις επενδύσεις, όπως είναι η ενίσχυση της σύνδεσης Ελλάδας – Ιταλίας και η διασύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα, η χώρα μπορεί να διεκδικήσει τη θέση της στο πλαίσιο της ενεργειακής κοινότητας και να αποκομίσει σημαντικά ανταγωνιστικά οφέλη.
Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, με σκοπό να συμβάλει στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων του τομέα της ενέργειας, έχει προχωρήσει στη σύσταση θεματικού φόρουμ για την Ενέργεια και το Περιβάλλον. Αντικείμενο του φόρουμ, στο οποίο συμμετέχουν βασικοί παράγοντες και έγκυροι εμπειρογνώμονες του κλάδου, είναι η διαμόρφωση θέσεων και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς, τις επενδύσεις, τη βελτιστοποίηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και την προστασία του περιβάλλοντος.

Η πραγματοποίηση νέων ενεργειακών επενδύσεων στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια, μπορεί να δημιουργήσει χιλιάδες άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, να αποτελέσει όχημα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και ευρύτερα της ελληνικής οικονομίας. Απαιτεί γι’ αυτό μια μακρόπνοη, συγκροτημένη στρατηγική, η οποία θα αξιοποιεί ουσιαστικά τη γνώση και τις προτάσεις της αγοράς.

ΠΗΓΗ